Εκτύπωση αυτής της σελίδας
29
Ιανουαρίου

Κριτική για την παράσταση « Το Δρακοδόντι» στο Θέατρο « Ροές»: Ένα αλληγορικό παραμύθι….

Κατηγορία Θέατρο και Χορός

« Στου πόθου τα σκεπάσματα, νύχτα μ’ αστραποβρόντι
Έταξα στην αγάπη μου του Δράκοντα τ’ αδόντι

Και η καρδιά μου ελύσσαξε να δει και να γνωρίσει
Πού’ ναι του Δράκου η φωλιά και του Θεριού η βρύση…»


Ένα παραμύθι για την αγάπη, με δράκους ή ένας αλληγορικός μύθος για τη ζωή, τον έρωτα, τη μάχη και το θάνατο.


RIGOPOULOUΣτη σκηνή του θεάτρου « Ροές» παρουσιάζεται το μουσικό έργο: « Δρακοδόντι» από τη δισκογραφική δουλειά των Χαίνηδων σε στίχους του Δημήτρη Αποστολάκη σε συνεργασία με την ομάδα χορού και ακροβασίας που τιτλοφορείται: «Κι όμΩς κινείται» σε σκηνοθεσία και χορογραφίες της ομάδας και της Χριστίνας Σιουγιουλτζή, ( ιδρύτριας της ομάδας).


« Το Δρακοδόντι « μέσα από την υπέροχη ποίηση του Δημήτρη Αποστολάκη η οποία σέβεται το μέτρο, τη ρυθμικότητα του μέλους απόλυτα, οικοδομώντας ένα έμμετρο παραμύθι ανάλογο των λαϊκών μύθων της παράδοσης και σε συνεργασία με τη χορογραφημένη πλαισίωσή του από την ομάδα χορού: « Κι όμΩς κινείται», μας αφηγούνται την ιστορία ενός πολεμιστή που ορκίζεται στην αγαπημένη του αιώνια αγάπη και πως αφού εκείνη ζητά απόδειξη- πειστήρια για τη μεγάλη του αγάπη, εκείνος θα κινήσει γη και ουρανό, θα περάσει δυσκολίες για να βρει και να της φέρει το δόντι ενός δράκου. Όμως η μάχη με το δράκο είναι άνιση, ο δράκος είναι ένα θεριό που δεν νικιέται, παρ’ εκτός αν νικήσει ο ίδιος τον εαυτό του.


Ο Βιτσέντζος Κορνάρος στο αριστούργημά του « Ερωτόκριτος» λέει: « …γιατ ‘ όποιος δίχως πιβουλιά τον πόθο του ξετρέχει, εις την αρχή α βασανιστή, καλό το τέλος έχει».


Κι εδώ ο Δημήτρης Αποστολάκης ο δημιουργός του εξαίρετου ποιητικού λιμπρέτου, πιάνεται από τον έρωτα και ξετυλίγει το νήμα του μύθου.


Μιλά γι’ αυτόν τον ίδιο πόθο που κατακρημνίζει και ανασταίνει, γι’ αυτόν που γεννά τη χαρά μα και τον πόνο, γι’ αυτόν που κάνει τους εραστές να ονειρεύονται, να μάχονται, για τον γενναίο, τον ατίθασο, τον γενναιόδωρο, τον φαεσίμβροτο μα και τον αδηφάγο, τον άπληστο, τον επαναστάτη, τον ανένταχτο, τον εκδικητή, αλλά και τον ενδοσκόπο που οδηγεί στα μύχια της ψυχής, στην αυτοανακάλυψη.


Η ποιητική γλώσσα του Δημήτρη Αποστολάκη βασισμένη στην Κρητική διάλεκτο ( τοπολαλιά), σε μια ομοιοκατάληκτη στιχουργία, όπου η ρίμα ακολουθεί την ομαλότητα και κανονικότητα του ρυθμού, δίνοντας την αίσθηση ενός αυθεντικού δημοτικού τραγουδιού, μια γλώσσα ρέουσα που κλείνει μέσα της τη γοητεία του Κρητικού ιδιώματος ποιητική, ερωτική, λυρική, ιπποτική κάποιες φορές, χτίζει ένα πλούσιο σημειολογικά αριστούργημα με εφαλτήριο τον έρωτα ως κινητήρια δύναμη για να μιλήσει στην ουσία για τον έρωτα που δεν έχει όρια, δεν έχει εραστή ν’ αποδοθεί, γιατί αυτός ο έρωτας μιλά για τη ζωή.


Η σκηνοθετική προσέγγιση άρρηκτα συνδεδεμένη με τα χορογραφημένα μέρη που επιτεύχθηκε από όλη την ομάδα «Κι όμΩς κινείται» και τη Χριστίνα Σουγιουλτζή, φωτίζει όλες τις πτυχές των βαθύτερων συμβολισμών που απορρέουν από το έργο.


Ο Σαίξπηρ στο έργο του « Ρωμαίος και Ιουλιέτα» βάζει στα χείλη του Ρωμαίου έναν όρκο κι η Ιουλιέτα ζητά έναν άλλο μεγαλύτερο και δυσκολότερο: « Ρωμαίος: Κυρά μου μα το ευλογημένο φεγγάρι που ασημοβάφει τις κορφές των δέντρων.


Ιουλιέτα: Όχι, μην παίρνεις όρκο στο φεγγάρι, το άστατο που με το μήνα αλλάζει κάνοντας το γύρο του, μήπως κι η αγάπη σου αλλάξει σαν κι αυτό.
Ρωμαίος: Σε τι να σου ορκιστώ;
Ιουλιέτα: …..ορκίσου στον χαριτωμένο εαυτό σου, που’ ν’ της λατρείας μου ο Θεός, να σε πιστέψω».


Έτσι κι εδώ δεν αρκεί το δόντι του δράκου, πειστήριο της αγάπης του είναι η μάχη μαζί με το δράκο, με το θηρίο, το θηρίο που λέγεται ζωή ή θάνατος, αντάμα πάνε χέρι- χέρι κρατά η πνοή το σκοτάδι, η ανάσα το έρεβος, η πάλη τη θυσία ή τη λύτρωση.


Η μάχη, η πάλη με το δράκο οδηγεί στα κατάβαθα της ψυχής, μια εσώτερη αναζήτηση είναι η μάχη με τους δαίμονες που κουβανεί καθείς στην ψυχή του, με την αυτογνωσία και την απελευθέρωση, είναι το μυστικό ταξίδι της ζωής που σημασία έχει ο αγώνας, η πορεία όχι ο τελικός προορισμός, είναι το παιχνίδι με το Χάρο στα μαρμαρένια αλώνια που στοιχειώνει τους φόβους και τις θλίψεις, μια παρτίδα σκάκι όπως αυτή στην ταινία του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν « Έβδομη σφραγίδα» όπου ο ιππότης Αντώνιος Μπλόκ μαζί με τον ιπποκόμο του συναντούν έναν μαυροντυμένο άντρα που είναι ο Θάνατος μεταμφιεσμένος με τον οποίο θα παίξει μια παρτίδα σκάκι, έτσι κι εδώ ο θάνατος είναι μεταμφιεσμένος σε δράκο.

ACADAA
« Όφις, Θεός και άνθρωπος τόσο πολύ μοιάζουν» ακούμε να λέει ο αφηγητής Δημήτρης Αποστολάκης, δίνοντας τη θρησκευτική και συνάμα την υπαρξιακή διάσταση των αναπάντητων ερωτημάτων του ανθρώπου, τη συνύπαρξη του καλού και του κακού, την ηθική δύναμη της γνώσης και της ελευθερίας του πνεύματος που παρέχει και την καταδυναστευτική άγνοια, αναδεικνύει την τριαδική υπόσταση της ύπαρξης, αρχή- μέση- τέλος, γένεση, δημιουργία-πάλη, θάνατος, οδηγεί με τρόπο μοναδικό στην κατανόηση των φαινομένων, στην ολοκληρωτική κάθαρση σ’ αυτό που έλεγε ο Καζαντζάκης στην « Ασκητική» του: « Να πως με σαφήνεια και με σκληρότητα να καθορίζεις την παντοδυναμία του νου μέσα στα φαινόμενα και την ανικανότητα του νου πέρα από τα φαινόμενα- πρι να κινήσεις για τη λύτρωση. Αλλιώς δεν μπορείς να λυτρωθείς».


Το αλληγορικό αυτό παραμύθι μέσα από τις χορογραφίες της Χριστίνας Σουγιουλτζή και όλης της ομάδας « Κι όμΩς κινείται», μετατρέπεται σ’ ένα ονειρώδες χορόδραμα κίνησης, ακροβασίας, όπου η πλαστικότητα των σωμάτων και των κινήσεων των χορευτών σε ταυτόσημη δράση με τα αφηγηματικά μέρη δημιουργούν ένα ασύλληπτο αισθητικό αποτέλεσμα.


Μουσική, λόγος, κίνηση συμπλέουν αρμονικά, συμπορεύονται, δημιουργώντας τις εικόνες, αναδεικνύοντας το μύθο, άλλοτε τα σώματα αιωρούνται όπως οι ζωές τους, κι άλλοτε πάλι πάλλονται, στροβιλίζονται στις δονήσεις της μουσικής, στη μάχη με το δράκο, στον πόλεμο της ζωής, δίνοντας την αίσθηση κάποιες φορές πως νικούν ακόμα και το νόμο της βαρύτητας, κινήσεις που αποτελούν τη φυσική συνέχεια λόγου και μουσικής, την αποκωδικοποίηση των συμβολισμών και μια ολοκληρωμένη αισθητική- ψυχική απόδραση.


Την ομάδα «Κι όμΩς κινείται» αποτελούν οι χορευτές- ακροβάτες: Γεωργούλης Μάλκομ, Δαμόπουλος Νώντας, Μακατσώρης Χριστόφορος, Νούσκας – Βαρελάς Αλέξανδρος, Σουγιουλτζή Χριστίνα και Χαμηλοθώρη Λία.


Το σκηνογραφικό- εικαστικό μέρος της παράστασης αποδίδεται στον Camilo Bentancor ο οποίος είχε δημιουργήσει το δράκο μέσα από μια στιβαρή σιδερένια κατασκευή που αιωρείται στο κέντρο της σκηνής καθώς εμφανίστηκε από την οροφή όπου κατέβηκε αργά- τελετουργικά συνοδεία Κρητικής λύρας καταλαμβάνοντας την πιο καίρια, την κεντρική θέση στο χώρο, όπως και στο μύθο, ένας δράκος μεγαλοπρεπής, τρομακτικός που αναδεικνύει τη δύναμή του, ένας δράκος από το σώμα του οποίου κρεμιόνται, χορεύουν, πάλλονται, δονούνται τα σώματα των χορευτών προσπαθώντας να τον δαμάσουν, ένας δράκος που στο τέλος κομματιάζεται κι απομυθοποιείται, ευρηματική η εναέρια αποδόμησή του, αληθινή εικαστική παρέμβαση στο σκηνικό χώρο το γλυπτό του Camilo Bentancor.


Σκηνικά απλά, λιτά ένα μαύρο ύφασμα, μια καρέκλα και τα μέλη των χορευτών ενδύουν σκηνογραφικά τη σκηνή, χωρίς περιττά φτιασίδια, μεγαλόπρεπα όπως το « Δρακοδόντι».


Το μαύρο ύφασμα που μεταμορφώνεται σε βάρκα μεταφέρει το σώμα σιωπηλό κι ατάραχο στη λίμνη Αχερουσία και τα σώματα που στέκονται βουβά σαν μαριονέτες που η μοίρα κινεί τα νήματά τους, κάτω από τους επιβλητικούς φωτισμούς της Μαρίας Αθανασοπούλου σε απαλούς χρυσούς τόνους που δημιουργούσαν την αίσθηση του φωτός από κεριά ενισχύοντας την μυστηριακή ατμόσφαιρα της σκηνής, άλλοτε τελετουργικά κι άλλοτε με τις εξαιρετικές φωτοσκιάσεις που δημιουργούνταν μεγαλώνοντας τις διαστάσεις της μάχης με το δράκο, της αιώνιας αέναης πάλης με το κακό κι οι χορευτές γήινοι, μαχητές, πολεμιστές, φθαρτοί ωσάν χορός αρχαίας τραγωδίας που σπαράζει σύμφωνοι με το υπόλοιπο εικαστικό πλαίσιο ενδύονται τα κοστούμια της Αγγελικής Μάνεση και της Φανής Μουζάκη σε τόνους γκρί, ολοκληρώνοντας το αισθητικό αποτέλεσμα.


Όσο ωραίο κι αν είναι ένα ποίημα σαν μένει ακίνητο, είναι νεκρό, οφείλει να πάρει ζωή, να μιλήσει στις ψυχές κι εδώ αυτό επετεύχθη από την υπέροχη μουσική που έγραψαν πάνω στο λιμπρέτο οι Δημήτρης Αποστολάκης και οι Χαίνηδες.


Γι’ αυτή την έξοχη σχεδόν μαγική μουσική θα ήθελα να κάνω ξεχωριστή μνεία.


Μια Κρητική λύρα δίνει την έναρξη σ’ αυτό το ονειρώδες ταξίδι στα μονοπάτια του μύθου και ακολουθούν δρόμοι πολλοί, πλεγμένοι μεταξύ τους, έρχονται οι μουσικοί συμβολισμοί να συγκεράσουν τους ποιητικούς συμβολισμούς, ένα ταξίδι στο χώρο και το χρόνο της μουσικής.


Η Κρητική μουσική στο απόγειό της, άλλοτε συρτός- σιγανός- τελετουργικός όπως αυτός που χορευόταν από τους Μινωίτες στην αρχαία Κρήτη κατά τη διάρκεια των θυσιών κι άλλοτε πηδηχτός, όπως η σούστα, ωδή στον έρωτα, στο ερωτικό κάλεσμα στην ένωση των ανθρώπων, αλλά και πηδηχτός πολεμικός, χορός της μάχης, της επανάστασης όπως το πεντοζάλι που γράφτηκε για την απόφαση των Σφακιανών να ξεκινήσουν την επανάσταση απέναντι στον Τουρκικό ζυγό το 1769 με δώδεκα μελωδικά μοτίβα προς τιμή των δώδεκα πρωτεργατών της εξέγερσης.

ACADAAA
Κι ύστερα πάλι ένας σιγανός όπως αυτός που αναπαριστά το Θησέα και την πορεία του μέσα στο λαβύρινθο, έτσι κι εδώ το σκοτεινό ταξίδι μέχρι το αντάμωμα με το δράκο.
Οι Χαίνηδες έχουν κινηθεί με περισσή ευελιξία στις παραδοσιακές φόρμες, περνώντας σε βυζαντινούς δρόμους, σε ηπειρώτικα ακούσματα, έπειτα σε έναν Πυρρίχιο Ποντιακό πολεμικό χορό στο κονταροχτύπημα με το δράκο « Τότες ο κόσμος μαύρισε και γίνηκε η πλάση μαύρο φαρί κατάμαυρο, έτοιμο ν’ αφηνιάσει», στο χορό των Δερβίσηδων όπου βλέπουμε τους χορευτές να στροβιλίζονται, όπως και οι ζωές τους στο όνομα της αγάπης μέχρι την ολοκληρωτική – προσωπική τους εκμηδένιση οδηγούμενοι σε κατάσταση νιρβάνα.


Οι Χαίνηδες έχουν αντλήσει όλους τους συμβολισμούς που εσωκλείονται στα διαφορετικά είδη μουσικής και τους έχουν απόλυτα ενσωματώσει στο « Δρακοδόντι».
Και το μουσικό ταξίδι δεν έχει τέλος, εξόχως αρμονικά μεταφέρει την πεντατονική μουσική μέσα στο μύθο, με τα πολυφωνικά ακούσματα να δένουν τους παραδοσιακούς μύθους μεταξύ τους, να δένουν τις ψυχές που όλες το ίδιο ονειρεύονται και για τα ίδια μάχονται, για να καταλήξουν σ’ ένα τσάμικο λεβέντικο, νικητήριο, αγέρωχο, έναν τσάμικο που βιγλίζει τη ζωή κι ύστερα πάλι τις ηλεκτρικές νότες έντονες, σκληρές, αδυσώπητες να θυμίζουν πως τίποτα δεν τελείωσε, όπως και στη ζωή, όπως μαρτυρά στην «Ασκητική» του ο Καζαντζάκης: « Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο, καμωμένο από λάσπη και ονείρατα. Μα μέσα μου νογώ να στροβιλίζουνται όλες οι δυνάμεις του Σύμπαντου», δημιουργώντας ένα υψηλής αξίας μουσικό έργο Τέχνης.


Σ’ αυτή τη μουσική πανδαισία βρίσκονται ο Δημήτρης Αποστολάκης στη λύρα και το τραγούδι, ο Δημήτρης Ζαχαριουδάκης στην κιθάρα και το τραγούδι, ο Peter Jacques στην τρομπέτα, το φιλκόρνο, κλαρίνο και νέι, ο Τάκης Κανέλλος στα τύμπανα, η Σπυριδούλα Μπάκα στο τραγούδι, ο Μιχάλης Νικόπουλος στο λαούτο, μαντολίνο, μπουζούκι, τραγούδι και τέλος ο Γιάννης Νόνης στο μπάσο.


Ένα πολυφωνικό μουσικό έργο, ένας μύθος ακραιφνώς ιδεολογικός, ένας προάγγελος της γέννησης του κόσμου, ένα ιδεώδες της αγάπης, μα πάνω από όλα μια ωδή στην Αγάπη, στην μεγαλοπρέπειά της που δεσπόζει στις ζωές μας, στην κινητήρια δύναμη που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, στην αγάπη που ενώνει, που αγκαλιάζει, που ξέρει να μοιράζεται, στην αγάπη που δεν βολεύεται εύκολα και χιμάει στα κακοτράχαλα μονοπάτια, στην αγάπη που είναι αντάρτης ( όπως αυτό ακριβώς αντιπροσωπεύουν και με το όνομά τους οι Χαίνηδες), σ’ αυτήν που κάνει να είναι: « Γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα» όπως λέει στο ποίημά του « Λάμπρος» ο Διονύσιος Σολωμός, και δια στόματος Δημήτρη Αποστολάκη: « Σ’ αυτό τον κόσμο γίνεσαι ότι έχεις αγαπήσει και παίρνεις προίκα σου στερνή αυτά που’ χεις χαρίσει».

 

 

 

 

Μαριλιάνα Ρηγοπούλου
Εκπαιδευτικός, Σοπράνο, Κριτικός Θεάτρου

 

Info: Παραστάσεις κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 21:00 στο Θέατρο Ροές (Ιάκχου 16, Γκάζι, Αθήνα).

Διαβάστηκε 563 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)