Εκτύπωση αυτής της σελίδας
14
Απριλίου

"Η διαλεxτική δύναμη της σκεφτόμενης γλώσσας" του Νίκου Ρίγγα

Κατηγορία Πεζογραφία

Πριν 4 χρόνια περίπου συζητώντας μ΄έναν αγαπητό μου συντηρητικό άνθρωπο για την ελληνική γλώσσα, εκεί προς το τέλος της κουβέντας, μεταξύ σοβαρού και αστείου, τον ρώτησα: 

riggasΑν φίλε Γιώργο, Γιώργος είναι τ΄όνομά του, αισθανόμουνα την επιθυμία για όλο το ανθρώπινο είναι σου να σου γράψω «σ΄αγαπώ» και το σ΄αγαπώ σου τόγραφα με όμικρον και όχι με ωμέγα, θα το δεχόσουνα ή θα μου το απόρριπτες; Κι εκείνος με ευγένεια αλλά και επιμονή μου απάντησε: θα σου το απέρριπτα.

 

Ε, αυτό αποτελεί ύβρη και περιφρόνηση στο πνευματικό, συναισθηματικό και συλλογικό μεγαλείο που κουβαλάει ή πρέπει να κουβαλάει μέσα του ο άνθρωπος.


Γιατί όταν κάποιος βιώνει και γεύεται τα χρώματα, τ΄αρώματα και τις ομορφιές της γης και τ΄ουρανού, όταν τραγουδάει και χορεύει με μεράκι ένα τραγούδι, όταν επικοινωνεί και ευχαριστιέται βαθιά ένα ποίημα, μια μελωδία, μια ζωγραφιά, και του απορρίπτουν όλες αυτές τις πανταίστητες και μοναδικές στιγμές, επειδή – λέει – δεν γράφονται με ορθογραφία, ε τότενες οι δήθεν ορθογράφοι – γιατί απόλυτοι ορθογράφοι δεν υπάρχουν – είναι τελείως ανορθόγραφοι στη σύλληψη της ουσίας του ανθρώπινου όντος και της αδέσμευτης επικοινωνίας της κυρίαρχης σκέψης.


Γιατί αλήθεια, όταν νοιώσω για ένα συνάνθρωπό μου την εσωτερική διάθεση να σαρκώσω, να ξεκορμίσω και να εκδηλώσω την εκτίμησή μου στο δικό του αγαπητό πρόσωπο, είναι άδικο αλλά και απαράδεκτο να μην αποδέχεται αυτή τη χαρά επειδή τάχατες δε γίνεται με κανόνες ορθογραφίας.


Η ελληνική γλώσσα είναι ενιαία, διαλεχτική, αφομοιωτική, διαχρονική, εξελισσόμενη και συνεχώς ανανεούμενη. Όλα αυτά τα στοιχεία περιέχονται ολοζώντανα μέσα στη γλώσσα μας κι αυτά είναι εκείνα που την έκαναν οικουμενική στα χρόνια του ελληνιστικού κόσμου. Και σήμερα διατηρεί κάποια οικουμενικότητα στη φιλοσοφία, στην Ιατρική, στα Μαθηματικά, στην ποίηση, στην Αστρονομία, στην Ιστορία. Όμως αυτή η ολική ή μερική οικουμενικότητα οφείλεται αποκλειστικά στην αφέντρα, γεννήτρα και αχαλίνωτη σκέψη.


Στην αρχαία εποχή η ελληνική γλώσσα είχε πολλές γλωσσικές μορφές αλλά παράμενε πάντα η ίδια στη βάση της καθ΄όλη την εξέλιξή της. Λειτουργούσε δηλαδή με αρκετές τοπικές παραλλαγές στις διάφορες πόλεις – κράτη της Ελλάδας, όπως η Αθήνα, η Σπάρτη, η Κόρινθος, η Θήβα, η Εύβοια, η Μακεδονία, η Ιωνία, η Κρήτη, η Κύπρος. Κι όμως ποτέ δεν κινδύνεψε αληθινά απ΄την πολυμορφία της, κι αυτό γιατί απλούστατα στηρίζεται στις διαλεχτικές δυνάμεις της αφομοίωσης και μετεξέλιξής της.


Μάλιστα η αρχαία ελληνική γλώσσα- πολλοί δεν το ξέρουν αυτό- είχε μόνο κεφαλαία γράμματα, δίχως τόνους, δίχως πνεύματα, δίχως σημεία στίξης και δίχως διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις, κι αυτό γινόταν γιατί λειτουργούσε με την προσωδία της, δηλαδή με τα γνωστά μακρόχρονα και βραχύχρονα φωνήεντα.


Στους ελληνιστικούς όμως χρόνους, λόγω της εξάπλωσης του Αλέξανδρου και των αναγκών του εξωελλαδικού εμπορίου απλουστεύτηκαν όλα τα παραπάνω στοιχεία της. Δημιουργήθηκαν πεζά γράμματα, τόνοι, πνεύματα, σημεία στίξης και διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις, επειδή καταργήθηκε η προσωδιακή προφορά της γλώσσας και έπρεπε να διευκολύνεται η προφορά με διάφορα βοηθητικά γραφικά στοιχεία- σημεία. Και ήταν αναγκαίο αυτό, καθότι η κατάργηση της προσωδίας αφαιρούσε τη δυνατότητα προφοράς της γλώσσας, αφού η προσωδία ενσωμάτωνε μέσα της, λόγω της μουσικότητάς της, όλα αυτά τα βοηθητικά και απαραίτητα στοιχεία.


Αν δεν είχε γίνει αυτή η απλοποίηση της γλώσσας, δεν θα γινόταν με κανένα τρόπο η κοινή γλώσσα του τότε κόσμου και δεν θα μιλάγαμε τώρα για οικουμενικότητα της τότενες λαλιάς μας.
Ο Φρύνιχος όμως, γλωσσολόγος και ρήτορας της εποχής, μαζί με μερικούς άλλους έγιναν οι αρνητές της εποχής τους και αντέδρασαν εντονότερα απ΄ότι αντέδρασαν οι Μυστριώτες όλο τον 20ο αιώνα. Η διαλεχτική όμως δύναμη της ελληνικής γλώσσας, η οποία οφείλεται αποκλειστικά στην κορυφαία δύναμη και ασύνορη έκταση της σκέψης, που είναι ο αληθινός Θεός, μέριασε τα συντηρητικά μυαλά και συνέχισε το διαχρονικό της δρόμο, μεταλλάζοντας ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε εποχής τη γλώσσα, ενσωματώνοντας και αφομοιώνοντας τις πάμπολλες ξένες λέξεις, απλώνοντας έτσι και τον ελληνικό πολιτισμό και τη γλώσσα και προπαντός την ποιητική και φιλοσοφική σκέψη. Όλα αυτά τα αποκρύπτουν με επιμέλεια οι συντηρητικοί γλωσσολόγοι, επειδή απλούστατα αυτά αποδείχνουν το συνεχόμενο βασικό τους λάθος, ότι δηλαδή η γραφή δεν είναι δυνατόν να καθορίζει και να ελέγχει την προφορά της γλώσσας, αφού η γέννα και ταυτόχρονα η προφορά της προηγείται χρονικά και δημιουργείται στα παζάρια, στα χοροστάσια, στα θέατρα, στις συγκεντρώσεις, στα σταυροδρόμια των ιδεών και γενικά στις όποιες ανάγκες επικοινωνίας των ανθρώπων, όπου κυριαρχεί απόλυτα και ευεργετικά η αδούλωτη σκέψη.


Η σκέψη λοιπόν είναι το μοναδικό γενεσιουργό στοιχείο του ανθρώπινου όντος, που ταυτόχρονα και σ΄όλες τις διαστάσεις της λειτουργεί σαν ομιλούσα σκέψη, σαν σκεφτόμενη γλώσσα, σαν νοητική φαντασία και σαν πανταίστητη συλλοή.


Ε, αυτή η συλλογική Σκέψη γεννάει και διαμορφώνει την προφορά και μετά τη γραφή της γλώσσας, σύμφωνα με τα κοινωνικά δρώμενα της κάθε εποχής, συντελώντας έτσι- όπως ξανάπαμε- στην οικουμενικότητα της ελληνιστικής- ελληνικής γλώσσας, με την έννοια της διαχρονικής ελληνικής σκέψης που δημιούργησε τη φιλοσοφία του ανθρώπου και την οικουμενικότητα αυτής της φιλοσοφίας. Επομένως όταν μιλάμε για οικουμενικότητα του ελληνικού λόγου, μιλάμε και εννοούμε την πανανθρώπινη αξία της στοχαστικής σκέψης με τα εργαλεία της μετάδοσής της, τα οποία εργαλεία αυτή και μόνο αυτή δημιουργεί μέσα απ΄τη συλλογική λειτουργία της ανάμεσα σ΄όλες τις αφκιασίδωτες συνάξεις του κάθε λαού.


Αυτή λοιπόν η αχαλίνωτη και αδούλωτη σκέψη γέννησε και τη φιλοσοφία και την ποίηση και μέσ΄ απ΄τη διαλεχτική της δύναμη όπλισε και τη γλώσσα της, η οποία γι΄αυτό αντέχει μέσα στις χιλιετίες και μέσα στις τόσες μετακινήσεις πληθυσμών, διασταυρώσεις πολλών λαών και συνύπαρξη διαφορετικών πολιτισμών και θρησκειών. Επομένως προκύπτει και εδώ πως η σκέψη είναι η μόνη γεννήτρια και αναπλάστρια της γλώσσας, της όποιας γλώσσας.


Όποιος πιστεύει ότι η γλώσσα γεννιέται στα γραφεία και στα καθιστικά κάνει πολύ μεγάλο λάθος. Ισχυρίζονται κάποιοι γλωσσαμύντορες ότι δήθεν η γλώσσα καλλιεργεί τη σκέψη με τις πολλές και σύνθετες λέξεις που έχει. Αυτό είναι τουλάχιστον οξύμωρο, αφού η γλώσσα είναι δημιούργημα και όχι δημιουργός, αφού η γλώσσα δίχως τη σκέψη είναι άχρηστη, αφού οι πολλές και σύνθετες λέξεις και φράσεις είναι έννοιες και στοχασμοί που πλάθει και εξωτερικεύει η σκέψη με μέσο και επικοινωνιακό όχημα τη γλώσσα, της οποίας είναι η φυσική της Μάνα. Να γιατί η γλώσσα χωρίς τη Σκέψη είναι ανύπαρχτη, ενώ η Σκέψη δίχως τη γλώσσα εξακολουθεί να έχει την αυθύπαρχτη αξία της και να επικοινωνεί και με εργαλεία τις άλλες θυγατέρες της, που είναι η νοηματική, η ιδεογραφική, η μαθηματική, η μουσική, η ζωγραφική γλώσσα. Θέλω κοντολογίς να πω ότι ψηλά εκεί στο κρανιόκαστρο κατοικοεδρεύει και λειτουργεί το μοναδικό, καθοριστικό και ουσιαστικό στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης, ο Μυαλός ο Μέγας, και ότι όλες οι ανθρώπινες συμπεριφορές, δημιουργίες και εξελίξεις πηγάζουν, ελέγχονται και αξιολογούνται κυρίαρχα και μοναδικά από τη Σκέψη. Επομένως όταν μιλάμε για οικουμενικότητα του ελληνικού λόγου εννοούμε αδιαμφισβήτητα τη Σκέψη, την Κυρά που εκφράζεται, επικοινωνεί και αποτυπώνεται μέσα από τη θυγατέρα της, τη γλώσσα.

 

Γι΄αυτό και σε κάθε εποχή η Σκέψη τροποποιεί, ανασυνθέτει, εμπλουτίζει, προσαρμόζει τη γλώσσα της, χωρίς να ελέγχεται από καμία κόρη της κι από κανένα γλωσσοκήνσορα. Αυτή κάθε φορά αυτοβακχεύεται ανάμεσα στα λαϊκά συλλείτουργα, εκεί που σαρκώνεται μέσα στη συλλογική συνάθροιση του κάθε Λαού, ο οποίος συμπερασματικά μέσα απ΄τη σκέψη γεννάει τη γλώσσα του, την οποία αναγεννάει αέναα.


Όταν λοιπόν λέμε οικουμενικό ελληνικό λόγο εννοούμε αποκλειστικά τη σκέψη, η οποία επικοινωνεί χρησιμοποιώντας το γλωσσικό της όχημα που η ίδια δημιούργησε. Και όσο βέβαια καλύτερο είναι το γλωσσικό εργαλείο που χρησιμοποιεί η σκέψη, τόσο και καλύτερα και αποτελεσματικότερα εκείνη απλώνεται και ωφελεί.


Με λίγα λόγια δηλαδή η κλώστρα σκέψη δε χαραμίζει το χρόνο της σε άχρηστα πια φορέματα και στολίδια της γλώσσας, αφού η ίδια γνωρίζει από μόνη της ότι οι ομορφιές δεν καθορίζονται από τις φορεσιές τους και τα στολίδια τους, αλλά απ΄αυτό που υπάρχει κάτω απ΄αυτά. Δεν την ενδιαφέρει, με άλλα λόγια, αν ο αγγελιοφόρος της Ερμής φοράει τη στολή, το καπέλο και τα σερήτια του ταχυδρόμου αλλά μονάχα αν με γρηγοράδα, ακρίβεια και αποτελεσματικότητα εκτελεί την αποστολή της εννοιολογικής επικοινωνίας.


Κοντολογίς πάλι, η γλώσσα πρέπει να λειτουργεί όχι μέσα απ΄την απλή ανάγνωση των λέξεων, αλλά αποκλειστικά μες απ΄τις έννοιες που συγκροτούν οι συνθέσεις των λέξεων, τις οποίες έννοιες και συνθέσεις γεννάει μοναδικά η σκέψη και αυτή κυρίαρχα ελέγχει και χρησιμοποιεί. Η Σκέψη πρώτα νοηματοδοτεί το όποιο αντικείμενο ή την οποιαδήποτε Ιδέα και μετά την πλάθει σε λαλιά και γραφή.


Η Οικουμενικότητα λοιπόν του ελληνικού λόγου, που είναι ταυτόχρονα ομιλούσα Σκέψη, σκεφτόμενη γλώσσα και πανταίστητη συλλογή οφείλεται στη διαλεχτική δύναμη της κυρίαρχης Σκέψης που την κάνει διαχρονική. Μάλιστα η τέτια Σκέψη πολλές φορές χρησιμοποιεί την ευφυία της, που είναι η αχαλίνωτη, απαρωπίδωτη, ασύνορη και πανελεύτερη ΦΑΝΤΑΣΙΑ, με την οποία ανιχνεύει, μελετάει και αναλύει σε όλες τις μπορετές διαστάσεις, ό,τι την κεντρίζει, ό,τι την απασχολεί, ό,τι αφορά τον άνθρωπο, τη φύση και το σύμπαντο. Και όλο της το επιστημονικό, φιλοσοφικό και ποιητικό της έργο, το φορτώνεται και το κουβαλάει περήφανα στις προθήκες της μέσα απ΄τη συλλογική αποτύπωση της Μνήμης.


Όποιος θεοποιεί τη γλώσσα υποτιμάει βαθιά τη Σκέψη, δίχως όμως να μπορεί να τη βλάψει, αφού η όποια γλώσσα μπορεί άνετα να είναι μέσο έκφρασης, αποτύπωσης και μετάδοσης της Σκέψης.


Γι αυτό όταν συζητάμε για τη γλώσσα θα πρέπει πάντα και πρώτα να διαβάζουμε το «ΔΙΑΛΟΓΟ» του Σολωμού. Και να μη ξεχνάμε ποτέ πως τη βαρύτερη γνώμη για τη γλώσσα την έχουν οι Ποιητές, γιατί αυτοί είναι εκείνοι που παίρνουν τη γλώσσα που γεννάει ο Λαός και τη ζυμώνουν, τη λειαίνουν, την τραγουδάνε, τη διαλαλούνε και την καθιερώνουν. Τη βαρύτητα γνώμης του Ποιητή για τη γλώσσα μπορούμε να την παρομοιάσουμε με το γνωστό ιστορικό περιστατικό του Πραξιτέλη με τον σανδαλοποιό, Όταν λοιπόν ο Πραξιτέλης άρχισε να σμιλεύει τον Ερμή κάλεσε έναν σκυτοτόμο –έτσι ονόμαζαν τότε και τους σανδαλοποιούς – και τον ρώτησε να του πει πως ακριβώς φκιάχνει και προσαρμόζει τα σανδάλια στα πόδια, εκείνος, αφού του περιέγραψε πως κατασκευάζει και προσαρμόζει τα σανδάλια στα πέλματα, τους ταρσούς τα μετατάρσια, τις καμάρες, τα δάχτυλα και τα κότσια, άρχισε κατόπιν να συμβουλεύει τον Πραξιτέλη πως θα φκιάξει τις κνήμες, τα γόνατα…, οπότε τον σταματάει άμεσα ο Πραξιτέλης φωνάζοντάς του με οργή τη γνωστή εκείνη φράση: «Μέχρι των αστραγάλων σκυτοτόμε…». Με άλλα λόγια ο καβαλάρης φκιάχνει την καλύτερη σέλλα και όχι ο σελλοποιός!


Να λοιπόν λίγες βασικές σκέψεις του Σολωμού για τη γλώσσα μας που διατυπώνονται στο Διάλογο, που είναι το γλωσσικό Μανιφέστο του: «Τις λέξεις ο συγγραφέας δεν τις διδάσκει αλλά τις μαθαίνει απ’ του Λαού το στόμα».

 

«Ο διδάσκαλος των λέξεων είναι ο Λαός»


«Όλοι οι συγγραφείς γράφουν στη γλώσσα του καιρού τους»


«Υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του Λαού κι αν είσαι αρκετός κυριεψέ την»


«Ακούσαμε ανόητους ποιητάδες που ήθελαν να αθανατίσουν τους ήρωες και οι παινεμένοι ήρωες δεν καταλάβαιναν λέξη»!...


«Ο Πίνδαρος έκραζε τους σοφολογιότατους κοράκους του καιρού του»


«Η αρμονία του στίχου δεν είναι πράγμα μηχανικό αλλά ξεχείλισμα ψυχής»


Αυτό το τελευταίο, το «ξεχείλισμα ψυχής» είναι απλά η Ζώσα Ποίηση, είναι η αυθεντική, η ανεπιτήδευτη Ομορφιά, είναι το αξεθύμαστο άρωμα της απόμερης συλλοής, αυτής της σιωπηρής συλλοής που και ο χτύπος απ΄τους χρονοδείχτες του ρολογιού της ξεκουφαίνουν τ΄αφτιά. Θα σας περιγράψω ολιγόλογα ένα ζωντανό παρομοιωτικό περιστατικό. Στη δεκαετία του 1980 από τους διοργανωτές της τηλεόρασης στήθηκε ένα σκηνικό, όπου μια Μάνα που έχασε τα ίχνη του παιδιού της στον εμφύλιο πόλεμο στήθηκε στο αεροδρόμιο και περίμενε το γιο της που τον βρήκαν οι διοργανωτές και τον έφερναν από το εξωτερικό στο «Ελληνικό». Από απόσταση σαράντα περίπου μέτρων η Μάνα, με το ορμέφυτο περισσότερο, ξεκρίνει το γιο της και ορμάει σαν άνεμος να πλησιάσει και να σφιχταγκαλιάσει το παιδί της και εκείνη τη στιγμή δυο μπρατσομένοι απ’ τους διοργανωτές της φράζουν το δρόμο φωνάζοντάς της: «Όχι ακόμα, δεν είμαστε έτοιμοι…!» επιδιώκοντας προφανώς να προβάλουν διαφημίσεις και να αυξάνουν και να παρατείνουν το χρόνο της τηλεθέασης, δίχως να ενδιαφέρονται πως εκείνη τη στιγμή διέπραταν ιεροσυλία. Ε, αυτό το κορυφαίο ξεχείλισμα ψυχής της Μάνας που αρνηθήκανε να εκδηλωθεί στη γένεση και λειτουργία του παρομοιάζεται με το δικό μου «σ΄αγαπώ» που επειδή θα τόγραφα με όμικρον και όχι με ωμέγα μου του αρνήθηκε ο φίλος μου ο Γιώργος… Ε, τέτοια ξεχειλίσματα ψυχής φανερώνουν το αληθινό μεγαλείο που έχει μέσα του θαμμένο ο παραπλανημένος άνθρωπος, που ούτε το ξέρει ούτε τον αφήνουν να το μάθει. Οι τέτοιες αφκιασίδωτες Ομορφιές χαράς και λύπης μαζί, λάμπουνε από μόνες τους επειδή είναι αυτόφωτες και δεν χρειάζονται βερνικώματα και γυαλίσματα που εμποδίζουν να φανεί ατόφιο το κάλλος που ευεργετεί τον άνθρωπο με ποιοτικό εσωτερικό πλούτο.


Οι πολλοί δεν ξέρουν για τη γλώσσα μας ότι ο Σολωμός, ο Βηλαράς, ο Μακρυγιάννης και σχεδόν όλοι οι σκλαβωμένοι Έλληνες της εποχής της Τουρκοκρατίας, ή δεν ήξεραν γράμματα ή έγραφαν με φωνητική γραφή, δηλαδή κάθε φθόγγος και γράμμα, κάθε γράμμα και φθόγγος, που σημαίνει ότι γράφω ό,τι προφέρω και προφέρω ό,τι γράφω. Αυτό το θέμα εκτιμώ ότι στο κοντινό μέλλον θα προβληματίσει τους επερχόμενους καθότι, λόγω της παγκοσμιοποίησης, της μετακίνησης των πληθυσμών και της εξαφάνισης του λεύτερου ποιοτικού χρόνου, αλλά και επειδή κάθε χώρα θα έχει περισσότερες της μιας επίσημες γλώσσες, τότενες στ΄αλήθεια θα κινδυνέψει σοβαρά η ελληνική γλώσσα, αφού ο κάθε Έλληνας και πιότερο ο κάθε μετανάστης δικαιολογημένα θα διαλέγει και για τον εαυτό τους και για τις συναλλαγές του την πιο εύκολη γλώσσα, που θάναι οποιαδήποτε άλλη εκτός απ’ την Ελληνική και την Κινέζικη.


Οι Φρύνιχοι και οι Μυστριώτες όλων των εποχών παραμερίστηκαν απ΄τους οραματιστές Πίνδαρους, Σωκράτηδες, Βηλαράδες, Σολωμούς, Φεραίους, Παλαμάδες, Ψυχάρηδες, Γληνούς, Δελμούζους, Τριανταφυ-λλίδηδες, Κακριδήδες, Κριαράδες, Πολίτες, οι οποίοι διαπίστωσαν και διακήρυξαν ότι τη γλώσσα τη γεννάει ο Λαός κάθε χώρας, δηλαδή η συλλογική Σκέψη στις αγορές, στα χοροστάσια, στις επικοινωνίες, στις συναλλαγές, στα τραγούδια.


Γι αυτό η γλώσσα μας πρέπει να απλοποιηθεί περισσότερο και στην ορθογραφία και στη γραμματική για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον μεγαλύτερο μέχρι σήμερα κίνδυνο, που είναι η παγκοσμιοποίηση, οι μετακινήσεις πληθυσμών και οι περισσότερες επίσημες γλώσσες κάθε χώρας που υπάρχουν ήδη και θα γενικευτούν υποχρεωτικά. Παράλληλα βέβαια θα πρέπει να διδάσκεται και να σπουδάζεται στα Πανεπιστήμια ο θησαυρός, το φορτίο, η πλαστικότητα, η διαλεχτική δύναμη, η διαχρονικότητα, η αφομοίωση, η προσαρμογή και η πλούσια ετυμολογία, εξέλιξη και ιστορία της ελληνικής γλώσσας μας. Επομένως οι σοφορολογιότατοι της εποχής μας πρέπει να σκεφτούν ιστορικά, ρεαλιστικά, διαχρονικά και προπαντός διαλεχτικά, όπως μοναδικά λειτουργεί η Μαρξιστική Σκέψη, η οποία Σκέψη αρχική αφετηρία έχει τις Σκέψεις των απώτερων ανιόντων μας που είναι ο Ηράκλειτος, ο Πυθαγόρας, ο Αριστοτέλης και τόσοι άλλοι.


Μην ξεχνάμε ότι η παραδοσιακή δημοτική μας Ποίηση, την οποία ύμνησαν παγκόσμιοι Ποιητές με πρώτο τον Γκέτε, που είπε ότι η ελληνική παραδοσιακή δημοτική μας Ποίηση είναι η κορυφέστερη σ΄όλη την οικουμένη, αυτή λοιπόν η Ποίηση γράφτηκε από αγράμματους ανθρώπους, αφού η συντριπτική πλειοψηφία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν αγράμματοι και οι ελάχιστοι ήξεραν μόνο κολλυβογράμματα. Και δυστυχώς είναι σχεδόν βέβαιο ότι αν την εποχή εκείνη υπήρχαν γλωσσαμύντορες θα χλεύαζαν, θα απόρριπταν και θα εξαφάνιζαν αυτό το «ξεχείλισμα ψυχής» που τόσο εύστοχα χαρακτήρισε ο Σολωμός.


Αυτό το φαινόμενο της αποκλειστικότητας (μαζί με την επιβλητική δύναμη της συνήθειας που είναι η δεύτερη φύση του ανθρώπου) είναι μεγάλο ανθρώπινο ελάττωμα, που η επιστήμη της Ψυχολογίας το χαρακτηρίζει «σύνδρομο της εξειδίκευσης», σύνδρομο που προσβάλλει πολλούς επιστήμονες από όλους τους κλάδους. Και φέρνω παράδειγμα τη δική μου Επιστήμη. Πολλοί Νομικοί πιστεύουν ότι τους Νόμους πρέπει αποκλειστικά να τους σκέφτονται, να τους συντάσσουν και να τους εφαρμόζουν μόνο Νομικοί. Δηλαδή ο άνεργος, ο άστεγος, ο εξαρτημένος, ο μικροσυνταξιούχος και ο οποιοσδήποτε άλλος δεν πρέπει να έχει γνώμη για τον όποιο Νομο τον αφορά, αλλά και για οποιοδήποτε άλλο Νόμο! Αυτό το σύνδρομο είναι καταστροφικό για τον άνθρωπο. Η εξειδίκευση, ακόμη και η Ιατρική, πρέπει να συλλειτουργεί με την ενημέρωση, την αιτιολόγηση και τη συναίνεση, αλλιώς δημιουργεί σοβαρά προβλήματα επικοινωνίας και διενέξεων.

 

Αυτό το σύνδρομο της εξειδίκευσης προσβάλλει και τους γλωσσολόγους που πιστεύουν πως μόνο αυτοί έχουν γνώμη για τη γλώσσα, η οποία κατά τη γνώμη τους δημιουργείται στα γραφεία τους. Και χαρακτηρίζουν την ελληνική ορθογραφία ιστορική και γι΄αυτό υποστηρίζουν, πρέπει να διατηρηθεί. Όμως αυτό είναι κλασική αντίφαση με την ίδια την ουσία της Ιστορίας, αφού η Ιστορία λειτουργεί ολοκληρωτικά με τη φιλοσοφική και αληθινή μέθοδο της Διαλεχτικής, που σημαίνει ότι εξελίσσεται αένααα, γιατί απλούστατα εξελίσσονται τα πάντα. Γι΄αυτό και ό,τι μένει στατικό πεθαίνει. Να και γιατί κάθε Επανάσταση περιλαμβάνει στα Μανιφέστα της και την καθιέρωση της λαϊκής παιδείας με κύριο εργαλείο την απλοποίηση της γλώσσας. Αυτό, για παράδειγμα, αναφέρεται και στην Ελληνική Νομαρχία του ανώνυμου Έλληνα αλλά κυρίως και στο πρόγραμμα της προσωρινής Κυβέρνησης του βουνού που συγκρότησε το ΕΑΜ το 1944, δημιουργώντας έτσι ταυτόχρονα και γλωσσική Επανάσταση.

 

Το ότι και η γλώσσα δεν λειτουργεί με κανόνες απαράβατους προκύπτει και από το γεγονός ότι σε όλα τα Υποθηκοφυλακεία της χώρας χρησιμοποιείται στα Αλφαβητήρια η φωνητική γραφή που είναι ο Ιωτακισμός της ορθογραφίας και στο Διαδίκτυο χρησιμοποιείται πάρα πολύ το Λατινικό Αλφάβητο που είναι φωνητικό σύστημα γλώσσας. Στα Υποθηκοφυλακεία μάλιστα γίνεται από τη δεκαετία του ’60 δίχως κανένας να διαμαρτύρεται, αφού είναι εξέλιξη της γλώσσας λόγω της ανάγκης των εύκολων συναλλαγών.


Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τις γνώμες τριών σπουδαίων δημιουργών και μελετητών. Γράφουν:

 

Για πολλούς αιώνες ο μόνος πραγματικός ποιητής
που έχει το Γένος είναι ο ανώνυμος και αναλφάβητος Λαός.

Γιώργος Σεφέρης

 


(Δοκιμές- Παλαμάς)

Σ΄αυτό τον ανώνυμο και αναλφάβητο ποιητή (τον Ελληνικό Λαό)
αφιερώνω το βιβλίο μου για την ελληνική γλώσσα.

 


Τζορτζ Τόμσον

Μόλο που η γλώσσα αδιάκοπα, καθώς άλλωστε
αλλάζει κατ΄ανάγκη κάθε τι το ζωντανό, εκράτησε ανέπαφη
την ιστορική της συνέχεια και ενότητα, παρέχοντας έτσι αναμφισβήτητες μαρτυρίες για την ιστορική συνέχεια και ενότητα του ελληνικού πολιτισμού.

 

Τζορτζ Τόμσον

Το θεωρώ επαινό μου και το λογαριάζω δόξα μου
Μαλιαρός να κράζομαι. Και ο μαλιαρισμός, το είπα
και το ξαναλέω, είναι η αρετή μου.

 

 

Κωστής Παλαμάς

Συμπερασματικά πιστεύω ότι η οικουμενικότητα του ελληνικού Λόγου, που είναι το θέμα της συζήτησης, είναι η οικουμενικότητα της ελληνικής σκέψης, αφού η σκέψη είναι εκείνη που γεννάει, καθορίζει, μετεξελίσσει και ελέγχει τα πάντα. Αυτή η Σκέψη - το ξαναλέω - λειτουργεί ενιαία και σε πολλές ταυτόχρονα διαστάσεις σαν ομιλούσα Σκέψη, σκεφτόμενη γλώσσα, πανταίστητη συλλοή και νοητική φαντασία.


Θα τελειώσω την ομιλία μου εκεί που ξεκίνησα, δηλαδή με το φίλο μου το Γιώργο που μου αρνήθηκε το «σ΄αγαπώ» με όμικρον!


Ποιητική αδεία θα του φωνάξω νοερά τούτα τα λόγια:
Σου ανοίγω μια απέραντη αγκαλιά, σου απλώνω ένα αφκιασίδωτο και γκαρδιακό χαμόγελο, αντιφεγγίζω στο βλέμμα μου την ποιότητά σου, με τη γλώσσα του σώματος συμμετέχω στην καλή μου γνώμη για σένα κι όλα τούτα τα σαρκώνω τα ξεκορμίζω και στα φιλεύω μ΄ένα πηγαίο, ολόγυμνο κι ανορθόγραφο «σ΄αγαπώ», που λάμπει αυτόφωτα σαν ήλιος και δε γυαλίζει ψεύτικα σαν μπακίρι.


Μη μου το απορρίψεις φίλε μου Γιώργο γιατί θα διαπράξεις ιεροσυλία, καθόσον ένα τέτοιο «σ΄αγαπώ»αξίζει, αγαπημένε συνάνθρωπε, πιότερο από τις ορθογραφίες όλες και σ΄όλες τις γλώσσες της οικουμένης, αφού το σ΄αγαπώ τ΄ αληθινό και άδολο είναι το κορυφαίο κι ολοζώντανο «ξεχείλισμα ψυχής».


Και μην ξεχάσεις ποτέ ότι, όταν η ΑΝΤΙΓΟΝΗ κραυγάζει στον Κρέοντα:
«Γεννήθηκα για ν΄αγαπάω και όχι για να μισώ», αυτή η κραυγή διαπερνάει όλους τους αιώνες και επικοινωνεί με όλους τους λαούς της Γης μέσα απ΄την αφώναχτη, άγραφτη και πρωτόγονη εγκεφαλική λειτουργία της νόησης. Κι όντας γίνονται εξεγέρσεις και Επαναστάσεις η κραυγή της ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ γίνεται σημαία, σύνθημα και σκοπός και τότενες όλες οι γλώσσες βουβαίνονται, όλες οι γραφές καταχωνιάζονται και όλες οι ορθογραφίες εξαφανίζονται, γιατί αυτή η κραυγή ταρακουνάει συθέμελα τις συνειδήσεις κι όσοι ευεργετούνται απ΄αυτό, αρχίζουν να ψυχανεμίζονται, να ξεκρίνουν και να μπολιάζονται με τις πανανθρώπινες Αλήθειες και Αξίες κι από κοντά καρτεράνε συνεργώντας τη νέα λαχτάρα της οικουμένης, που άμποτες νάναι η τελευταία.


Ο Μυαλός ο Μέγας λοιπόν, ο αληθινός Θεός, είναι ο γεννήτορας πάντων των ανθρώπινων και φυσικά και της σκεφτόμενης γλώσσας.


Και το «σ΄αγαπώ»το άδολο και ευεργετικό μεριάζει και προσπερνάει όλα τ΄άλλα, γιατί είναι πάνω απ΄όλα τα ανθρώπινα, αφού αυτό είναι ο απόκρυφος κωδικός της ανεύρεσης του σωστού ανθρώπινου δρόμου.

 

 

 

 

 

 

 

 

Νίκος Ρίγγας

Ποιητής- τραγουδοποιός

Απόσπασμα από την μελέτη του Γιώργου Σταυράκη με τίτλο "Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ"

Διαβάστηκε 581 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)