Εκτύπωση αυτής της σελίδας
12
Μαΐου

BORΥS PASTERNAK - SALVATORE QUASIMODO του Σωτήρη Ε. Γυφτάκη

Κατηγορία Πεζογραφία

BORΥS PASTERNAK

Ο ποιητής και δοκιμιογράφος Μπόρυς Πάστερνακ, εβραϊκής καταγωγής, ωστόσο πολιτογραφημένος Ρώσος, γεννήθηκε στη Μόσχα στις  10 του Φλεβάρη 1890.

Γόνος αστικής οικογένειας, γνωστός ζωγράφος ο πατέρας του ειδικευμένος στα πορτρέτα και πιανίστρια η μητέρα του, που  φαίνεται πως απ΄ αυτή γαλουχήθηκε  κι απόκτησε την έφεση να ακολουθήσει τη μουσική παιδεία. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του θα  εγγραφεί στο Ωδείο της Μόσχας, μα γρήγορα θα εγκαταλείψει τη μουσική για να αφιερωθεί στη φιλοσοφία. Θα φοιτήσει για λίγο στο πανεπιστήμιο του Μαγδεμβούργου για να το εγκαταλείψει κι αυτό σε λίγο.


Το 1914 θα εμφανιστεί στα Γράμματα με τη ποιητική του συλλογή: «Δίδυμοι στα Σύννεφα».


Στη δεκαετία του 1920 οι γονείς του εγκαθίστανται στο Βερολίνο και από κει στο Λονδίνο. Στο μεταξύ έχει εκδώσει κι ένα δεύτερο βιβλίο. Είναι το «Πέρα απ τους Φραγμούς». Μετά από μια πεντάχρονη σιωπή θα βγει η Τρίτη του ποιητική συλλογή, «Η Αδελφή μου Ζωή» κι ένα χρόνο  αργότερα (1923) το «Θέματα και Παραλλαγές».


Το 1927 θα ξαναπαρουσιάσει αυτά του τα ποιήματα συμπληρωμένα με καινούργια του σε δυο τόμους με τον ενδεικτικό τίτλο: «Δύο Βιβλία».


Αν και φαίνονταν πως είχε ολόψυχα αρχικά ενστερνιστεί  τα οράματα της Οκτωβριανής Επανάστασης, αργότερα υπαναχωρεί. Πάντα όμως φυλάγοντας τα νώτα του, φοβούμενος τις επιπτώσεις που ήδη έχουν πληρώσει οι αγαπημένοι του φίλοι, ποιητές, Όσιπ Μάντελσταμ, Σεργκέι Γιεσένιν κι Αλεξάντερ Μπλοκ..


Το 1935 θα εκδώσει τη ποιητική συλλογή «Δεύτερη Γέννηση» και λίγο αργότερα θα βγάλει με τον  τίτλο «Ποιήματα», όλα του τα έως τότε ποιήματα.. Για πολύν καιρό θα σιωπήσει και λίγο μετά το πόλεμο θα εκδόσει ακόμα μια ποιητική συλλογή, «Τα Πρωινά Τρένα».


Από κει και πέρα φαίνεται αποξενωμένος μη συμμετέχοντας στα  λογοτεχνικά  δρώμενα της μεγάλης του χώρας, ζώντας αποτραβηγμένος στο εξοχικό του  έξω από τη Μόσχα. Θα αποκαλεστεί για αυτή του τη στάση  «φυγάς του εσωτερικού».


Το 1954  μέσα από τις στήλες του περιοδικού «Ζνάμια» θα παρουσιάσει το πολύκροτο μυθιστόρημά του «Δόκτωρ Ζιβάγκο», αλλά η τσενζούρα θα το απαγορεύσει. Το 1957 θα εκδοθεί  τελειωμένο στην Ιταλία κι ένα χρόνο αργότερα η Σουηδική Ακαδημία θα τον βραβεύσει με το Νόμπελ(1958).


Στην αρχή θα αποδεχτεί  κατάπληκτος και σαστισμένος την τιμητική  διάκριση, που ποτέ του δε μπορούσε να φανταστεί κάτι τέτοιο, μα θα εξαναγκαστεί μετά από λίγο -σαφώς  πιεζόμενος, να αποποιηθεί  το βραβείο με σχετική του  επιστολή προς τη Σουηδική Ακαδημία, γράφοντας έτσι...ιστορία,  αφού υπήρξε ο πρώτος που αποποιήθηκε μια τέτοια κορυφαία διάκριση.
Πέθανε βαθιά πικραμένος δυο χρόνια αργότερα, στις 30 του Μάη, 1960

                

 

 

.............ΗΤΑΝ ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Τιτιβίσματα περιστεριών στις μπαλκονογωνιές
Ο φόβος του πάγου μας έχει πια κατακυριεύσει
Φουρτουνιάζει ο Οκτώβριος
Και τα μυστικά με τα νύχια τους
εισόρμησαν μέσα  στα σπίτια μας..

 

Κάθε παράκληση, κάθε αναστεναγμός
Κρώζοντας εισέρχεται ως δόρυ
Τον Οκτώβριο.

 

Τον άνεμο στο χέρι δράττοντας
Τα δέντρα μας κυνηγούν πάνω από τη στέγη,
έξω απ΄ τα σπίτια
αναζητώντας δαδιά…

 

Το χιόνι πέφτει ως τα γόνατα
Και το φτυάρι αρπάζοντας
Με τέτοια επιφωνήματα
Πόσα χρόνια, πόσοι χειμώνες, πόσα χιόνια  έχουν διαβεί !
Πόσο συχνά ενταφιαστήκαμε,
Πόσες φορές καταχτυπηθήκαμε
Πόσο συχνά  στο πέρασμά του ο χειμώνας
Με τις οπλές του δε μας μαστίγωσε..
Το σιτάρι σπάρθηκε και με υγρό αλάτι ξεπεράστηκαν οι πόνοι μας
Και τα σύννεφα έξω απ ΄τα δόντια μας
Ωσάν κηλίδες  πάνω στο κεφαλομάντηλο
Μιας  λησμονημένης γυναίκας..
 

 

                               

 

SALVATORE  QUASIMODO


Σικελός στην καταγωγή ο Ιταλός ποιητής Σαλβατόρε Κουασιμόντο, γεννήθηκε στις 20  του Αυγούστου το  1901  σε μια μικρή πόλη κοντά στις Συρακούσες από αγρότες, φτωχούς γονείς κι  έμαθε τα πρώτα του γράμματα στη  πόλη του, σε ένα περιβάλλον κατάσπαρτο από ελληνικές αρχαιότητες κι ίσως εκεί οφείλεται η βαθιά του αγάπη για την Ελλάδα. Θα μπορούσε κανείς άνετα να το κατατάξει στους ελληνολάτρες ποιητές και είναι γνωστό το πόσες φορές  επισκέφτηκε την Ελλάδα, κοντολογίς, μέσα του ένοιωθε πιότερο Έλληνας. Κι αυτός είναι ο λόγος που βάλθηκε από μόνος του να μάθει ελληνικά για να μπορεί  να χαίρεται από το πρωτότυπο τους αγαπημένους Έλληνες συγγραφείς.


Τα πρώτα του ποιήματα δημοσίευσε στο περιοδικό «Σολάριο». Ξεκίνησε σπουδές πρώτα σε μια τεχνική σχολή και μετά στο πολυτεχνείο της Ρώμης, αλλά βιοποριστικοί λόγοι τον ανάγκασαν να διακόψει.
 

Το πρώτο του βιβλίο,  «Νερά και Γη», μια ποιητική συλλογή, έκδωσε το 1938 κι από τότε άρχισε να εργάζεται στον εκδοτικό οίκο του Μιλάνου «Μαντατόρι» και λίγο αργότερα ξεκίνησε συνεργασία με τη γνωστή εφημερίδα «Ιλ Τέμπο». Το 1941 θα αναλάβει την έδρα της Ιταλικής Λογοτεχνίας  στο Ωδείο «Βέρντι». του Μιλάνου.


Η καλή του γνώση της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας του επέτρεψε να  κάνει τις καλύτερες ως τις μέρες του μεταφράσεις  αρχαίων Ελλήνων ποιητών, όπως  Όμηρο, Αισχύλο, Σοφοκλή, αλλά και  τους λυρικούς ποιητές Αλκαίο, Σαπφώ κι Ανακρέοντα,  στη γλώσσα του. Ακόμη κι αυτές οι μεταφράσεις του Σαίξπηρ, του Μπρεχτ, Χιμένεθ, Νερούντα κι άλλων γνωστών ποιητών  στην Ιταλική γλώσσα  υπήρξαν  αξιόλογες.


Έλαβε μέρος στην Ιταλική Αντίσταση κατά τη διάρκεια του Β παγκόσμιου πόλεμου και φυλακίστηκε στο Μπέργκαμο. Μετά τη λήξη του πολέμου έγινε μέλος του Κ. Κ. Ιταλίας.


Ταξίδεψε στην Αμερική αλλά και σε πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης κάνοντας διαλέξεις.


Τα γνωστότερα έργα του  υπήρξαν τα ακόλουθα: «Το Βουλιαγμένο Όμποε», «Άρωμα Ευκαλύπτων», «Ερατώ κι Απόλλων», «Η  Ζωή δεν είναι Όνειρο»,  «Τι  Γρήγορα που  νύχτωσε», «Το ψεύτικο και τ΄  αληθινό  στην  καρδιά» κ.ά.


Ένας  συνεπώνυμός του φιλέλληνας έπεσε ηρωικά μαχόμενος  κατά την έξοδο του Μεσολογγίου, στις 10 Απρίλη 1826.Ο ποιητής επισκέφτηκε  στα 1960 το Μεσολόγγι και προσκύνησε στους τάφους  των φιλελλήνων. Λέγεται πως η ποιητική του συλλογή «Και  ξαφνικά βραδιάζει», είναι επηρεασμένη απ΄ αυτή του την  επίσκεψη.


Το 1959 πήρε το βραβείο Νόμπελ  λογοτεχνίας. Άρχισε πάλι μια σειρά ταξιδιών. Το 1960 επισκέφτηκε τη Σοβιετική Ένωση κι έπαθε το πρώτο καρδιακό επεισόδιο αμέσως μετά την άφιξή του  κι εσπευσμένα  μπήκε στο νοσοκομείο. Μετά την αποθεραπεία του  επέστρεψε στη πατρίδα του, στο Μιλάνο κι ένα περίπου χρόνο αργότερα μετά από ένα δεύτερο καρδιακό έμφραγμα κατέληξε, στις  14 του Ιούνη  1960.

                    

                  

  

Ο  ΚΡΥΨΩΝΑΣ

Ψηλά εκεί στο γέρικο το πεύκο
Ρίχνει ματιά κάτω στη γη να ακούσει
Καημούς ανθρώπων το πτωχό πουλάκι

 

Στο γέρικο το πεύκο, το κυρτό  τα θεοπούλια
Σαν πέφτει  η νύχτα πάνε να καταλαγιάσουν

 

Και αντηχούν στη σιγαλιά χαρούμενα τα φτερουγίσματά τους
Εκεί φωλιάζει κι η καρδιά μου
Όντας η νύχτα ορμά κι όλα τα ντύνει
Να αφρουγκαστεί κάποια φωνή που θα τη νοιώσει…

 

 

 

 

 

 

 

 

Σωτήρης Ε. Γυφτάκης

Συγγραφέας

Από το βιβλίο "ΕΝΟΣ ΑΙΩΝΑ ΝΟΜΠΕΛΙΣΤΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ"

Διαβάστηκε 632 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)