Εκτύπωση αυτής της σελίδας
10
Φεβρουαρίου

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ - ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΤΗ ΚΑΤΡΑΚΗ

Κατηγορία Ποίηση

Εις το Κοσιφοπέδιο ξεκίνησε η μάχη

χωρίς και να γνωρίζουν ποιος το πάνω χέρι θα ’χει.

Οι Ούγγροι κι άλλοι Χριστιανοί γενναία πολεμήσαν

απ’ της αυγής το χάραμα μα κείνοι που νικήσαν

ήταν των Τούρκων ο στρατός με τα βαριά κανόνια

των γενιτσάρων τις ορδές που πολεμούσαν χρόνια

όλες τις μάχες κέρδιζαν τη μια μετά την άλλη

κι έκαναν την πατρίδα τους ακόμα πιο μεγάλη.

Ήτανε πια δέκα οκτώ γενναίο παλικάρι

και της μεγάλης χώρας του πήρε το χαλινάρι.

Διόρισε τους υπουργούς και τους αξιωματούχους

τους στρατηγούς τους σύμβουλους και όλους τους ευνούχους.

Έφερε στο χαρέμι του γυναίκες σαν βλαστάρια

αλλά και τα πιο όμορφα της χώρας παλικάρια.

Μέτριος στο ανάστημα αλλά γεροδεμένος

ήταν η μύτη του κυρτή στην όψη αγριεμένος.

Σε όλους ήταν δύσπιστος φοβόταν την απάτη

και είχε τη φαρέτρα του με δισταγμούς γεμάτη.

Στη Δύση όλοι νόμιζαν πως είχανε να κάνουν

με ένα άπειρο παιδί και άρχισαν να φτάνουν

πρέσβεις για να τον συγχαρούν δώρα να του προσφέρουν

και όλοι ήταν σίγουροι πως δε θα υποφέρουν

άλλο πια ’πο επιδρομές κι από λεηλασίες

και δε θα γίνονταν τζαμιά άλλες πια εκκλησίες.

Όσο για το Βυζάντιο που είχε απομείνει

’πο λίγες πόλεις μοναχά και ζήταγε ειρήνη

είπε ότι δεν πρόκειται να τις υποδουλώσει

αλλά θα μείνουν λεύτερες και χρήμα θα τους δώσει

για να σταθούν στα πόδια τους και όρθιες να μείνουν

πιστεύοντας ότι κι αυτές δικές του θε να γίνουν.

Στο Άγιον Όρος έδωσε υπόσχεση πως ότι

ανάμεσα στους Χριστιανούς θα είναι πάντα πρώτοι

σε όλα τα προνόμια που θ’ απονεμηθούνε

για να μπορούν οι Χριστιανοί ελεύθεροι να ζούνε.

Κι όλοι τόνε πιστέψανε γιατ’ είχε σύμβουλό του

τον φιλειρηνικό Χαλήλ ασπίδα στο πλευρό του

π’ αγάπαγε τους Χριστιανούς αλλά και την ειρήνη

και σίγουρα δεν ήθελε άλλη σφαγή να γίνει.

Μα και στην Παπική Αυλή όλοι εφησυχάσαν

κι όλες τις ευκαιρίες τους που δόθηκαν εχάσαν

για να διοργανώσουνε μία σταυροφορία

και να διαλύσουν του Ισλάμ την Αυτοκρατορία

που μέρα-μέρα αύξανε γινόταν πιο μεγάλη

και στην Κωνσταντινούπολη επικρατούσε ζάλη

αφού δεν είχε αγροτιά φόρους για να εισπράξει

και σ’ όλη τη διοίκηση να βάλει μία τάξη.

Οι επαρχίες της σχεδόν ήταν κατειλημμένες

υπόδουλες αδύναμες και αλλοτριωμένες.

Μα κι όταν αποφάσισε ο Πάπας να δηλώσει

ότι τη Βασιλεύουσα των Χριστιανών θα σώσει

με όσα είχε χρήματα ένα στρατό θα στείλει

προτού το μισοφέγγαρο στην Πόλη ανατείλει

αμέσως ξεσηκώθηκαν άρχοντες απ’ τη Δύση

κι από τον Πάπα ζήτησαν ευθύς να απαιτήσει

από τον Αυτοκράτορα κι από τον Πατριάρχη

κι απ’ όποιον άλλον άρχοντα μέσα στην Πόλη άρχει

να εφαρμόσουν πάραυτα το διάταγμα π’ ορίζει

την ένωση των Χριστιανών και που ξεκαθαρίζει

ο Πάπας θα ’ναι αρχηγός των Χριστιανών στην Πόλη

και πως την ηγεσία του θ’ αναγνωρίσουν όλοι

οι Χριστιανοί που κατοικούν σε όλον τον πλανήτη

και τότε θα ’ναι βέβαιοι πως δε θα σπάσει μύτη

πως μια μεγάλη πανστρατιά θα ’ρθει από τη Δύση

και των απίστων τη γενιά από τη γη θα σβήσει.

Αν όμως κι αθετήσουνε πια την υπογραφή τους

να ξέρουν ότι έρχεται και η καταστροφή τους

μονάχοι τους θα μείνουνε στου δράκοντα τα νύχια

αφού πια δε θα λάβουνε της Δύσης τη βοήθεια.

Ο Δράκος θα ’ρθει σύντομα να τους κατασπαράξει

αφού μ’ όσα υπόγραψαν δε φάνηκαν εντάξει.

Ο Πάπας υποχώρησε και το φιρμάνι στέρνει

το παίρν’ η Αυτοκράτορας κι ανάστατος πηγαίνει

και βρίσκει το Γεννάδιο όπου σαν Πατριάρχης

των ορθοδόξων Χριστιανών φύλακας και μονάρχης

την ένωση υπέγραψε και τώρα αθετούσε

κι από τις υποσχέσεις του καμία δεν τηρούσε

κι ο δόλιος Αυτοκράτορας ήταν εκτεθειμένος

γι’ αθέτηση υπογραφής και σφόδρα θυμωμένος

αφού ’βλεπε πως χάνεται κάθε του μια ελπίδα

και όλα θα αφανιστούν στη μαύρη καταιγίδα.

Μα στύλος ο Γεννάδιος του λέει πως πλανήθη

αφού μια τέτοια σύμβαση δε θέλουνε τα πλήθη

των Ορθοδόξων Χριστιανών κι όλες οι εκκλησίες

την ένωσ’ απορρίπτουνε και με γονυκλισίες

παρακαλούνε το Θεό ένωση να μη γίνει

έστω κι αν είναι να καούν στου πόνου το καμίνι

ούτε οι Ρώσοι θέλουνε οι Σέρβοι οι Βουλγάροι

και όλοι οι επίσκοποι που φέρουνε τα βάρη

της πίστης στο Θεάνθρωπο και στην Ορθοδοξία

και μ’ απαντούν όλοι μαζί πως θα ’ναι προδοσία

εάν αναγνωρίσουμε τον Πάπα σαν ηγέτη

των Χριστιανών ηγήτορα και μέγα ευεργέτη.

Κάλλιο ’χω να υποταχθεί κι η Πόλη στο Σουλτάνο

κι απ’ της δουλείας τα δεσμά ό,τι μπορώ να κάνω

παρά να δω τους Χριστιανούς να γίνονται κομμάτια

προδότες και επίορκοι στης Παναγιάς τα μάτια.

Δύσκολο βλέπω να γενεί μία σταυροφορία

κι άδικα θα υποταχθεί όλ’ η Ορθοδοξία

στου Πάπα και στων δυτικών όλες τις απαιτήσεις

χωρίς στο τέλος της γραφής και κάτι να κερδίσεις

γιατί η Πόλη θα στο πω είναι πια ξεγραμμένη

μόνη χωρίς περίχωρα στα τείχη της κλεισμένη

και αν αντέξει το σπαθί θα ’ρθει λιμοκτονία

που θ’ αναγκάσει στον εχθρό να δώσει τα ηνία.

Γι’ αυτό και ’γω τα παρατώ πάω σε μοναστήρι

και δε με νοιάζει αν γευτώ του πόνου το ποτήρι.

Μένει ο Αυτοκράτορας με μάτια γλαρωμένα

και στην καρδιά του βάραιναν της τύχης τα γραμμένα

έβλεπε τ’ αδιέξοδο και τον γκρεμό μπροστά του

και να του σφίγγει το λαιμό η μαύρη συφορά του.

Βρισκότανε στο δίλημμα τι να πρωτοθυσιάσει

την πίστη ή την Πόλη του το θρόνο του πριν χάσει.

Είχε δεχτεί την ένωση για χάρη της πατρίδας

ανάχωμα κι αποτροπή της μαύρης καταιγίδας

που ’βλεπε στον ορίζοντα κοντά του να πλησιάζει

και την αδρεναλίνη του στα ύψη ν’ ανεβάζει

αλλά δεν εύρισκε πιστούς να τον υποστηρίζουν

και όσα συνεφώνησε με ψήφο να στηρίζουν.

Στράφηκε στο Γεννάδιο και του ’πε λίγα λόγια

που μοιάζανε προοίμιο σε κάποια μοιρολόγια:

«Πολύ μ’ απογοήτευσες δεν ξέρω τι να κάνω

όλα στραβά μου έρχονται και το κουράγιο χάνω

έξω ο δράκος καρτερεί έτοιμος να ορμήσει

την Πόλη του Χριστιανισμού να την εξισλαμίσει

την Πόλη που θριάμβευσε για χίλια τόσα χρόνια

έρχονται να σκεπάσουνε της συφοράς τα χιόνια.

Κακή είναι η ένωση υπάρχουν αντιρρήσεις

μα είναι προτιμότερη παρά να αντικρίσεις

να γίνετ’ η Αγιά Σοφιά τζαμί για το Σουλτάνο

το σκέπτομαι καμιά φορά και το κουράγιο χάνω.

Του Πάπα τον εκβιασμό και ’γω δεν τον εγκρίνω

όμως έτσι που γίναμε τούτη την ώρα κρίνω

πως θα ’ταν προτιμότερο η ένωση να γίνει

παρά η Πόλη να καεί στου τάφου το καμίνι.

Αλλά αφού επιθυμείς και να καλογερέψεις

πήγαινε και σου εύχομαι και κει να διαπρέψεις.

Εγώ ’μαι Αυτοκράτορας και δε θα παραδώσω

τα ιερά της Πόλης μου κι ένα κορμί θα δώσω

για της πατρίδας την τιμή και για την περηφάνια

και η ψυχή μ’ ανάλαφρη θα πάει στα ουράνια».

 

 

 

 

 

 

 

 

Πότης Κατράκης
Πεζογράφος-Ποιητής-Στιχουργός
Μέλος της "World Academy of Arts and Culture"
Επίτιμος Διδάκτωρ Λογοτεχνίας
Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Δικ.Συλλ.Πειραιά
Απόσπασμα από το ποίημα "Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ"
Εκδόσεις Λεξίτυπον-2017

Διαβάστηκε 289 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(12 ψήφοι)