Εκτύπωση αυτής της σελίδας
24
Μαρτίου

"Η νεράιδα της χιονιάς" του Λεωνίδα Γιανναράκου

Κατηγορία Πεζογραφία

Στους πρόποδες του Ταϋγέτου είναι η Άρνα.

lewnidas gianarΚαι είναι ένα πανέμορφο χωριό. με τα πολλά της τα πλατάνια, με τις καστανιές, τις κερασιές και μ' αυτόν τον αγέρωχο γέρο πλάτανο της που στολίζει τη Φτιαλίνα, πούνε κι η όμορφη πλατεία του χωριού με τις μαρμάρινες κρήνες που από τα δροσερά τους τρεχούμενα νερά, ξεδιψάνε οι χωρικοί και οι περαστικοί. Θαρρείς πως ο τόπος προστατεύεται από μια θεία ευλογία, αλλά κι από ευχές του ασπρομάλλη γέρο Ταΰγετου. Άλλωστε και σ' όλη την περιοχή του χωριού, υπάρχουν οι διάσπαρτες πηγές, που τα νερά τους γεμίζουν τις άφθονες ποτιστικές γούρνες. Από εκεί στη συνέχεια ποτίζονται και οι εύφοροι τους κήποι, που παράγουν ένα πλήθος από  αγαθά της φύσης, που αξίζει για να ζεις σε μια τέτοια φυσική αρμονία.

 

Σ' αυτό το γραφικό κι όμορφο Λακωνικό αρχοντοχώρι το 1916, ζούσε τότε η δεκαεξάχρονη Κλεάνθη που ξεχώριζε τόσο για το ωραίο της λυγερό παρουσιαστικό, όσο και για την εύστροφη ευφυΐα της. Άλλωστε ήτανε η μεγαλύτερη από τις τέσσερες κοπελιές του μπάρμπα Παναγιώτη, που 'ταν κι από τους πιο εύπορους κατοίκους του χωριού. Επομένως και η νεαρή Κλεάνθη δεν ζούσε και άσχημα στο ωραίο τους οικογενειακό σπιτικό. Έλα όμως π' όλο και κάτι την έπνιγε. Κι αυτό ήταν φυσιολογικό. Καταρχήν τότε ηλεκτρισμός δεν υπήρχε κι ανάμεσα σε μια κλειστή κοινωνία που ζούσε με προλήψεις και δεισιδαιμονίες, τo ανήσυχο εφηβικό πνεύμα της Κλεάνθης αντιδρούσε σ' αυτές τις στείρες μυθοπλασίες, που δεν χωρούσαν στην ψυχή της, που έπλαθε τα όνειρα και τους πόθους της για τη ζωή που την περίμενε. Και μέσα σ' εκείνο το καταχείμωνο να σου ξανά βροντές κι αστραπές. Και να και οι κυρές γειτόνισσες τρομαγμένες να σταυροκοπούνται κάθε βράδυ διαβάζοντας την άγια επιστολή και να μουρμουρίζουν πως ο Θεός θα μας κάψει με τις τόσες αμαρτίες μας.

 

Αυτά τα θρησκόληπτα που άκουγε η Κλεάνθη, όχι μόνο τ' απόρριπτε, αλλά και το διασκέδαζε μ' ετούτα τα παλιά μυαλά τους, μιας και η σκέψη της έτρεχε πολύ πιο μπροστά από την εποχή της. Έπειτα διάβαζε και πολύ. Και στο κάτω - κάτω της γραφής, δεν ήταν θεούσα μα ούτε και μια αντίθρησκη ή αντίχριστη. Και μες τη βαρυχειμωνιά να σου και πάλι το χιόνι που εκείνη τη χρονιά στρώθηκε για καλά στο χωριό που έγινε και κατάλευκο. Η Κλεάνθη που το 'βλεπε καταγοητευμένη να πέφτει μες το νύχτωμα, κάθονταν στοχαστικά πίσω από το τζάμι του παραθυριού και συνέχεια μουρμούριζε: Θεέ μου τι ευτυχία, τι χαρά! Ωστόσο οι αδελφές της από νωρίς το βράδυ σπεύσανε να κουκουλωθούν στα κρεβάτια τους. Το ίδιο έκανε κι ο μπάρμπα Παναγιώτης με την κυρά του. Κι ενώ το τζάκι έκαιγε μόνη της η Κλεάνθη απολάμβανε τη θαλπωρή της ζεστασιάς και την ομορφιά της πλάσης, ξάφνου  στη σκέψη της, ήρθαν και αυτές οι θρησκόληπτες της γειτονιάς όπου κι ο ανήσυχος νους της άρχισε να σκαρώνει μια τρελή φαρσοκωμωδία.  

 

- Θα γελάσει όλο το χωριό μουρμούρισε. Και δεν έχασε καιρό.

 

Η ώρα ήδη είχε ξεπεράσει το μεσονύχτι. Πετάχτηκε κι ερεύνησε το σπίτι. Όλοι πια κοιμόντουσαν. Σιγά - σιγά πατώντας αθόρυβα με τις άκρες των δακτύλων των ποδιών της, ντύθηκε γρήγορα και μετά φόρεσε το λευκό μάλλινο της παλτό. Μετά σκέπασε το κεφάλι της με μια λευκή μαντίλα. Βγήκε από το σπίτι και πήρε το δρόμο που οδηγούσε στην εκκλησία του χωριού. Στα καλντερίμια κυριαρχούσε η ερημιά κι ένα φοβικό μαύρο σκοτάδι. Μόλις έφθασε στην εκκλησία σκαρφάλωσε στο καμπαναριό. Πήρε αμέσως το σχοινί κι άρχισε μ' όλη της τη δύναμη να χτυπάει την καμπάνα. Μετά το 'βαλε στα πόδια τρέχοντας στα δρομάκια του χωριού. Φθάνοντας στο σπίτι της όλοι κοιμόντουσαν, εκτός από τη δεύτερη της αδελφή την Κατίνα που είχε ξυπνήσει από τους ήχους της το καμπάνας. Μόλις την είδε η Κλεάνθη την κάλεσε να σιωπήσει μ' ένα σουσσσσστ.

 

- Βρε τρελή τι έκανες της είπε η Κατίνα.

 

- Σιωπή, μη μιλάς εσύ, της απάντησε η Κλεάνθη ξελιγωμένη στα γέλια. Το πρωί θα γελάσουνε μέχρι και τα βατράχια.

 

Όπως κι έγινε. Το πρωί όλο το χωριό ανάστατο ήταν στο πόδι. Στην Φτιαλίνα, χαλούσε ο κόσμος.

 

- Ήταν νεράιδα, στα κάτασπρα ντυμένη, την είδα που 'τρεχε βεβαίωνε ο κουρέας.

 

- Νεράιδα ήταν, την είδα κι εγώ, συμφωνούσε και η κυρά Ελένη. Που είναι τώρα ο παπάς να ξορκίσει το κακό;

 

- Μην πιστεύεται κύριοι τέτοιες δεισιδαιμονίες. Πουθενά δεν υπάρχουνε νεράιδες, κάποιο διαβολοκόριτσο θα ήταν, παρατήρησε  η δασκάλα.

 

- Ησυχάστε βρε παιδιά, κάποιος το 'κανε για αστεία, είπε ο τσαγκάρης.    

 

Όσο για τη γειτονιά χαμός. Μύρισε όλο το χωριό λιβανωτό και σμύρνα. Ωστόσο η Κλεάνθη γέλασε με την ψυχή της όπως άλλωστε γελούσε και μια ζωή όταν το θυμόταν.

Αργότερα παντρεύτηκε έναν μεγαλέμπορο στο Γύθειο και δημιούργησε μια ωραία οικογένεια με τρεις κόρες. Έφυγε πλήρης ημερών σε βαθιά γεράματα.

Αυτή ήταν η θεία Κλεάνθη που γελάσαμε πολύ με την αδρή νεανική της ζαβολιά, που φέτος μετράει τα 100 χρόνια από εκείνη την εκπληκτική αποκοτιά της.   

 

 

 

 

 

 

 

 

Λεωνίδας Γιανναράκος

Συγγραφέας

Μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών

Μνήμη Κλεάνθης Κουτσόπετρα

28-03-2016

824 λέξεις- 88 γραμμές- 3 σελίδες

Διαβάστηκε 298 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)