ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024 - 10:32:36π.μ.
13
Δεκεμβρίου

"Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΡΟΔΩΝ" ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΣΟΥΡΟΥΝΗ

Κατηγορία Πεζογραφία

Η Ιρίνα θα επέστρεφε την επομένη και είχαν να σκεφτούν κι αυτό. Όλες αυτές τις μέρες, χωρίς να την έχουν ξεχάσει, δεν την ανέφεραν στις κουβέντες τους παρά ελάχιστες φορές και μόνο όταν ήταν τελείως απαραίτητο.

antonis-sourounisΓια κείνους αντιπροσώπευε έναν κόσμο παραπανίσιας ομορφιάς, επίδειξης και κάπως άσκοπης εργασίας, έναν κόσμο αλλιώτικο από τον δικό τους, σχεδόν περιττό. Απ’ αυτόν τον κόσμο την περίμεναν να έρθει κι έπρεπε να ετοιμάζονται για την υποδοχή της. Κι έπρεπε να αποδεχτούν αυτόν τον κόσμο, για να γίνουν και οι ίδιοι αποδεκτοί, αφού ήθελαν να ζήσουν μαζί της. Κι η Ίρινα όμως θα είχε τους όρους για τη ζωή τη δική τους. Ακόμα δεν τους είχε θέσει, δε θα αργούσε όμως η μέρα που θα γινόταν αυτό. Από την πικρή πείρα του παρελθόντος ο Νούσης καταλάβαινε πως μόνο αν κέρδιζε θα έπαιρνε παράταση. Το κέρδος φέρνει χαρά και η χαρά όσα προβλήματα δεν εξαφανίζει τα μεταθέτει στο μέλλον.

 

Μετά το φαϊ ο Νούσης έκανε και για τους δύο ελληνικό καφέ και κάπνισαν από τα πούρα του Άλεξ. Ο τελευταίος επισήμανε για άλλη μια φορά τα δυο τρία βασικά πράγματα και ζήτησε αμέσως συγγνώμη, όταν ο Νούσης του είπε άγρια πως έχει ακούσει τα ίδια και τα ίδια πάνω από εκατό φορές.

 

-Δε θα είμαι εκεί και είναι φυσικό κάπως να ανησυχώ... δικαιολογήθηκε εκείνος.
Κατά βάθος όμως αυτό ακριβώς επιδίωκε, να τον εξοργίσει μαζί του, ώστε όταν λαθεύει ή παραλείπει κάτι, να εξοργίζεται πλέον με τον εαυτό του. Ο Νούσης αποσύρθηκε να ντυθεί και διάλεξε τα ρούχα του με μεγάλη φροντίδα. Ετοιμάστηκε με σχολαστικότητα και πέρασε να αποχαιρετήσει τον Άλεξ. Εκείνος αναποδογύρισε στα γόνατα το βιβλίο που διάβαζε και με αργές κινήσεις άναψε πάλι το πούρο που του είχε σβήσει. Φύσηξε τον καπνό προς το μέρος του Νούση σαν να τον θυμιάτιζε και να τον ευλογούσε.


-Καλή επιτυχία. Να το πεις και στον Καθηγητή.
Ο Νούσης βγήκε κλείνοντας την πόρτα με δύναμη και στ’ αυτιά τού Άλεξ ο κρότος αυτός ήχησε όπως το καμπανάκι του ρινγκ, η πιστολιά στον ιππόδρομο και το γκονγκ του θεάτρου λίγο πριν την παράσταση.
Ο Νούσης θα συναντούσε τον καθηγητή στη δεύτερη στάση του λεωφορείου κοντά στο Πανεπιστήμιο και ξεκίνησε με τα πόδια, απολαμβάνοντας την ήρεμη ατμόσφαιρα και τους άδειους από αυτοκίνητα δρόμους. Ήταν ένα γλυκό κυριακάτικο απόγευμα με ένα μακρινό μικρό ήλιο, αλλά αρκετά φωτεινό για να βγάλει τους ανθρώπους από τα σπίτια τους και να χαζέψουν τις βιτρίνες και τις σκιές τους πάνω στους πλακοστρωμένους πεζόδρομους. Πού και πού χάζευε και ο Νούσης τη δική του σκιά. Την έβλεπε να βαδίζει δίπλα του με ανοιχτό βήμα σαν το δικό του, με πρωτόγνωρα όρθιο κορμί σαν το δικό του και με τα χέρια να πηγαινοέρχονται δυνατά το ένα μετά το άλλο σαν κουπιά σε τρικυμισμένη θάλασσα. Είχε επιλέξει με τη μεγαλύτερη προσοχή ό,τι φορούσε και καθετί που είχε βάλει πάνω του πρόσθετε στη σιγουριά του κι άλλη σιγουριά, στην αισιοδοξία του κι άλλη αισιοδοξία, στη δύναμή του κι άλλη δύναμη. Αισθανόταν άτρωτος κι απροσπέλαστος, όπως ελάχιστες φορές μέχρι τώρα. Τίποτα δε φοβόταν και τίποτα δεν ήταν αυτή τη στιγμή ικανό να τον απειλήσει. Μ' ένα του πάτημα μπορούσε να βουλιάξει τη γη, με μια του χειρονομία να παραμερίσει τον ήλιο και με μια του λέξη να κατατροπώσει το καζίνο. Όλα τα μπορούσε, ανάλογα με τα γούστα και τις επιθυμίες του. Μπορούσε να τα κινήσει, να τα σταματήσει, να αλλάξει τη ροή τους και να τα αναποδογυρίσει.


Φτάνοντας στη διασταύρωση είδε το φανάρι που είχε γίνει ροζ, όμως δε σταμάτησε. Με το ανοιχτό του βήμα συνέχισε να διασχίζει τη λεωφόρο, έχοντας εμπιστοσύνη στα πόδια του, που ανοιγόκλειναν πάνω στην άσφαλτο σαν λεπτοδείκτες ενός ρολογιού που ο ίδιος είχε κουρντίσει και που μόνο ο ίδιος ήταν σε θέση να ακινητοποιήσει. Προσπερνώντας δεξιά του το σταματημένο αυτοκίνητο, το άκουσε να ξεκινάει αμέσως και βρέθηκε καταμεσής του δρόμου, στη μεσαία λωρίδα όπου δεν υπήρχε κανένα αυτοκίνητο, και με το βλέμμα καρφωμένο στο σταματημένο αυτοκίνητο της τρίτης λωρίδας, που έδειχνε ανυπόμονο να ξεκινήσει. Εκεί, στο κέντρο της λεωφόρου, με τα αυτοκίνητα πίσω του να τρέχουν δαιμονισμένα και με τα αυτοκίνητα μπροστά του να μουγκρίζουν και να τρέμουν έτοιμα για εκκίνηση, ο Νούσης κατάλαβε ξαφνικά πως βρέθηκε σε ακάλυπτο χώρο κι έγινε στόχος της μοίρας. Έστριψε δεξιά το κεφάλι και είδε το λευκό αυτοκινητάκι σε τέτοια απόσταση και να τρέχει καταπάνω του με τέτοια ταχύτητα, που κανένας δεν μπορούσε πια να το σταματήσει. Σαν χαλασμένη κινηματογραφική ταινία πέρασαν από το μυαλό του εικόνες, σκέψεις, απορρίψεις και αποφάσεις. Να πάει πίσω ήταν αδύνατον, να τρέξει μπροστά ίσως τα κατάφερνε, ίσως όμως και να σκοτωνόταν, αν το αυτοκίνητο ξεκινούσε. Και τότε αποφάσισε ψυχρά και λογικά να μείνει εκεί που βρισκόταν και να τα βάλει με αυτό το αυτοκίνητο που ήδη τον απειλούσε και ήδη το γνώριζε. Πίσω από το τζάμι του πρόλαβε και διέκρινε τα τρομαγμένα πρόσωπα δύο νέων αντρών και την απόγνωσή τους. Έδειχναν να είναι φοβισμένοι περισσότερο από τον Νούση, που δεν είχε προλάβει να φοβηθεί, επειδή αποφάσιζε. Ευτυχώς που το αυτοκινητάκι ήταν χαμηλό. Αυτό ήταν και το τελευταίο που σκέφτηκε όσο πατούσε στη γη. Έκανε ένα μικρό πήδημα κι εκείνο χώθηκε από κάτω του και για ένα δευτερόλεπτο βρέθηκε καθισμένος στο καπό του. Αμέσως όμως εκτοξεύτηκε στον αέρα και η μόνη έννοια του Νούση ήταν να προσγειωθεί ευθεία μπροστά, αλλιώς οι διερχόμενοι από τα πλάγια θα τον έλιωναν. Την ίδια στιγμή βρόντηξε στην άσφαλτο με ένα πόνο που δε νοιάστηκε να καθορίσει. Ευχαριστήθηκε μάλιστα με τον πόνο, γιατί κατάλαβε ότι ζούσε. Είδε τους δυο νέους από πάνω του ανήσυχους και αμήχανους βλέποντάς τον να γελάει. Δίπλα είχαν σταματήσει μερικά αυτοκίνητα και οι οδηγοί τους προθυμοποιήθηκαν να δώσουν τα στοιχεία τους στο νεαρό οδηγό, σε περίπτωση που ο πεζός διεκδικούσε αποζημίωση. Βάδιζε με κόκκινο και τον είδαν. Τον είδαν επίσης που δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να φύγει, αλλά παρέμεινε εκεί, περιμένοντας το αυτοκίνητο να τον χτυπήσει. Ο Νούσης τ’ άκουγε όλα αυτά από μακριά και τα δικαιολογούσε, σα να είχε υπάρξει και ο ίδιος αυτόπτης μάρτυρας ενός ατυχήματος που δεν είχε σχέση μ’ αυτόν.


-Συγγνώμη... είπε στους δύο νεαρούς, καθώς τον ανασήκωναν κρατώντας τον με προσοχή από τις μασχάλες.
Κατάλαβε ότι το δεξί του πόδι κάτι είχε πάθει, ωστόσο μπορούσε να το πατάει ακόμα και να στηρίζεται. Τον έβαλαν στη θέση του συνοδηγού και ο ένας κάθισε πίσω. Όσα αυτοκίνητα είχαν σταματήσει ξεκίνησαν πάλι και μαζί το δικό τους με πιο μεγάλη ταχύτητα.

 

-Και πάλι σας ζητώ συγγνώμη... είπε ο Νούσης και γέλασε άθελά του. Πώς φάνηκε από δω μέσα, ρε παιδιά;
Απάντησε αυτός που καθόταν πίσω:

 

-Τέτοια πράγματα μόνο στο σινεμά βλέπουμε, φίλε.
Ο Νούσης γέλασε πάλι ευτυχισμένος. Τα ωραία του ρούχα είχαν στραπατσαριστεί και το δεξί μπατζάκι στο γόνατο είχε σκιστεί και ματώσει. Από το μέτωπό του έτρεχε επίσης λίγο αίμα, όμως πουθενά δεν πονούσε.

 

-Πού πάμε;
-Στο νοσοκομείο, είπε ο οδηγός. Καλά που πρόλαβα και σταμάτησα. Είπα «πάει, σε σκότωσα». Λες και κάποιος άλλος σταμάτησε το σαράβαλο και όχι εγώ.

 

Στο νοσοκομείο τοποθέτησαν τον Νούση σε μια πολυθρόνα και τον τσούλησαν σε διάφορα δωμάτια. Τον έγδυσαν να του εξετάσουν τα κόκαλα ένα ένα κι έπειτα τον πέρασαν από ακτίνες. Σε όλο τούτο το διάστημα οι δυο νεαροί στέκονταν πλάι του δίνοντας στους γιατρούς εξηγήσεις.

 

-Μεγάλη τύχη! Συμπέρανε τελικά ο ακτινολόγος παρατηρώντας τις πλάκες στη λευκή οθόνη. Πολύ μεγάλη. Είναι απίστευτο: να χτυπήσει κάποιον ένα αυτοκίνητο με τόση ταχύτητα και να του σπάσει μόνο την κεφαλή της περόνης.

 

Ο Νούσης ένιωσε χαρά και συγκίνηση. Εξακολουθούσε να είναι αρτιμελής και γερός, ένα μικρό κάταγμα μόνο υπήρχε, ίσα ίσα για να θυμηθεί την περόνη, ένα κόκαλο που το κουβαλούσε πάντα στα πόδια του και είχε να το ακούσει από τα μαθητικά θρανία. Στο σημείο που είχε σπάσει δεν έμπαινε γύψος, έπρεπε λοιπόν να περιμένουν να γιατρευτεί από μόνο του. Στο μεταξύ χρειαζόταν ακινησία και αργότερα φυσιοθεραπεία. Του έδωσαν δυο μεταλλικά μπαστούνια και του ευχήθηκαν περαστικά, μακαρίζοντάς τον άλλη μια φορά για τη μεγάλη του τύχη. Τη στιγμή εκείνη μόνο αναλογίστηκε ο Νούσης το καζίνο. Οι δυο νέοι τον μετέφεραν στο σπίτι και στην εξώπορτα τους διαβεβαίωσε πως από δω και πέρα μπορεί να τα καταφέρει και μόνος του. Εκείνοι του έγραψαν ένα τηλέφωνο, για να μη χαθούνε, επειδή λίγοι άνθρωποι έχουν την ευκαιρία να γνωρίζονται με τέτοιο τρόπο. Γέλασαν και ο Νούσης περίμενε στην πόρτα, μέχρι να μπούνε στο αυτοκίνητο και να ξεκινήσουν κορνάροντας σε αποχαιρετισμό. Έπειτα ξεκλείδωσε και με δυσκολία πέρασε μέσα.


Ο Άλεξ άκουσε τον παράξενο ήχο που αντήχησε ξαφνικά στο σπίτι και σηκώθηκε φοβισμένος από ένα προαίσθημα. Ακουγόταν σαν ένας τυφλός να έχασε το δρόμο του ή σαν κάποιος να κουβαλούσε ένα μεγάλο βάρος και σε κάθε βήμα το απόθετε ξεθεωμένος στο πάτωμα, για να το ξανασηκώσει. Ο Καθηγητής είχε τηλεφωνήσει τρεις φορές και ο Άλεξ δεν είχε τι να του πει. Τώρα ο Νούσης στεκόταν μπροστά του στηριγμένος στα μπαστούνια και με το δεξί πόδι μετέωρο στον αέρα όπως ο πελαργός.

 

-Φαίνεσαι σαν να πέρασε από πάνω σου αυτοκίνητο... γνωμάτευσε ο Άλεξ, αφού σηκώθηκε και τον παρατήρησε απ’ όλες τις μεριές.


-Από κάτω μου πέρασε, διόρθωσε ο Νούσης και σωριάστηκε στην πολυθρόνα.
Ο Άλεξ άκουσε όλη την ιστορία χωρίς να τον διακόψει ούτε μία φορά και χωρίς να ζητήσει λεπτομέρειες.

 

Ακόμα κι όταν ο Νούσης του μίλησε για την έκπληξη των γιατρών, ούτε τότε έκανε κανένα σχόλιο. Δεν είπε απολύτως τίποτα, κι αυτό για τον Νούση ήταν το χειρότερο, επειδή ήταν σα να λέει τα πάντα. Χολωμένος στηρίχτηκε στα μπαστούνια του και σηκώθηκε προσπαθώντας άτσαλα να μετακινηθεί προς την κουζίνα. Τώρα πονούσε μέσα στο γόνατο, κάτι που είχαν προβλέψει οι γιατροί, όταν το χτύπημα θα κρύωνε μετά από λίγες ώρες. Έβγαλε με κόπο μια μπίρα από το ψυγείο και τότε διαπίστωσε πως ήταν ανήμπορος να επιστρέψει στο δωμάτιο με τη μπίρα και τα μπαστούνια στα χέρια. Την παράτησε στο τραπέζι και καθώς έπαιρνε τη στροφή, είδε στην πόρτα τον Άλεξ να τον παρακολουθεί, χωρίς να δείχνει ότι συμπάσχει μαζί του.

 

-Μην το παίρνεις κατάκαρδα... Άλλοι είναι έτσι σ’ όλη τους τη ζωή. Ενώ εσύ σε λίγες μέρες θα ‘σαι πάλι καλά.

 

-Σε πόσες λίγες δηλαδή; ρώτησε αγανακτισμένος ο Νούσης και δίχως να περιμένει απάντηση ξεκίνησε βροντώντας τα μπαστούνια στο πάτωμα.

 

-Όσα χρόνια έχεις, τόσες μέρες θα κάνει... είπε με εύθυμη διάθεση ο Άλεξ. Παλιός νόμος όσο και οι άνθρωποι.

 

Αν ήσουν δέκα χρόνων, θα' κανε δέκα μέρες, αν ήσουν εξήντα τόσο όπως εγώ, θα 'κανε εξήντα τόσες, κι αν ήσουν νεογέννητο, ούτε που θα το καταλάβαινες. Δε χρειάζεσαι γιατρό γι’ αυτό, ο καθένας μας είναι γιατρός του εαυτού του.


-Δηλαδή τριάντα οχτώ μέρες θα σέρνομαι έτσι;

 

-Αν είσαι τριάντα οχτώ χρόνων, μάλλον... Μπίρα ήθελες, ε; Κι εγώ θέλω μία.
Έφερε το δίσκο με τις μπίρες και τα ποτήρια και τον ακούμπησε στο τραπεζάκι ανάμεσά τους.

 

-Υπομονή, Νούση... είπε γεμίζοντας τα ποτήρια. Υπομονή. Ζούμε για να μαθαίνουμε. Και ό,τι δε μάθει κάποιος μικρός, το μαθαίνει μεγάλος.

 

-Έτσι, πονώντας; μόρφασε εκείνος, που θέλησε ν’ απλώσει το πόδι του και τον χτύπησε στο γόνατο η σουβλιά.

 

-Ή πονώντας ή γελώντας... γέλασε ο Άλεξ. Από μας εξαρτάται. Άντε, στην υγειά σου.
Ο Νούσης άδειασε το ποτήρι του και αχρείαστο πια το άφησε με περιφρόνηση στο τραπέζι.

 

-Υπομονή... ψιθύρισε με την ίδια περιφρόνηση. Κι άλλη υπομονή; Κάνω και τίποτε άλλο στη ζωή μου από υπομονή;

 

-Δεν θα κάνεις αρκετή τότε.

 

-Κι έπρεπε να σκοτωθώ για να μάθω να κάνω κι άλλο υπομονή;

 

-Δεν σκοτώθηκες όμως, σκοτώθηκες; Έσπασες μόνο λίγο το γόνατό σου.

 

-Γιατί όμως τώρα; ρώτησε φουρτουνιασμένος. Γιατί να μου τύχει μια τέτοια ώρα κάτι τέτοιο;

 

-Αυτό μόνο εσύ το ξέρεις, απάντησε ο Άλεξ σαν να μιλούσε για τη θερμοκρασία της μπίρας. Κι αν σκεφτείς λίγο, θα το μάθεις. Θα ‘χεις πολύ χρόνο τώρα για να σκέφτεσαι. Σου είπα ότι τηλεφώνησε ο Καθηγητής; Τρεις φορές. Ποιος ξέρει τι να κάνει εκεί...


Ώρα με την ώρα ο Νούσης διαπίστωνε τις δυσκολίες και την ανικανότητα της αναπηρίας. Η πιο απλή και συνηθισμένη κίνηση μεταβλήθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη σε επώδυνη και περίπλοκη. Για όλα χρειαζόταν τώρα περισσότερο χρόνο και μεγαλύτερη προσοχή, ακόμα και για εκείνα που λειτουργούσαν αυτονόητα, σχεδόν από μόνα τους.

 

 

 

Αντώνης Σουρούνης
Συγγραφέας

 

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Ο Χορός των Ρόδων»
Εκδόσεις Καστανιώτη (Εικοστή Έκδοση)

 

 

12os-MCNews book bannerB

Διαβάστηκε 473 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr είναι ένα site, που φιλοδοξεί να δώσει στους αναγνώστες του αντικειμενική και ανεξάρτητη ενημέρωση, χωρίς υπερβολές, παραποιήσεις και σκοπιμότητες...

Διαβάστε περισσότερα