×

Προειδοποίηση

JUser: :_load: Αδυναμία φόρτωσης χρήστη με Α/Α (ID): 51
Εκτύπωση αυτής της σελίδας
05
Ιουλίου

΄'ΔΩΔΕΚΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ" ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΠΟΥΛΗΜΕΝΑΚΟΥ

Κατηγορία Πεζογραφία

«ΟΙ ΕΞΩΓΗΙΝΟΙ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ!» Τα παπούτσια του Χρήστου Ακριβόπουλου γλιστράνε στο λούστρο του ξύλινου δαπέδου οδηγώντας των βιαστικά στη μοναδική πηγή φωτός του χώρου.

VASILIS POULIMENAKOSΔεκάδες πράσινες και κόκκινες βολίδες από λέιζερ λούζουν την κουρτίνα του παραθύρου χαρίζοντάς της ιδιόμορφα σχέδια σαν από ταινία επιστημονικής φαντασίας. Πλησιάζει και την ανοίγει δειλά παρατηρώντας άλλη μια φορά την Πλατεία, την πάντα γεμάτη Πλατεία, παρά το γερό ταρακούνημα του Εκγέλαδου, χωρίς κεντρικό φωτισμό αλλά πλημμυρισμένη με διάσπαρτα ζωηρά φωτάκια από ανοιχτά κινητά.

«Χα! Οι εξωγήινοι βρίσκονται μέσα στη Βουλή!...» , επαναλαμβάνει θριαμβευτικά.
«...τα αστέρια όμως κατέβηκαν στην Πλατεία», συνεχίζει χαμηλόφωνα.
«...και τι μέρα σημαδιακή η σημερινή ... όλα λοιπόν θα συμβούν απόψε μέχρι και σεισμός».


Η βαριά δίφυλλη πόρτα του γραφείου του Προέδρου της Βουλής άνοιξε με θόρυβο ή ήταν το πυκνό σκοτάδι που πολλαπλασίασε την αίσθηση.
«Ποιος είναι;»
«Πρόεδρε;» Φέγγει με τον αναπτήρα του.
«Έλα Χρήστο, εσύ είσαι; Πέντε λεπτά μου είπαν».
«Πρόεδρε, ξέρεις ότι έχεις το καλύτερο παράθυρο;… Tι εννοείς;”
«Σε πέντε-δέκα λεπτά θα έρθει το ρεύμα, δηλαδή θα μπουν σε λειτουργία οι γεννήτριες και θα μπορούμε να συνεχίσουμε».
«Εμείς θα συνεχίσουμε με φως, ενώ ο κόσμος έξω θα είναι στο σκοτάδι;»
«Σιγά μην περιμένουμε να φτιάξουν τον υποσταθμό μετά από σεισμό.΄Εχουμε προϋπολογισμό, δεν είμαστε να τον πηγαίνουμε για αύριο».
«Σωστά...»
«Λοιπόν, πάω να δω πώς πάει. Και μαζέψου, σε λίγο θα ξεκινήσει η ψηφοφορία.»


Ο Πρόεδρος της Βουλής ακούστηκε να απομακρύνεται και να σβήνουν τα βήματά του στο βάθος του διαδρόμου. Ο Χρήστος ξανάφερε τη ματιά του στην Πλατεία που έμοιαζε με θάλασσα φουρτουνιασμένη.
«Σεισμός..., τι είναι σεισμός;», ψιθύρισε χαμένος στα διλήμματά του.
«Πέντε λεπτά... Τίποτα δηλαδή. Μισό τσιγάρο», έφυγε στον αέρα δυναμικά η πρώτη σκέψη.
«Κάτω από το γραφείο του Προέδρου υπάρχει μια καταπακτή, όλοι το ξέρουν», ήταν η δεύτερη.
Ψηλαφώντας στην αρχή, με γρήγορες κινήσεις αργότερα και με τη βοήθεια του αναπτήρα, άρχισε να κατεβαίνει τις ατέλειωτες σκάλες και τα τούνελ από το δαιδαλώδες σύστημα διαφυγής.


Η ώρα περνούσε κι ο χρόνος που είχε διαθέσιμο λιγόστευε. Κατάλαβε ότι έφτανε στην έξοδο από τη μυρωδιά της ατμόσφαιρας, της υγρασίας και των δακρυγόνων. Πίσω του άναβαν το ένα μετά το άλλο τα φώτα της Βουλής, σαν ριπές που τον ακολουθούσαν. Κι έξω ήταν μια νύχτα κρύα που γλύκαινε από τις φωνές και τα χνώτα του πλήθους. Εξαφανίζει τη γραβάτα και με μόνο φως αυτό από το κινητό, μπερδεύεται με τον κόσμο-πόσο καιρό είχε να το κάνει αυτό;-, παίρνει τα συνθήματα από τους άλλους και σα να είναι άλλος ένας κι αυτός, σηκώνει το χέρι στον αέρα και –μα τι κάνει;- φωνάζει!


Φωνάζει, κραυγάζει τα συνθήματα επαναληπτικά, με τις γροθιές να σημαδεύουν τη Βουλή σαν σάρκινα πυροβόλα, σαν θύμισες ντυμένες με τα σκισμένα τζην στις πορείες, τις αφισοκολλήσεις και τις συνελεύσεις, σαν ένας παλιός, κάπου αφημένος, εαυτός. Μια σκιά παρελθοντικού χρόνου που σαλεύει στο σήμερα παίρνοντας φως και δύναμη από το σκοτάδι. Πέντε λεπτά. Που γίνανε δέκα και τα δέκα, δεκαπέντε. Κάθε πεντάλεπτο είκοσι συνθήματα, είκοσι γροθιές, είκοσι ενοχές.

 

Αισθάνθηκε ένα μπράτσο από δεξιά να τον σκουντάει, μια γυναίκα έχασε τα γυαλιά της και του ζητούσε βοήθεια να διαβάσει ένα sms.
«ΣΤΗ ΣΟΦΙΑΣ ΧΤΥΠΑΝΕ».
«Παναγία μου, το παιδί!».
«Πάμε!».
Με τη γυναίκα από το ένα χέρι και το άλλο στο στόμα, τα χημικά δεν άφηναν ανάσες για κουβέντες. ΄Ενα κύμα προσπαθούσε να σπάσει τα παραταγμένα ΜΑΤ πάνω από τα λουλουδάδικα και να μπει στο προαύλιο.
«Εκεί!».
Κάποια γκλομπ, το παιδί ανάμεσα, κάποιες πέτρες «εκεί» κι ένα πουκάμισο απέκτησε χρώμα επίσης από τα παλιά, για την ακρίβεια του θύμισε τα δώδεκα λουλούδια που έφερνε στη γυναίκα του στην επέτειο από τα πρώτα τους χρόνια και τα μάγουλα των παιδιών όταν έτρεχαν στον κήπο.


Πριν πέσει κάτω άναψαν τα φώτα της Πλατείας. Κάποιοι τον έδειξαν κι ο Χρήστος χάθηκε.
΄Ηταν μεσάνυχτα όταν στη Βουλή ξεκίνησε η κρίσιμη ψηφοφορία.΄Ελειπε μια ψήφος.
«Β΄Αθηνών, Ακριβόπουλος Χρήστος».
«...»
«Ο κ. Ακριβόπουλος Χρήστος με επιστολή του δηλώνει ότι στην ψηφοφορία για τον Προϋπολογισμό του 2013 ψηφίζει.........».


Η τελευταία λέξη πάγωσε στα χείλη του Προέδρου. Στο έδρανο του Χρήστου Ακριβόπουλου ένας άφησε μια ανθοδέσμη.

 

 


Βασίλης Πουλημενάκος
Πολ.Μηχανικός – Συγγραφέας
Από την συλλογή διηγημάτων 12/12/12 «Οκτώ ιστορίες για μια πλατεία»
ΟPENBOOK – Ανοιχτή Λογοτεχνία (2012)

Προσωπικό ιστολόγιο http://vasilis67.wordpress.com

 

Διαβάστηκε 594 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(3 ψήφοι)