Εκτύπωση αυτής της σελίδας
07
Απριλίου

"Στο φριχτό καρούλι" του Αχιλλέα Τσουράκη

Κατηγορία Πεζογραφία

Δεν ξέρω για πόση ώρα βρισκόμουνα παραμάσχαλα με μιαν αλυσίδα κρεμασμένος στο κενό.

xtsurakisΑπό πάνω μου το βουνό και ο καθάριος ουρανός κι από κάτω η βαθιά γαλάζια θάλασσα, που καθώς την κοιτούσα μ' έπιανε ίλιγγος. Θα 'πρεπε να ήμουν αιωρούμενος σε ύψος πάνω από εκατό μέτρα, δεν μπορούσα να υπολογίσω. Προσπαθούσα να θυμηθώ πώς είχα βρεθεί δεμένος απ' τη μέση με την αλυσίδα που μου τραβούσε τις σάρκες. Κάθε κρίκος της αλυσίδας ήταν χοντρός σαν το δάχτυλό μου και μου 'φερνε πόνους αβάσταχτους. Έπρεπε να την κρατώ μακριά απ'το πρόσωπό μου για να μην υποφέρω, γιατί πρόσθετα με κολλούσε στον κάθετο βράχο. Το ακρόχειλο της γκρέμνας ήτανε πάνω από δυο μέτρα και η αρχή της περασμένη κυκλικά σ' έναν πελώριο βράχο. Ένας δυνατός αέρας φύσηξε καιμεχτύπησεστον τοίχο. Ποιόν τοίχο; Στο πανύψηλο βουνό.

 

Έκανα προσπάθεια να θυμηθώ, αλλάμια ζαλάδα μου θόλωνε το μυαλό. Ένιωσα μιαν αλμύρα στο στόμα ενώ άρχιζαν ναμε τσούζουν τα μάτια.Άγγιξατο μέτωπό μου όπου μία μικρή πληγή αιμορραγούσε. Το κορμί μου ήταν μουδιασμένο,ενώ έναμυρμήγκιασμα ξεκινούσε από τους γοφούς κι έφτανε στα ακροδάχτυλα των ποδιών μου.Πως είχα βρεθεί σ' αυτή τη θέση; Μήπως ονειρευόμουνα; Και το αίμα; Οι πόνοι σ' όλο μου το σώμα; Και η αλυσίδα που με κρατούσεδεμένο; Πού βρισκόμουνα; Ποιος με είχε κρεμάσει; Και για  ποιο λόγο; Παίδευα το μυαλό μου και θυμήθηκα το φίλο μου το Νίκο. Πού βρισκότανε ο Νίκος; Ήταν ανάγκη να θυμηθώ...

 

Ένας αέρας δυνατός με πήγε πέρα δώθε, όπως ένα τσαμπί σταφύλι κρεμασμένο, κι έβαλα τα χέρια μου ασπίδα στον κάθετο βράχο γιανα μην τσακιστώ. Τα δάχτυλά μου άρχισαν να ματώνουν. Δεν ονειρευόμουν λοιπόν. Έκανα μια προσπάθεια να αναρριχηθώ. Μάταιος κόπος. Μου έλειπε η δύναμη και οι παλάμες μου μάτωναν με φρικτούς πόνους. Κοίταξα το πέλαγος κι από κάτω την άβυσσο... Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να βάλω στη δούλεψη το μυαλό. Ένας μακρινός αντίλαλος ήρθε στ' αυτιά μου...

 

Λέαααα... Λέαααα... Λέααα... Κάποιος φώναζε τοόνομά μου; Και πάλι ο αντίλαλος: Λέαααα... Λέαααα... Λέααα...Νά τανε ο Νίκος που φώναζε το υποκοριστικό μου;

Άρχισαν οι ψευδαισθήσεις σκέφτηκα, μπορεί και η ζέστη, τι να πω.

 

Κοίταξα προς τα κάτω. Ο ήλιος στραφτάλιζε πάνω στα νερά, ενώ ένα κοπάδι δελφίνια κολυμπούσαν παιχνιδιάρικα και τα ζήλεψα. Ένα καραβάκι περνούσε κάτω από τα πόδια μου πηγαίνοντας βόρεια. Πρόσεξα δυο τρεις επιβάτες που με κοιτούσαν. Κάποιος μετακιάλια στα ματιά κοιτούσε προς εμένα, σχολιάζοντας το θέαμα, ενώ κάποιος άλλος τραβούσε φωτογραφίες, ένας τρίτος με την κάμερα στο πρόσωπο απαθανάτιζε τη θέση στην οποία βρισκόμουν...Ε,ε,ε φώναζαν όλοι, λίγο μετά χειρονομώντας. Μόνο ένα ελικόπτερo θα μπορούσε να κάνει κάτι για μένα...

 

Αυτό κι αν ήτανε όνειρο. Ένα πελώριο πουλί, αετός, γύπας, ποιός ξέρει έφερνε βόλτες πάνω από μένα. Ξαφνικά έκανε μια βουτιά και...αγκιστρώθηκε στην κορυφή της αλυσίδας. Έγειρε το γαμψωτό του ράμφος αριστερά δεξιά και με κοιτούσε λαίμαργα. Έβλεπα το όρνιο πάνω απ' τοκεφάλι μου σαν τον Προμηθέα. Όπου να 'ναι θα αρχίσει να μου τρώει τα σπλάχνα. Κοίτα τώρα συγκυρία. Να παρομοιάζω τον εαυτό μου με τον Προμηθέα. Εγώ που σε όλη μου τη ζωή, τη μέχρι τώρα, δεν είχα ωφελήσει τον κόσμο σε τίποτα. Ένας άχθος αρούρης ήμουνα. Εκείνος, ένας ημίθεος έγινε επαναστάτης καιτα 'βαλε με την εξουσία. Αποστάτης θα 'πρεπε να 'λεγα, που πρόδωσε την τάξη του για να βοηθήσει την ανθρωπότητα προσφέροντας τη γνώση και την ενέργεια. Όχι, όχι επαναστάτης ήτανε, που αντιστάθηκε στην εξουσία, γιατί θέλησε την πρόοδο και την εξέλιξη, προσφορά στην κοινωνία...

 

Το αγρίμι ζύγισε το κορμί του, πάνω στα γαμψά του νύχια, ξεδίπλωσε τα φτερά του πού θα 'ταν δυο μέτρα και μου σκέπασαν τον ουρανό. Αετός ήταν, κοράκι ήταν, δεν ήξερα. Πάντως δεν ήταν γύπας. Μόνον ένας Ηρακλής θα μ'έσωζε απ' την κατάσταση πού βρισκόμουν. Πρότεινε το ράμφος προς εμένα κι ασυναίσθητα έβαλα τα χέρια μου μπροστά στα μάτια για να αποφύγω τι; Δεν ήξερα. Ήμουν έρμαιο του αγριμιού που θα μπορούσε να με κατασπαράξει σε δευτερόλεπτα. Στη στιγμή έβγαλε ένα περίεργο χουρχουρητό και μετά κάτι σαν κρόου, κρόου που μου 'κοψε το αίμα. Που 'σαι βρε Ηρακλή να με σώσεις απ' του Δία την αδικία. Άρχισα να στριγγλίζω και να φωνάζω ξού, ξού και άλλα τέτοια. Και κει που πίστεψα ότι έφτασε η ύστατή μου ώρα και θα μου φάει τα σπλάχνα, ξαναπλατάγισε τα φτερά του πιο δυνατά και κρώζοντας περίεργα πέταξε κυνηγώντας μια περιστέρα. Είχα ξεφύγει από τον φτερωτό κίνδυνο και περίμενα ταχειρότερα. Κοίταξα τον ήλιο που είχε φτάσει μεσούρανα.

 

Το σάλιο μου είχε στεγνώσει και είχα αρχίσει να διψάω. Και πάλι ακούστηκε ο αντίλαλος. Λέααα... Λέαααα... Λέαααα... Τώρα την ηχώ, την άκουγα σαν να 'ταν πιο κοντά. Λέααα... Λέααα... Λέααα...Σίγουρα με ζητούσε ο Νίκος. Ποιος άλλωστε θα βρισκόταν στις κακοτράχαλες αυτές σάρες και στα δυσπρόσιτα βουνά και φαράγγια;

 

Θυμήθηκα ότι λίγο πιο πάνω είχα αφήσει το σακίδιό μου, για να μπορώ να βαδίζω λευτερωμένα. Αν το 'βρισκε ο φίλος μου, θα καταλάβαινε που περίπου βρισκόμουν... Κοίταξα τη θάλασσα που είχε αγριέψει κι άκουγα τα κύματα που χτυπούσαν στους τεράστιους βράχους, που έμοιαζαν να τους έχουν κόψει με μεγάλο μαχαίρι. Πάλι ο ίλιγγος με τύλιξε και ήθελα αν μπορούσα να ανοίξω φτερά αν είχα για να πετάξω. Μόνον έτσι θα σωνόμουνα απ' το μαρτύριο που ζούσα, δεν ξέρω για πόση ώρα. Τώρα ο ήλιος είχε γυρίσει στην πλάτη μου και με χτυπούσε στο κρανίο.

 

Το αίμα είχε ξεραθεί στο μέτωπό μου κι έβαλα τα δάχτυλά μου, για να βεβαιωθώ αν ήταν βαθύ το χτύπημα. Ευτυχώς υπήρχε ένα άσχημο γρατσούνισμα. Το Λέααα... Λέααα... Λεααα... ξανάρθε στ' αυτιά μου. Ναι ήτανε ο Νίκος που φώναζε απεγνωσμένα. Άρχισα σιγά, σιγά να θυμάμαι. Είχα γλιστρήσει στο ακρόχειλο του στενού και κατακόρυφου μονοπατιού και με το πέσιμο θα 'παθα διάσειση κι έχασα τον κόσμο, που ευτυχώς λίγο-λίγο μ' έφερνε στασυγκαλά μου, κι αναρωτιόμουν μήπως βρισκόμουν στην ύστατη ώρατης ζωής μου. Ποιές πιθανότητες έχω να ζήσω; Καμία. Κι αν έρθει κι' άλλος αέρας, που πολύ το φοβάμαι, θα με τσακίσει στα πλευρά του βράχου; Του βουνού πες καλύτερα. Βέβαια, υπήρχε κι άλλη πιθανότητα, να με τσουρούφλιζε ο ήλιος, που βρισκόταν κορυφωμένος και είχε αρχίσει και μου καψάλιζετο σβέρκο, χωρίς να ξεχνάω τα όρνια καιτο σπάσιμο της αλυσίδας που θα μ' έριχνε στην άβυσσο. Έπρεπε να 'ρθω στο βουνό των Αγίων γιανα χαθώ; Μήπως όμως είναι και μια τιμωρία αυτό που παθαίνω; Και γιατί αυτό; Δε θυμάμαι να έκανα σε κανέναν κακό. Ζούσα μια ήρεμη ζωή κι ωστόσο μέσα σε δυο μήνες αυτό το καλοκαίρι έχασα τρεις ανθρώπους. Μήπως θα'πρεπε γι' αυτό να πληρώσω; Μήπως όμως ήρθα εδώ επάνω ασυναίσθητα για να επικοινωνήσω με το Θείο; Πιο Θείο: Η αμάχη αυτή κρατάει μέσα μου από την εφηβεία. Και μη μουπει κανείς πως είναι δίκαια αυτά που τώρα τραβάω. Όχι βέβαια, όχι. Άρα ο δικός μου Θεός ο βαθύτερος, είναι άδικος. Και η σκέψη αυτή θα με ταλανίζει για όσο ζήσω. Αν φυσικά ζήσω, που φυσικά δεν το βλέπω.

 

Σαν μπήκε η άνοιξη, είχα μια ψυχική ευφορία και λογαριάζαμε με την αγαπημένη μου Αγνή, να συνεχίσουμε με γάμο σε κοινή πορεία. Όμως λίγο μετά, ο καιρός μου τα 'φερε τούμπα. Προτού κάνουμε γάμο είχαμε δυστυχώς κηδεία. Τι κηδεία, κηδείες πες καλύτερα. Και μια που άρχισα να θυμάμαι ας βάλω τα πράγματα στη σωστή τους σειρά, τα όσα πέρασα σκοτώνοντας τις οδυνηρές στιγμές που περνάω τώρα.Δεν είναι και το καλύτερο, να βρίσκεσαι κρεμασμένος πάνω απ' την άβυσσο, δίχως λύση για το μετά...

 

 

 

 

 

 

 

 

Αχιλλέας Τσουράκης

Συγγραφέας

Διαβάστηκε 294 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)