Εκτύπωση αυτής της σελίδας
30
Δεκεμβρίου

Η ώρα της χάριτος - Διήγημα της Χριστίνας Ιατρού - Σοϊταρίδη

Κατηγορία Πεζογραφία

Πώ! Πώ! Πόσα καρύδια έχεις!  Είπε ο μικρός, ανοίγοντας όσο μπορούσε τα γαλανά του μάτια, που έφεγγαν πάνω στο χλωμό του προσωπάκι.

ACIATROUΉταν ένα αδύνατο, καχεκτικό αγοράκι, περίπου δέκα χρόνων. Περίμενε με υπομονή, κρατώντας στα χέρια του ένα καλαθάκι και ένα χαρτί με την παραγκελία, από το σπίτι που το είχαν στείλει για θέλημα.
    

Ο Θωμάς, ο νεαρός υπάλληλος του παντοπωλείου, σταμάτησε να βάζει ρύζι στη σακκούλα, γύρισε στο μέρος του μικρού, τον κοίταξε με στοργή και είπε καλοσυνάτα.
   

-Σου αρέσουν τα καρύδια Βαγγελάκη;
   

-Αμέ, μου αρέσουν, πάρα πολύ κιόλας, όμως η μαμά μου δεν έχει χρήματα να αγοράσουμε καρύδια.
   

-Έν τάξει Βαγγελάκη, πάρε το  καλάθι με τα ψώνια, να τα πας στο σπίτι που σε έστειλαν για το θέλημα και να γυρίσεις αμέσως εδώ που σε θέλω...
     

Έφυγε σαν αστραπή ο μικρός, βγαίνοντας από το μπακάλικο της γειτονιάς, λες και βιάζοταν να γυρίσει, όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
     

Ο Θωμάς στάθηκε για ένα λεπτό διστακτικός, είχε κιόλας καταστρώσει το σχεδιό του... Άρχισε να γεμίζει μια σακκούλα, τα ζύγισε, έβγαλε τα ανάλογα χρήματα – από την βδομαδιάτικη πληρωμή του, που μόλις πριν λίγο τον είχε πληρώσει το αφεντικό του – και τα έβαλε στο ταμείο! Κοντοστάθηκε, κοίταξε γύρω του, έπιασε ένα πακέτο μακαρόνια, ζύγισε λίγο ρύζι, έκοψε ένα κομμάτι καπνιστό χοιρινό, ένα κομμάτι τυρί, δυο πακέτα μπισκότα. Τα αράδιασε στον πάγκο, τα λογάριασε και έβαλε πάλι στο ταμείο, τα ανάλογα χρήματα!
    

Φιλότιμο παιδί ο Θωμάς, έντιμος και εργατικός. Καταπιανόταν σε όλα, πήγαινε στο νυχτερινό σχολείο και εργαζόταν στο παντοπωλείο της γειτονιάς του, στον κύρ Γιάννη.
    

Τσιγγούνης, σφιχτός, άπονος ο κύρ Γιάννης, όσα χρήματα είχε, άλλα τόσα ήθελε. Ακόμη και το τελευταίο δράμι το μετρούσε...είχαν περάσει από το μαγαζί του αμέτρητοι υπάλληλοι, κανείς δεν τον άντεχε με τις παραξενιές του, κανένας δεν στέργιωνε. Ούτε μία καραμελίτσα δεν έδινε στα φτωχά παιδάκια, που έτρεχαν τα σάλια τους, όταν τις κοιτούσαν... 

 

-Ά! Όλα κιόλα, αυτός δεν ήξερε από φιλανθρωπίες και συμπόνιες. Η δική του η φιλοσοφία ήταν αυτή « κύριε μου έχεις λεφτά;  αγόρασε να να φάς...όχι δανεικά και τέτοια.»
     

Γέρος και μαγκούφης, από την τσιγγουνιά του έμεινε εργένης. Και να πεις ότι ήταν άσχημος; Κάθε άλλο, ήταν όμορφος άνδρας, ψηλός ελκυστικός. Να, όμως, που έμεινε μόνος, δίχως στοργή, δίχως ταίρι. Μόνος κατάμονος με την τσιγγουνιά και τη μιζέρια του.
    

Ο Θωμάς πάλι, εργατικό παιδί, τίμιο, δούλευε και φρόντιζε την ασθενική, χήρα μητέρα του και τα τρία μικρά, ορφανά αδελφάκια του. Φτώχια μεγάλη, ανέχεια και ο χειμώνας βαρύς, γρίπες κρυολογήματα...
     

Και, να, ήρθαν Χριστούγεννα, η φτωχολογιά δυσκολευόταν να βάλει κάτι στο γιορτινό τραπέζι! Οι φτωχοί από όπου μπορούσαν να κερδίσουν μια δεκάρα, δούλευαν σαν χαμάληδες, λούστροι, κάνοντας θελήματα σε πλούσιους, όπως ο μικρός Βαγγελάκης, που τον έστελναν από το πλουσιόσπιτο, για θελήματα.
     

Φτωχός και ορφανός ήταν και ο μικρός Βαγγελάκης, τον πατέρα του τον σκότωσαν οι γερμανοί σε κάποιο μπλόκο, με τη τίμια, φτωχή πλύστρα μητέρα του, ζούσαν σε μία παράγκα σε ένα συνοικισμό προσφυγικό. Ο αέρας έμπαζε όλη τη δυναμή του, στη μικρή κουζινούλα και τα παραθυρόφυλλα έτριζαν σαν σε ανεμοδαρμένα ύψη...
    

Και να λοιπόν, τώρα ο Θωμάς, περιμένει τον μικρό Βαγγελάκη και η καρδιά του χτυπούσε...με κρυφή συγκίνηση...είχε ήδη κάνει μια Θεάρεστη πράξη. Έκοψε από τα λίγα χρήματα του και αγόρασε λίγα τρόφιμα αλλά θα έδιναν τόση χαρά στο φτωχό παιδάκι. Λίγα, μα αρκετά, να ανθίσει το χαμόγελο στο χλωμό προσωπάκι...
 

...Ο μικρός, άνοιξε την αγκαλιά του και έσφιξε με λαχτάρα το πακέτο...ένα χαμόγελο, ευγνωμοσύνης, φώτισε το ισχνό του προσωπάκι.
  

-Αυτά, για εσένα Βαγγελάκη. Καλά Χριστούγεννα, σε εσένα, στη μανούλα σου και στα αδελφάκια σου.
  

-Ώ! ευχαριστώ πολύ. Καλά Χριστούγεννα και σε εσάς, είπε έτσι που έσφιγγε με λαχτάρα το πακέτο.
   

-Να προσέχεις στο δρόμο σου, είπε ο Θωμάς.
   

Όταν σε λίγο έφυγε και ο τελευταίος πελάτης, ο Θωμάς έκλεισε το ταμείο.

 

Κοίταξε έξω τον γκρίζο ουρανό, είχε αρχίσει να να σουρουπώνει, οι πρώτες νιφάδες του χιονιού έπεφταν απαλά, απαλά. Σίγουρα μέχρι αύριο θα το είχε στρώσει για καλά!
     

Ο κόσμος έτρεχε βιαστικά για τα σπίτια του, να βρεί ζεστασιά. Αύριο ξημέρωναν Χριστούγεννα!
  

-Θωμά, άκουσε σε λίγο να τον φωνάζει το αφεντικό του. Παιδί μου, εκτιμώ την τιμιοτητά σου, είδα ότι έβαλες στο ταμείο τα χρήματα που αγόρασες τα τρόφιμα, για τον Βαγγελάκη...
    

Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του κύρ Γιάννη του μαγκούφη. Λύγισε ο τσιγγούνης, άνοιξε το ταμείο, έβγαλε ένα μέρος με χαρτονομίμαστα...και τα έβαλε στα χέρια του Θωμά.
  

-Παιδί μου, είσαι φτωχός, αλλά τίμιος, δώσε και εμένα την χαρά, να αισθανθώ την υπέρτατη αγαλλίαση της της ελεημοσύνης. Είδα την γαλήνη και τη  χαρά στο πρόσωπο σου, όταν άνοιξε την αγκαλιά του το φτωχούλη και έσφιξε με λαχτάρα τα δώρα σου.
   

-Χρόνια και χρόνια ζω μονάχος μου, δίχως χαρά, χωρίς ζεστασιά κι αγάπη. Κάτι ξύπνησε μέσα μου...Θωμά, κάτι ξύπνησε...από το λήθαργο...
   

Και λέγοντας αυτά, έφερε από την αποθήκη ένα μεγάλο κιβώτιο και άρχισε να το γεμίζει με λογής, λογής τρόφιμα. Και ένα δεύτερο πάλι μεγάλο, να βάζει λιχουδιές, φρούτα, κάστανα και ζαχαρωτά!
   

-Βοηθησέ με τώρα Θωμά, είπε. Απόψε θα δώσουμε λίγη χαρά στον νεογέννητο Χριστούλη με κάποια καλή μας πράξη...θα πάμε το ένα κιβώτιο στο φτωχικό του Βαγγελάκη και το άλλο στο δικό σου σπίτι...
   

Ο Θωμάς, πνιγμένος απ΄πο συγκίνηση, ένιωσε την καρδιά του να χτυπά δυνατά, ενώ μέσα του άκουγε χίλιες ουράνιες μελλωδίες.
  

«Αινέσει η ψυχή μου τον Κύριο και πάντα τα εντός μου, το Όνομα το Άγιο Αυτού»
  

«Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριο και πάντα, τα εντός μου, το Όνομα Αυτού»
                                        
     

Χτύπημα στην πόρτα και στο άνοιγμα πρόβαλλε ο Βαγγελάκης με φλογισμένο το πρόσωπο από ευτυχία...το κιβώτιο ήταν βαρύ και μεγάλο!
    

-Μερικά μικροπραγματάκια, για εσάς και τα παιδάκια σας, κυρία Μαριάνθη.
   

-Βαγγελάκη, να φορέσεις τα καλά σου, θα ρθούμε αύριο το πρωί να σε πάρουμε για την εκκλησία. Θα μας  δώσετε αυτή τη χαρά κυρία Μαριάνθη; Ρώτησε ο κύρ Γιάννης, διαφορετικός άνθρωπος...τώρα!
   

-Και όσα μου οφείλετε τα βερεσέ...τα έσβησα όλα, ένα μικρό δωράκι για την οικογένεια. Αύριο γεννιέται ο Κύριος...
    

Δεν περίμεναν να ακούσουν τις ευχαριστίες, μαζί με τα αναφιλητά, της φτωχής γυναίκας...
 

... - Και τώρα για το σπίτι σου, καλό μου παιδί, είπε στον Θωμά.
   

-Είμαι καλεσμένος, να πιώ ένα τσάϊ και να γιορτάσω μαζί σας, την παραμονή της Θείας γέννησης του Κυρίου.
    

Άχ! δεν μπορούσε νε πιστέψει αυτή την αλλαγή... ο Θωμάς.
  

-Θεέ μου! τί  θαύμα, φανέρωσες εμπρός στα μάτια μου; έλεγε από μέσα του.
                                  

- Λοιπόν κυρία Δήμητρα, ήρθα στο αρχοντικό σας, σαν φίλος και σαν συναίτερος...είπε ο κύρ Γιάννης, ο μπακάλης στην μητέρα του Θωμά.
 

- Επιτρεψατέ μου πρώτα, να σας συγχαρώ, για το λαμπρό, τίμιο παιδί σας. Η τιμιοτητά του, άνοιξε τα μάτια της ψυχής μου. Χρόνια τώρα ζω μόνος μου,με σύντροφο την τσιγγουνιά μου. Γέρασα, θέλω κάποιον συναίτερο στη δουλειά μου. Ακόμη όμως να έχω ένα δικό μου άτομο, να αφήσω όλη την περιουσία μου...σε τίμια αγνά χέρια, όποτε ο Κύριος με καλέσει κοντά του!...
  

-Σήμερα, ήρθε ο Κύριος και χτύπησε την θύρα της κλειστής καρδιάς μου, τον υποδέχτηκα...με ταπείνωση.
                             

... Ξημερώματα  Χριστούγεννα...
   

Ο κόσμος αθόρυβα, ευλαβικά, μέσα στην εκκλησιά...Έξω όλα χιονισμένα, παγωνιά. Μα στις ψυχές των πιστών αγαλλίαση, ζεστασιά!
    

Ο κύρ Γιάννης, έχοντας πλάϊ του τον Θωμά και τον μικρό Βαγγελάκη, σιγοψέλνουν μαζί με τους ψάλτες!
    

«Ο αχώρητος παντί,
πώς εχωρήθη εν γαστρί;
Ο εν κόλποις του Πατρός,
πώς εν αγκάλαις της μητρός;»
  

Ο μπακάλης, άλλος άνθρωπος τώρα, κάνει το σταυρό του με συντριβή και σιγοψιθυρίζει
« Η ώρα της χάριτος, σήμανε και για εμένα»
« Μέγας ει Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου»
 

...Μέσα  στη Βηθλεέμ της ψυχής του ένα μαγικό, Θείο αστέρι, φώτησε το σκότος της απονιάς. Ψηλά στον θόλο της ψυχής του, άγγελοι  έστελναν το Θείο μήνυμα της ταπείνωσης, της αγάπης και της συγνώμης.
    

Έσφιξε τα χέρια των παιδιών, ένιωσε την ουράνια πρόνοια να ζεσταίνει την άδεια καρδιά του...έσκυψε και είπε.
    

« Και του χρόνου παιδιά, να γιορτάσουμε τη Θεία γέννηση του Κυρίου»
   

...Μία φάτνη, μέσα στην ψυχή του... Ευλαβικά, ταπεινά, εναπόθεσε τα δικά του σεμνά δώρα. Τα δώρα που ο εναθρωπήσαντας Χριστός, μας προσδοκά.
     

« Την αγάπη, την ταπείνωση, την συγνώμη και την συγχώρεση»

 

 

 

 

 

 


Χριστίνα  Ιατρού – Σοϊταρίδη
Μελβούρνη 10 Αυγούστου. 2015

 

Υ.Γ.
Διήγημα δικἠς μου φαντασίας, πλήν όμως, στέλνει το μήνυμα το καλό της αγάπης και της πίστης.
Ζωντανεύουν στο νου, παλαιές, μακρινές εποχές, τότε που ο κόσμος, αν και ζούσε φτωχικά, υπήρχε μέσα στην καρδιά η αγάπη και η θαλπωρή.
Είναι απουδαία αρετή, η αγάπη και η μετάνοια.
Αρεστή, όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά στον ίδιο τον Δημιουργό. Στον Πλαστουργό μας, που εν΄φύσησε και έδωσε πνοή στο πύλινο δημιουργημά του και του χάρησε την αθάνατη ψυχή.

     

 
     
                                                                                                                   

Διαβάστηκε 280 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)