Ανοίγω την μεγάλη ξύλινη πόρτα, την ακούω που τρίζει από την χθεσινοβραδινή υγρασία. Στα μάτια μου ξετυλίγεται ένα πανέμορφο τοπίο, στα δυο μου πόδια μπροστά απλώνεται ένα καταπράσινο λιβάδι. Μυρίζω το γρασίδι, μπορώ και ξεχωρίζω την έντονη μυρωδιά του τριφυλλιού από την ευωδία του άγριου χορταριού, παρατηρώ και τα δύο να μεγαλώνουν κάτω απ’ τα πόδια μου. Υψώνω το βλέμμα μου σ’ ένα βουνό απέναντι. Φαντάζει σαν τον Όλυμπο, ψηλό, επιβλητικό μέχρι τα πρώτα σύννεφα.
Μια αρχαία αντίληψη πως εκεί που δεν φτάνει το μάτι κατοικούνε οι δώδεκα θεοί, και ίσως λιγάκι πιο πάνω απ’ αυτούς, εκείνος ο υπέρτατος, που άλλοι ονομάζουν ήλιο, άλλοι ζωή, άλλοι υπέρτατο ον. Δηλώνοντας κατωτερότητα,το βλέμμα κατηφορίζει από τις χιονισμένες κορυφές του όρους, φτάνει μέχρι τα βρεγμένα έλατα.
Εχθές το βράδυ δάκρυσε ο ουρανός, έβρεξε ψιλή βροχή, έδωσε στην πλάση, μια μαγευτική ομορφιά, συνοδευόμενη από εκείνη τη χαρακτηριστική μυρωδιά... τη μυρωδιά εκείνη που λέει αντίο στο βαρύ χειμώνα, για να υποδεχτεί την πολλά υποσχόμενη άνοιξη και μαζί της ελπίδα, χαρά για λίγους έστω μήνες, ζωή...
Κάνω τα πρώτα μου βήματα, αφήνω τη φτωχική ξύλινη καλύβα, δροσοσταλίδες πέφτουν σαν κατεβαίνω τα σκαλιά της. Πιο δίπλα η κουνιστή μου καρέκλα, να παραπονιέται που δεν την άγγιξα για πέντε σχεδόν μήνες.
«Υπομονή καλή μου...», η άνοιξη μπήκε και τα απογεύματα πάλι δικά μας, μέσα να ονειρεύομαι στα χερούλια κήπους μαγευτικούς της Εδέμ... μέχρι να έρθει το φθινόπωρο και ύστερα τα χιόνια, και ύστερα τα χρόνια να σε πάρουν πιο μακριά από το γερασμένο μου πια κορμί.
Περπατώ στο λασπωμένο χορτάρι και το έδαφος βουλιάζει, είναι μαλακό σα να περπατώ σε εκείνα τα λευκά σύννεφα για να συναντήσω τους θεούς. Σταματώ στο ρυάκι που είναι κρυμμένο εδώ πιο κάτω, το αυλάκι που δε στέρεψε ποτέ, ακόμα και τις πιο θερμές ημέρες του Αυγούστου.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΙΤΖΙΚΑΚΗΣ
Συγγραφέας
("...Σαν το βράχο...") (Απόσπασμα)
(«...Σιωπή... η δυνατότερη κραυγή...») Αθήνα 2004