ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024 - 3:48:38μ.μ.
25
Νοεμβρίου

"Οι γάμοι της Πάτρας" του Γιάννη Τσώλη

Κατηγορία Πεζογραφία

Το μυστήριο τελέστηκε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στα Ρόκκα την 17η Σεπτεμβρίου 1941.

Το δεκαεφτάχρονο κοριτσούδι μες στο λευκό νυφικό της και το δαντελένιο πέπλο της ξεπερνούσε την ομορφιά των αγγέλων κι ο μεστωμένος άντρας - τριαντάρης πλέον, σταυραετός αληθινός, που πριν πέντε μήνες έκρωζε ψηλά στα Βορειοηπειρώτικα βουνά, τώρα καταμεσής της εκκλησίας, άνοιξε τις προστατευτικές φτερούγες του για ν’ αγκαλιάσουν το μικρό λευκοπερίστερο. Μετά το πέρας του μυστηρίου ανέβηκαν στη νυμφοστόλιστη άμαξα που τους περίμενε στο προαύλιο της Εκκλησίας και την έσερναν δυο άσπρα γοργόφτερα άλογα καλλωπισμένα με γαμήλια στολίδια. Έδωσε τ’ απαλό βίτσισμα στ’ άλογα ο καροτσιέρης σαν σύνθημα εκκίνησης κι εκείνα γοργά διέσχισαν το δρόμο για την επιστροφή των νεόνυμφων στην πόλη. Άφησαν πίσω τους τα απέραντα καταπράσινα περιβόλια των λεμονοπορτοκαλιών που υπήρχαν δεξιά κι αριστερά του χαλικόδρομου, ώσπου φάνηκε από μακριά η πανέμορφη Άρτα και το υπέροχο Παλάτι της Παναγιάς της Παρηγορήτισσας. Πέρασαν πάνω από το θρυλικό τραγουδισμένο γεφύρι, με τις πολλές καμάρες του και την ψηλή, τη μεσιανή, αυτή που λέγεται πως στα θεμέλιά της είναι κτισμένη η γυναίκα του πρωτομάστορα. Από κάτω του Αράχθου τ’ αφρισμένα άσπρα άλογα με συνεχείς επιδρομές, χτυπούσαν ασίγαστα του γεφυριού τα θέμελα. Για μια στιγμή από τον πάταγο και τη βουή των νερών σάστισαν τ’ άλογα της άμαξας, σταμάτησαν.

 

Σε ετοιμότητα πάντα ο αμαξάς έριξε με το καμουτσίκι του δυο βιτσιές στα καπούλια τους κι αμέσως τα επανεκκίνησε. Διάβηκαν το γεφύρι, πραγματικό κόσμημα της Άρτας και τότε και τώρα, και καθώς έμπαιναν στην πόλη οι Ιταλοί στρατιώτες που κυκλοφορούσαν στο δρόμο, βλέποντας τους νεόνυμφους πάνω στην άμαξα σταματούσαν εκστατικοί και φώναζαν: «Bella Greca! Bella Greca!».


Σε ελάχιστα λεπτά της ώρας έφθασαν στο σπίτι τους κι έκαναν γλέντι τρικούβερτο στη μεγάλη αυλή, αδιαφορώντας για την παρουσία των κατακτητών στην πόλη.

 


ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ - ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ


Αρχές του 1947 και μετά την αποφυλάκισή του κρίθηκε επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια και τον εξόρισαν στο χωριό Καραβόσταμο της Ικαρίας. Ο Φραγκόπουλος που είχε καταλάβει τι μαγείρευε η Ασφάλεια για τον Βασίλη σαν πρώην χωροφύλακας, είχε επισκεφτεί ένα φίλο του αξιωματικό στο γραφείο του και τον παρακάλεσε να μεσιτεύσει στο Διοικητή του να αναστείλουν την εκτόπιση του.


«Μα, Πέτρο, δεν είναι στο χέρι του Διοικητού μου» του απάντησε ο φίλος του.


«Πώς δεν είναι; Αυτός δεν εισηγήθηκε, με αναφορά του, την εξορία του;»


«Αυτός εισηγήθηκε, αλλά τώρα απλώς παρίσταται. Απ’ την επιτροπή εξαρτάται, το Νομάρχη, τον Πρόεδρο Πρωτοδικών και τον Εισαγγελέα, ο δικός μου δεν έχει δικαίωμα ψήφου. Οι άλλοι αποφασίζουν».


«Καλά» του απάντησε ο Φραγκόπουλος, «ο δικός σου τον τύλιξε σε μια κόλα χαρτί και τώρα μου λες οι άλλοι αποφασίζουν; Προσέξτε καλά, γιατί θα τον κάνετε λιοντάρι».


Μετά επισκέφτηκε και το Νομάρχη, αλλά δεν πέτυχε τίποτε εκτός από μια πληροφορία πως, εκεί στην εξορία, μπορεί να τον επισκέπτεται σαν τουρίστρια και η Πάτρα. Αυτό ήταν το μόνο ευχάριστο της όλης υπόθεσης, που το μετέφερε στην Πάτρα ο Φραγκόπουλος σαν επιτυχία των ενεργειών του.


Ο Βασίλης λοιπόν, μαζί με άλλους Αρτινούς συντρόφους του και καλούς του φίλους, συνοδεία χωροφυλάκων, οδηγήθηκαν στον τόπο της εξορίας τους, το Καραβόσταμο της νήσου Ικαρίας.


Κατά το μήνα Σεπτέμβριο, η Πάτρα, εικοσιτριάχρονη τότε, πετροπέρδικα της Άρτας λαμπερή και ξαναμμένη, δεν είχε τόπο να σταθεί. Η γη δεν τη χωρούσε. Το μυαλό της στριφογύριζε στον άντρα της. Όλη η σκέψη της ήταν σ’ εκείνον. Ήθελε να τον ιδεί, να τον ακούσει, να τον αγγίξει, ήθελε να…

Και ξαφνικά πέταξε, γλαροπούλι, ως τον τόπο των εξόριστων, των επικίνδυνων για την δημόσια ασφάλεια και έπεσε στην αγκαλιά του χρυσαετού Βασίλη, που τον είχαν κλεισμένο σε κλουβί με τα φτερά πεσμένα. Έμειναν σ’ ένα σπιτάκι της οικογένειας Καϊάφα, ψηλά στο βράχο, πάνω απ’ το πέλαγος το Ικάριο, που το μικρό βορινό δωμάτιο αγνάντευε το μαγευτικό Αιγαίο.


Σ’ αυτόν τον τρισέμορφο χώρο πέρασαν η Πάτρα με τον Βασίλη μέρες χαράς και ευτυχίας μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου. Άρεσε ο τόπος πολύ στη νεαρή Αρτινιά κι ας ήταν τόπος εξορίας. Της έφθανε που ήταν κοντά στον άντρα της, γι’ αυτό τα ‘βλεπε όλα όμορφα, Χωρίς καμιά κούραση έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού. Μαγείρευε ακόμη τα φαγητά των εξόριστων (έμεναν άλλοι τέσσερις στ’ άλλα δύο μικρά δωμάτια) τους έπλενε και τους έραβε τα ρούχα. Τις ελεύθερες ώρες απ’ τ’ ανοιχτό βορινό παράθυρο μετρούσε τα κύματα της θάλασσας κι έπινε τη μυρωμένη αρμύρα της που την πήγαινε απαλά το δροσερό βοριαδάκι στα ωραιόσχημα ρουθούνια της καλλίγραμμης μυτίτσας της.


Δυο μήνες έμεινε η Πάτρα μαζί με τον Βασίλη. Για πρώτη φορά της δόθηκε η ευκαιρία να χαρεί τον άντρα της. Ν’ απολαύσει ανέγνοιαστη την αξεπέραστη του έρωτα ηδονή και να νιώσει στο γαλατερό θερμό κορμί της τα τρυφερά χάδια του.

 

Ο έρωτας είναι περισσότερο ηδονικός και τέλειος σαν συναντά δυσκολίες. Στις δύσκολες εποχές έζησαν οι μεγαλύτεροι έρωτες και αναδείχθηκαν νικητές. Υπερίσχυσαν των δυσχερειών και των διωγμών. Αντλούσαν δύναμη από το χωρισμό, Σαν οι ερωτευμένοι συναντιούνται μετά από άδικο χωρισμό, η ευτυχία τους είναι ανείπωτη, είναι η μεγίστη ευτυχία, η χαρά και η ηδονή κορυφώνονται, αγγίζουν ουράνια ή μάλλον ενώνουν γη και ουρανό. Ναι η Πάτρα ερωτεύτηκε τον Βασίλη. Αυτή που είπαμε ότι δεν ήθελε να τον παντρευτεί, τώρα δεν έκανε χωρίς εκείνον. Είχε χαρίσματα ο Βασίλης που είλκυαν κι έδεναν. Έτσι είλκυσε κι έδεσε και την Πάτρα στο δικό του ψυχικό κι ερωτικό είναι κι έγιναν ένα οι δυο τους.


ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΑ ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ


Ήταν περήφανος ο Βασίλης, αλύγιστος και πίστευε πως μόνο έτσι υπηρετούσε με τον καλύτερο τρόπο την ιδεολογία του. Πίστευε πως έπρεπε να στέκει γερά όρθιος σε όλες τις αναμενόμενες φουρτούνες χωρίς γογγυσμούς. Κάποτε μάλιστα μετά τη μεταπολίτευση σε κάποιο σύντροφό του που έδειχνε μεμψίμοιρος απ’ τις επιλογές της αριστεράς του είπε:


«Εμείς, αγαπητέ μου, οι μικροί δείχνουμε τη μεγαλοσύνη μας με την τήρηση των ιδεών μας, με τους αγώνες μας για την καλυτέρευση της ζωής των συμπατριωτών μας κι όλων των λαών».


«Ναι Βασίλη, συμφωνώ, για πες μου όμως για μας ποιος αγωνίζεται; Ποιος αγωνία; Ποιος μας σκέπτεται; Δεν είδες όλα τα μεγαλοστελέχη μας, πήραν θέσεις τώρα με τη μεταπολίτευση, άλλοι καμαρώνουν στα έδρανα, άλλοι σε υπηρεσίες του Δημοσίου κι άλλοι μέσα στο Κόμμα;»


«Χμ!» κούνησε το κεφάλι ο Βασίλης, «δεν ξέρω πώς σκέπτεσαι εσύ, εγώ έχω διαφορετικό τρόπο σκέψης. Άκουσέ με για να ξέρεις, δεν υπάρχει κανένας απ’ αυτούς υπεράνω εμού, δεκαεννιά χρόνια εξορία έκανα με έξι τρίμηνες άδειες και δυο χρόνια φυλακή, ας βρεθεί ένας απ’ αυτούς να έχει τέτοιο βιογραφικό. Κι έπειτα φίλε μου έκαστος, εφ’ ω ετάχθη». Κάποιος πρέπει να κρατεί τα ηνία και να κατευθύνει το κομματικό άρμα. Ο Λεωνίδας πιστεύω είναι ο ιδανικότερος, γνωριζόμαστε πολλά χρόνια κι είναι άξιο παλικάρι, όπως και οι άλλοι, είναι καλοί, είναι αγωνιστές, όπως κι εσύ, αμφιβάλλει κανείς;»


«Ένα λόγο είπα και τον έκανες ζήτημα!» απόρησε ο σύντροφός του.


«Ένα λόγο, ή θέλησες γνωρίζοντας τους αγώνες μου να διαπιστώσεις αν έχω κάποια πικρία; Αν το ‘κανες γι’ αυτό στο λέω πως απ’ τους δικούς μας δεν έχω καμιά πικρία, παρά μόνο απ’ τον εαυτό μου, γιατί με την απουσία μου στην εξορία δε βοήθησα την Πάτρα και την οικογένειά μου όσο έπρεπε. Να ξέρεις όμως παρηγοριέμαι με τη σκέψη πως βοήθησα τους Έλληνες, μπορεί ακόμη κι όλους τους λαούς της γης. Αυτά για να ‘μαστε εξηγημένοι, αν κάτι πονηρό ή δοκιμαστικό είχε η μουρμούρα που ξεκίνησες κι ας σ’ εκτιμώ πάρα πολύ σαν σύντροφο και συναγωνιστή».


«Έλα βρε Βασίλη, συγγνώμη, δε φαντάστηκα πως θα παρεξηγήσεις τις σκέψεις μου που θέλησα σαν φίλος να σου τις εμπιστευτώ».


«Τότε αλλάζει, σ’ ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη και σ’ απαντώ να ‘σαι ήσυχος, καλά πηγαίνουμε», του απάντησε χαμογελώντας κι έκλεισε τη συζήτηση.


* * *


Ένα χειμωνιάτικο Σαββατόβραδο, μάλιστα, επέστρεψε πολύ αργά και στο δρόμο βρήκε κάποιον άγνωστο μεθυσμένο, πεσμένο καταγής. Αφού τον σήκωσε, τον πήρε μαζί του στο σπίτι και τον έβαλε να κοιμηθεί στο καλό δωμάτιο, στο ντιβάνι με το ολοκαίνουριο στρώμα.


Σαν ξύπνησε ο ξένος που εντωμεταξύ είχε συνελθεί απ’ το μεθύσι, διαπίστωσε πως είχε κατουρηθεί κι απ’ τη ντροπή του έφυγε κρυφά. Ξύπνησε κι ο Βασίλης κι ενημέρωσε την Πάτρα για το φιλοξενούμενο που τον βρήκε στο δρόμο αβοήθητο, τον λυπήθηκε και του πρόσφερε στέγη. Καθώς όμως μπήκε στο δωμάτιο, δεν είδε τον ξένο, είχε ήδη φύγει και δυσαρεστήθηκε για την αγνωμοσύνη του. Όταν η Πάτρα αποφάσισε να στρώσει το κρεβάτι και βρήκε τα σεντόνια και το στρώμα κατουρημένα, νευριασμένη απευθύνθηκε στον Βασίλη:
«Αλλη φορά, να μου κάνεις τη χάρη, μην ξαναφέρεις νυχτιάτικα, μετά από μεθοκόπι, στο σπίτι περαστικούς για να κοιμηθούν».


«Δηλαδή, Πάτρα, μου λες δεν έκανα καλά που τον έφερα; Να τον άφηνα στο δρόμο; Αν πέθαινε ο άνθρωπος δε θα ήταν κρίμα; Πηγαίνεις και στην εκκλησία!»


«Εσύ καλά έκανες, πες μου όμως πώς θα ξεβρωμίσει το στρώμα απ’ τα κάτουρα;»


Το παραπάνω περιστατικό το ανέφερα μονάχα για να δείξω το ψυχικό μεγαλείο του ανθρώπου κομμουνιστή Βασίλη που για την ιδεολογία του, μέρος της οποίας ήταν κι ο ανθρωπισμός με την αλληλεγγύη, προτίμησε πάρα πολλές φορές να βλάψει το προσωπικό και οικογενειακό του συμφέρον.
Αυτά τα ανθρώπινα χαρίσματα και τέτοιες αρετές είχαν οι παλιοί, αγνοί κομμουνιστές. Πέθαναν όλοι τους στην ψάθα, περήφανοι μονάχα για τους ανιδιοτελείς αγώνες τους, τις διώξεις και τις στερήσεις. Ήταν όλοι τους γενναίοι και αληθινοί. Είχα γνωρίσει αρκετούς απ’ αυτούς τους ωραίους, αλλά νομίζω πως ο Βασίλης Μπίκας υπερείχε, γιατί παρ’ όλα τα βάσανα, τη φτώχεια, τις εξορίες, έδειχνε ανέμελος, χαρωπός, λες κι ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Τον είχα κατατάξει μέσα στη συνείδησή μου στους πιο άξιους παλιούς αριστερούς πολίτες κι έχω υποκλιθεί πολλές φορές στη λεβεντιά του, θέλω να τονίσω πως διόλου δεν υστερούσαν στην ομορφιά της λεβεντιάς η Πάτρα και η Ελένη ακόμη κι ο Γιάννης κι ας μην ήταν της οικογένειας, είχε τρυγήσει τους θαυμαστούς τρόπους και τις πρέπουσες συμπεριφορές απ’ εκείνους κι έδειχνε εγκλιματισμένος αρκετά με τις δικές τους ηθικές και οικογενειακές αξίες κι αρχές. Πέτυχε πλησιάζοντας την οικογένεια Μπίκα ν’ ανοίξει ο νους του και να ωφεληθεί αποκτώντας ή αυξάνοντας ορισμένες αρετές όπως: αλήθεια, δικαιοσύνη, ελευθερία, αξιοπρέπεια, αγωνιστικότητα, ειρήνη, αγάπη, σεβασμός. Επίσης αρκετές συμπεριφορές, χάρη σ’ εκείνους και ιδίως την Ελένη βελτιώθηκαν όπως: ευγένεια, προθυμία, καλοδωρία, καταδεκτικότητα, υποχωρητικότητα, ευγνωμοσύνη προς τον ευεργέτη, εκδηλωτικότητα, ντομπροσύνη. Νομίζω πως μπολιάστηκε καλά ο Γιάννης με το όλο φέρσιμο και τα χαρίσματα της οικογένειας Μπίκα κι ένιωθε κλαδί απ’ το δικό τους δέντρο.


* * *


 «Καλά ρε Νάσιο, τη γυναίκα του κομμουνιστή βρήκες να πάρεις για δουλειά, χάθηκαν στην Άρτα οι γυναίκες;»


«Μη βιάζεσαι σε παρακαλώ, άκουσέ με, η κυρία Πάτρα ήρθε και μου ζήτησε δουλειά, σπουδάζει κορίτσι στα Γιάννενα, την είχε ανάγκη τη δουλειά και ευχαρίστως την προσέλαβα γιατί μου ήρθε σαν λαχείο, ουρανοκατέβατη, δεν είχα λαντζιέρισσα, η προηγούμενη έφυγε και πήγε στο χωριό της».


«Κύριε Νάσιο, το καλό που σου θέλω, να τη διώξεις».


«Από Νάσιο, κύριε Νάσιο, με είπες. Ξέρω φίλε, που το πας. Γι’ αυτό σου απαντώ, όπως σου πρέπει. Στην υπηρεσία σου να κάνεις κουμάντο, εδώ είναι δική μου επιχείρηση και κουμάντο κάνω μόνο εγώ και κανένας άλλος κι όποιον θέλω εγώ και μ’ αρέσει παίρνω στη δουλειά μου».


«Θα το μετανιώσεις», ήταν ο τελευταίος λόγος του οργάνου κι έκανε βήματα προς την έξοδο.


Τσαντίστηκε ο κύριος Νάσιος και φώναξε δυνατά που ακούσθηκε σ’ όλο το εστιατόριο.


«Δε με ξέρεις καλά, πρόσεχε γιατί μπορεί να το μετανιώσεις εσύ. Δεν είναι τρόπος αυτός συμπεριφοράς. Ακούς εκεί, ήρθαν να μου βάλουν κανόνες ποιους θα παίρνω στη δουλειά μου. Δεν ντρέπονται και λένε πως βοηθούν την «Επανάσταση», κακό της κάνουν όταν συμπεριφέρομαι στο λαό με αυτόν τον αχαρακτήριστο τρόπο».


Σαν έμαθε η κυρά-Πάτρα το επεισόδιο και τα όσα ειπώθηκαν μεταξύ του αστυνομικού της Ασφάλειας και του αφεντικού της, τελειώνοντας την εργασία της, πέρασε απ’ το γραφείο του και λυπημένη του είπε ευγενικά:
«Νάσιο, αν η παρουσία μου στο εστιατόριο δημιουργεί πρόβλημα, καλύτερα να φύγω από μόνη μου».


«Κυρά-Πάτρα, σε πήρα στη δουλειά, όχι μόνο επειδή είχες ανάγκη να δουλέψεις, αλλά επειδή δεν είχα κι εγώ λαντζιέρισσα κι είσαι τόσο καλή στη δουλειά σου που εγώ αν ακούσω τους ασφαλίτες θα βλάψω την επιχείρησή μου. Έπειτα δεν ξέρω αν τ’ άκουσες, στη δουλειά μου κάνω εγώ κουμάντο, δε θα μου υποδείξουν άλλοι άσχετοι τι πρέπει να κάνω. Εσύ μη στενοχωριέσαι, κάνε τη δουλειά σου και τ’ άλλα όλα τ’ αναλαμβάνω εγώ».


Συννέφιασε ο ουρανός της ψυχής της κυρά-Πάτρας από το συμβάν. Δεν περίμενε ποτέ της, η Ασφάλεια να παρατηρήσει το αφεντικό της για την πρόσληψή της στο εστιατόριο, μα πιο πολύ δεν μπορούσε να πιστέψει την προτροπή του εντεταλμένου αστυνομικού, να τη διώξει από τη δουλειά. Ο Βασίλης, έλεγε και ξανάλεγε, έχει την ιστορία του, τους αγώνες του, την ιδεολογία του, τον έστειλαν εξορία γι’ αυτή, εμένα γιατί με κυνηγούν, επειδή είμαι γυναίκα αριστερού; Δε χωρούσε ο νους της την τόση απάνθρωπη πράξη των Αρχών Ασφαλείας κι όσες φορές επανέρχονταν στη σκέψη της το γεγονός, προσπαθούσε να το απομακρύνει, λέγοντας μέσα της, Θεέ και Κύριε φύλαξέ με. Ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που η ασφάλεια ενόχλησε τον κύριο Νάσιο στα πολλά χρόνια που είχε στη δούλεψή του την κυρά-Πάτρα κι αυτό νομίζω πως ήταν επόμενο της θαρραλέας απάντησής του. Τους απάντησε όπως έπρεπε. Τους έκοψε το βήχα που λένε και τους έβαλε στη θέση τους. Γενναία κι αξιέπαινη η στάση του για την εποχή εκείνη.


Δεν είχε δημιουργηθεί καμιά προϋπόθεση αντίστασης μέχρι τότε. Ήταν οι πρώτοι μήνες της πορείας της δικτατορίας. Την καταχωρώ, επειδή την πληροφορήθηκα αμέσως το χρόνο που συνέβη και την αποκαλώ ευθαρσώς πρώτη μεμονωμένη ανυπακοή στις παράνομες ενέργειες των εντεταλμένων οργάνων των συνταγματαρχών.


Έτσι, με την αποφασιστικότητα και το θάρρος του αφεντικού της, στέριωσε η θέση της εργασίας της κυρά-Πάτρας με ευεργετικό επακόλουθο, ένα αρκετά καλό βδομαδιάτικο.

 


ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ


Του έστειλε, λοιπόν, η Ελένη ένα γράμμα στο οποίο του έγραφε πως αρραβωνιάστηκε με τον Γιάννη χωρίς να ενημερώσουν κανέναν. Τ’ αποφάσισαν οι δυο τους επειδή αγαπιόνταν πολύ κι είχαν δεσμό από μαθητές κι έκριναν σκόπιμο πως για λόγους ηθικούς, πρέπει ν’ αρραβωνιαστούν. Του έγραφε επίσης ότι ο Γιάννης είναι αστυνομικός της Αστυνομίας Πόλεων και υπηρετεί στην Αθήνα. Κεραυνός «εν αιθρία» κτύπησε τον Μπίκα σαν διάβασε το γράμμα. Συννέφιασε και βρόντηξε η ψυχή του. Δε τη χωρούσε ο νους του την πράξη αυτή της κόρης του, απαράδεκτη. Κι όπως ήταν ταραγμένος και φουρτουνιασμένος «πιάνει και γράφει μια γραφή» προς την Ελένη:


«Δε με σκέφθηκες καθόλου εμένα; Εγώ αγωνίζομαι τόσα χρόνια, με φυλακίσεις κι εξορίες, διώξεις, βασανισμούς και συ με πρόδωσες κι έχεις το θράσος να μου ζητάς κι ευχή. Πήγες κι αρραβωνιάστηκες αστυνομικό χωρίς να με υπολογίσεις. Δεν είσαι παιδί δικό μου. Για να χαρώ, εδώ στην εξορία, με ενημέρωσες για το κατόρθωμά σου;»


Πυρ και μανία εξέβραζε σ’ όλο το γράμμα, κόχλαζε ο βρασμός της ψυχής του. Σαν θεριό ανήμερο εμφανίστηκε μπροστά στην Ελένη σαν διάβασε το γράμμα του και του απάντησε χωρίς χρονοτριβή, στον ίδιο τόνο, παραμερίζοντας παντελώς το σεβασμό που όφειλε να του έχει σαν κόρη του.


«Μπαμπά», του έγραφε, «πότε εσύ ενδιαφέρθηκες για μας κι ήθελες να πάρω την έγκρισή σου για ν’ αρραβωνιαστώ αυτόν που μ’ αγαπά κι αγαπώ πολύ; Τεσσάρων χρόνων ήμουν που σε γνώρισα. Όλο μακριά μου ήσουν. Πέντε χρόνια μόνο σε είδα μπαμπά, από τότε που γεννήθηκα, ως το ‘62 μέχρι το ‘67. Τον άλλο καιρό που ήσουν; Δεκαεπτά χρόνια σ’ έχω στερηθεί μπαμπά και σε στερούμαι ακόμα. Μη μου πεις για τους αγώνες σου, τους είδα. Αυτούς τους αγώνες που οι σύντροφοί σου τους εγκατέλειψαν έστω και προσωρινά κι είναι όλοι εδώ στην Άρτα και καλοπερνούν με τις οικογένειες τους; Εμείς μόνο υποφέρουμε μπαμπά. Μας μαστίζει η φτώχεια και η δυστυχία. Η μαμά έρχεται από τη λάντζα κατάχλωμη. Μη μιλάς άλλο γι’ αγώνες. Δε θέλω άλλο αυτόν το δικό σου αγώνα, τώρα ξέρω και μπορώ ν’ αγωνιστώ μόνη μου και μ’ αυτόν π’ αγαπώ και μ’ αγάπησε. Δε θα τον αφήσω να φύγει από κοντά μου όταν με το καλό παντρευτούμε. Δε θα γίνω σαν κι εσένα που εγκατέλειψες τόσα πολλά χρόνια τη μαμά και μετά που γεννηθήκαμε εμείς μας εγκατέλειψες κι εμάς. Τι έπαθες και μου ’γραψες τέτοιο γράμμα; Γιατί μπαμπά; Τον Γιάννη τον ξέρεις πως είναι πάρα πολύ καλό παιδί κι είχα την εντύπωση πως έδειχνες κάποια συμπάθεια, στο πρόσωπό του. Μήπως επειδή είναι αστυνομικός; Τι νομίζεις δεν υπάρχουν καλοί αστυνομικοί; Μόνο κομμουνιστές υπάρχουν καλοί; Είσαι γελασμένος αν έχεις τέτοια γνώμη, θα μου το θυμηθείς, γρήγορα θα διαψευσθείς. Ο Γιάννης με τον τρόπο του θα σε κάνει, αν όχι φανερά, λόγω τον εγωισμού σου, μέσα σου τουλάχιστον, ν’ ανακαλέσεις αυτή την προκατάληψη.
Αυτά μπαμπά και να ξέρεις σ’ αγαπάμε πολύ και σε νιώθουμε, αλλά νιώσε μας και συ λίγο.


Με πολλά φιλιά η κόρη σου Ελένη»


Ο πατέρας της δεν της απάντησε, αλλά έγραψε στην Πάτρα κάποιες ενστάσεις που είχε για τον αρραβώνα της Ελένης κι έκλεισε το γράμμα του όπως πάντα: «Σε φιλώ, Βασίλης, φιλιά στα κορίτσια». Άρχισαν να ηρεμούν κάπως τα πράγματα.

 


ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ 1970 - ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΕΞΟΡΙΣΤΟΥ


Κι ενώ αυτός περίπου ήταν ο αστυνομικός βίος και η πολιτεία στην Αθήνα του Ιωάννη, όπως τον αποκαλούσε ο κύριος Βασίλης όταν ήταν μαθητής κι έμενε στο σπίτι του, στην Άρτα συνεδρίαζε την 1-4-1970 η Επιτροπή Δημοσίας Ασφαλείας Νομού Άρτης (Ε.ΔΑ.ΝΑ.) και αποφάσιζε την παράταση της ποινής της εξορίας του Βασίλη Μπίκα για ένα ακόμη έτος, αρχομένης από της 30ης Απριλίου που έληγε η προηγούμενη. Όμως η Επιτροπή, φαίνεται πως βιάστηκε να συνεδριάσει, γιατί λίγο πριν το Πάσχα (είχαμε την 26η Απριλίου Πάσχα το 1970) με απόφαση του δικτάτορα Παπαδόπουλου, δόθηκε χάρη σ’ όλους τους πολιτικούς κρατούμενους (εξόριστους) κι ο Βασίλης Μπίκας επέστρεψε απ το Λακκί της Λερού στην Άρτα και στην οικογένειά του.


Δυο μέρες μετά τις χαρές και τα καλωσορίσματα, άστραψε και βρόντηξε ο Μπίκας. Εκείνα τα γαλαζοπράσινα μάτια του, μάτια τίγρης έγιναν κι η βροντερή φωνή του ουρλιαχτό. Δε συμβιβαζόταν με τίποτε. Ήταν έξω φρένων με την απόφαση της κόρης του να παντρευτεί αστυνομικό. Κάθε μέρα είχε ψάλσιμο στο σπίτι. Τον άκουγαν η Ελένη και η Πάτρα και τον υπέφεραν χωρίς να αρθρώσουν λόγο. Φόβος και τρόμος! Δεν ξέρω αν άπλωσε και χέρι απάνω τους. Δεν το πιστεύω να έκανε κάτι τέτοιο. Δεν του άρεσε η βία, αλλά, αν όμως σε κάτι διαφωνούσε, πάντα ήθελε να επιβάλει τις απόψεις του κι αν δεν μπορούσε με τον πολιτισμένο τρόπο, τότε χρησιμοποιούσε τη βροντερή φωνή του. Μεγάλους καβγάδες είχαν μέχρι που έφθασε η Δευτέρα μετά την Κυριακή του Θωμά και η Ελένη έφυγε για να πάει στα Γιάννενα στη σχολή της.


Μετά τη φουρτούνα πάντα ακολουθεί η κάλμα, η γαλήνη. Έτσι συνέβη και με την αγριάδα του κυρίου Βασίλη. Ξέσπασε φαίνεται αρκετά και μετά γαλήνεψε. Συμβιβάστηκε με τα γεγονότα και σε μια συζήτηση που είχε με την Πάτρα της είπε: «εφόσον υπάρχει αίσθημα και μάλιστα δυνατό απ’ ότι διαπίστωσα, σηκώνω τα χέρια μου, αλλά πρέπει να τελειώσει πρώτα η Ελένη τη σχολή της».


Ο Γιάννης πληροφορήθηκε όλα τα συμβάντα με το γυρισμό του πατέρα της Ελένης απ’ την εξορία, από ένα γράμμα που του έστειλε η μητέρα της στις δύο Μαΐου.


Η ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ


Δόξα σοι ο Θεός, έλεγε ο Γιάννης απ’ τον οποίο είχε απομακρυνθεί αρκετά. Αργότερα το κατάλαβε κι επέστρεψε ζηλωτής. Ευτυχώς πήγαν όλα καλά σύμφωνα με το θέλημά του και το δικό τους θέλημα. Δυο σοβαρά προβλήματα που τους απασχολούσαν βασανιστικά, βρήκαν τη λύση τους: το ένα η άρνηση του πατέρα της Ελένης που με το δίκιο του, σαν κομμουνιστής, δεν ήθελε για γαμπρό του αστυνομικό, είχε ιδίαν πείραν για τις απάνθρωπες συμπεριφορές αρκετών και το άλλο, ο Κανονισμός της Αστυνομίας Πόλεων που δεν επέτρεπε στους υπαλλήλους της να έλθουν σε γάμο κοινωνία με κομμουνίστριες ή κόρες κομμουνιστών. Μεγάλη η νίκη της Αγάπης. Αγωνίστηκε κι επικράτησε ταυτόχρονα και της φανατικής ιδεολογίας και του τυφλού Νόμου, του Κανονισμού της Αστυνομίας. Εύγε Αγάπη! Γι’ αυτό σε λατρεύω. Δεν κάνω χωρίς εσένα. Ξέρω πως ό,τι και να συμβεί εσύ θα είσαι πάντα η νικήτρια. Εσύ νικάς όλα τ ανθρώπινα πάθη. Είσαι η κορυφή, ο ίδιος ο θεός. Δε φοβάμαι τίποτε, όσο έχω, εσένα αγάπη, στην ψυχή μου.


* * *


Το γράμμα εξέπληξε και κατασυγκίνησε τους δυο επισκέπτες. Πιο πολύ τους άγγιξε ο χρόνος που γράφτηκε. Η ημερομηνία, τότε που η Πάτρα ήθελε να μοιραστεί το ευχάριστο μαντάτο της εγκυμοσύνης της με την κυρία Σταματούλα. Η Ελένη βούρκωσε διαβάζοντάς το. Εκείνη ήταν το μωρό στην κοιλιά της Πάτρας για το οποίο έγραφε πως ήταν στον τελευταίο της μήνα. Περισσότερο όμως τους συγκλόνισε η αείμνηστη πεθερά της Ξενιώς, η Σταματούλα. Αυτή που φύλαγε το γράμμα από το 1948 και σαν είδε τον επερχόμενο θάνατό της, το εμπιστεύθηκε στη νύφη της, λες και μάντευε πως έστω και ύστερα από 62 χρόνια, το μωρό που αναφερόταν ο’ αυτό και θα γεννιόταν απ’ την Πάτρα, θα πέρναγε απ’ το σπίτι της κι ήθελε να του δείξει πόσο χάρηκε για την εγκυμοσύνη της μητέρας του και για εκείνο που θα ερχόταν στη ζωή, ώστε θεώρησε καλό να το κρατήσει σαν ανάμνηση της μεγάλης της χαράς.


Αυτό το γράμμα ήταν η αιτία που απλώθηκαν όλες οι θύμησες σαν χάρτης ανοιχτός πάνω στο τραπέζι κι έκαναν τον Γιάννη να ψάχνει να βρει για ν’ απαριθμήσει τους τόπους και τους χρόνους εξορίας του πεθερού του Βασίλη Μπίκα. Το χρωστούσε σαν ελάχιστο μνημόσυνο στη μνήμη του. Τον θεωρούσε άξιο και μεγάλο.
Δεν έχουν καταλάβει ακόμη, οι πολλοί, σε τούτο τον κόσμο, πως υπάρχουν κάποιοι που τους νομίζουμε μικρούς κι όμως είναι πολύ μεγάλοι. Υπάρχουν ακόμη κι άλλοι μεγάλοι που, δυστυχώς για μας και την Πατρίδα μας, είναι πολύ μικροί.


Ο Βασίλης Μπίκας ήταν όντως ένας απ’ τους μικρούς μας μεγάλους. Το βίο και την πολιτεία του σας την παρέθεσα. Σε σας τώρα απομένει και στη δίκαια κρίση σας η αναγνώρισή του. Κι ακόμη συνιστώ πως θα είναι καλό ν’ αναδείξουμε τους μικρούς μας αγωνιστές. Αρκετά ασχοληθήκαμε με τους μεγάλους που μερικούς τους υπερεκτιμήσαμε κι ας ήταν άπραγοι κι άστροφοι και τους εμπιστευτήκαμε τις τύχες μας και την τύχη της Πατρίδας μας.

 

 

 

 

 

 

 

Γιάννης Τσώλης

Συγγραφέας - Ποιητής

Διαβάστηκε 378 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr είναι ένα site, που φιλοδοξεί να δώσει στους αναγνώστες του αντικειμενική και ανεξάρτητη ενημέρωση, χωρίς υπερβολές, παραποιήσεις και σκοπιμότητες...

Διαβάστε περισσότερα