Σχεδόν με παράνοια μοιάζει… Αυτή είναι όμως η μαγεία της ποίησης… να βρίσκει το δρόμο, να χαράζει το μονοπάτι και να απαλύνει τον πόνο.
Στις μετρημένες τις βρεφικές ώρες της νύχτας Ανάμεσα σε αιώνια λεπτά απόλυτης ανυπαρξίας Η μόνη ύπαρξη αισθητή και οδυνηρή είσαι Εσύ…
Μετρώ τις στιγμές μα μου μοιάζουνε πελαγωμένες Συλλέγω αντικείμενα άψυχα, αναμνήσεις ραγισμένες Κουβάρι τις κάνω τις παίρνω στα χέρια μου Με σωθικά σκισμένα πόδια που μοιάζουν με κλωνάρια λυγισμένα Τρέχω μέσα στην θολωμένη μου άβυσσό…
Τις στιγμές που οχύρωσαν το παρελθόν επιζητώ να τις ξορκίσω Εκείνες τις μικρές μα τόσο εκστατικές ώρες τις νύχτας…
Κανείς δεν ακούει το σπαραγμό ενός πληγωμένου αρπακτικού Τον αλαλαγμό ενός θρήνου σιωπηλού Ανοίγω τα χέρια κι αφήνω στο ξέφωτο ενός ψεύτικου γκρεμού Το κουβάρι!
Κανείς δεν ακούει, κανείς δεν το βλέπει!