Σε ηλικία 95 ετών εκοιμήθη το πρωί του Σαββάτου 25/1 ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, ο οποίος έδινε μάχη για τη ζωή του τις τελευταίες μέρες στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».
Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας είχε εισαχθεί σε νοσοκομείο των Τιράνων εξαιτίας ίωσης που τον ταλαιπωρούσε στις 30 Δεκεμβρίου αλλά στις 3 Ιανουαρίου η κατάστασή του επιδεινώθηκε και κρίθηκε αναγκαία η μεταφορά του στην Αθήνα.
Υπενθυμίζεται πως η αεροδιακομιδή του έγινε από τα Τίρανα στην Αθήνα με αεροσκάφος της Πολεμικής Αεροπορίας στο Στρατιωτικό Αεροδρόμιο της Ελευσίνας, και από εκεί μεταφέρθηε με μονάδα του ΕΚΑΒ- στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».
Χθες, Παρασκευή 24/1 η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε και οι γιατροί παρά τις σοβαρές προσπάθειες τους δεν κατάφεραν να τον κρατήσουν στη ζωή.
Η ανακοίνωση της Αρχιεπισκοπής
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της επίσημης σελίδας της Αρχιεπισκοπής «εκοιμήθη εν Κυρίω ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας κυρός Αναστάσιος. Η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας με βαθύτατη οδύνη αναγγέλλει την εις Κύριον εκδημία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας κυρού Αναστασίου. Ο Μακαριώτατος εκοιμήθη σήμερα, 25 Ιανουαρίου 2025, στις 8:30 π.μ. (ώρα Ελλάδος) σε ηλικία 95 ετών, στο Νοσοκομείο “Ο Ευαγγελισμός” των Αθηνών συνεπεία πολυοργανικής ανεπαρκείας. Είχε προηγηθεί πολυήμερη νοσηλεία στο Νοσοκομείο “Υγεία” των Τιράνων. Καλούμε το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησίας της Αλβανίας να προσεύχεται για την ανάπαυση της ψυχής του εκλιπόντος Προκαθημένου.Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κυρός Αναστάσιος υπήρξε ο αναστηλωτής και ανακαινιστής της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, την οποία ανέστησε κυριολεκτικώς εκ των ερειπίων μετά την πτώση του αθεϊστικού καθεστώτος. Με το θεόπνευστο όραμα και την ακάματη εργασία του, ανοικοδόμησε εκ βάθρων την εκκλησιαστική ζωή, ανήγειρε εκατοντάδες ναούς, συνέστησε εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα και ανέδειξε νέο κλήρο, προσφέροντας αδιάλειπτη θυσιαστική διακονία επί 33 και πλέον έτη.
Αιωνία αυτού η μνήμη!»
Η ζωή του και το σπουδαίο έργο του
Ο κατά κόσμον Αναστάσιος Γιαννουλάτος, Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος ήταν ο φωτισμένος ιεράρχης, ο διακεκριμένος πανεπιστημιακός δάσκαλος, που προτάθηκε για Νόμπελ Ειρήνης κατά τον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου, που αναγέννησε την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας και είχε σημαντικό ιεραποστολικό, κοινωνικό και συγγραφικό έργο.
Γεννήθηκε στον Πειραιά την 4η Νοεμβρίου 1929. Η μητέρα του ήταν από την Πρέβεζα, ο πατέρας του από τη Λευκάδα, ο παππούς του από την Κεφαλονιά. Μεγάλωσε στην Πρέβεζα κι αργότερα στον Πειραιά.
Σταθμοί στη ζωή του: το 1952, ολοκληρώνει αριστούχος τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών· το 1960, χειροτονείται διάκονος· τέσσερα χρόνια αργότερα πρεσβύτερος-αρχιμανδρίτης· το 1965-1969, σπουδάζει Θρησκειολογία, Ιεραποστολική και Εθνολογία στα Πανεπιστήμια Αμβούργου και Μαρβούργου· το 1972, εκλέγεται καθηγητής της Ιστορίας των Θρησκευμάτων του Πανεπιστημίου Αθηνών· το 1981-1990, ως τοποτηρητής της Μητροπόλεως Ειρηνουπόλεως (Κένυα, Τανζανία, Ουγκάντα) αναπτύσσει ευρύτατο ιεραποστολικό και κοινωνικό έργο· το 1991 γίνεται ομότιμος καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών· το 1992, εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας· και, το 2005, γίνεται επίτιμο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Θεολόγος, συγγραφέας, πρώην καθηγητής πανεπιστημίου και αρχιερέας. Ένας από τους προέδρους της κεντρικής επιτροπής του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών και επίτιμος πρόεδρος της Παγκόσμιας Διάσκεψης Θρησκευμάτων για την Ειρήνη. Διετέλεσε επίσκοπος Ανδρούσης και Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Ελλάδος.
Ήταν 24 Ιουνίου του 1992 όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέλεξε ως Αρχιεπίσκοπο της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας τον επίσκοπο Ανδρούσης Αναστάσιο Γιαννουλάτο και η Εκκλησία της Αλβανίας αποκτούσε και πάλι κεφαλή ύστερα από χρόνια.
Με σύνθημα το «Χριστός Ανέστη», ο Αρχιεπίσκοπος φθάνει στην Αλβανία από το 1991 ως Πατριαρχικός Έξαρχος προκειμένου να διαπιστώσει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η Ορθόδοξη Εκκλησία στη χώρα. Η οργάνωσή της ξεκίνησε από μηδενική βάση. Το έδαφός της ήταν κατεξοχήν εχθρικό, καθότι υπήρχε μεγάλη καχυποψία λόγω της ελληνικής καταγωγής του και καμιά εξασφάλιση οικονομικών πόρων. Όμως, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος εργάστηκε σκληρά όλα αυτά τα χρόνια και έδωσε ελπίδα –ελπιδοφόρο και το σύνθημά του «Χριστός Ανέστη»- και βοήθεια σε όλους ανεξαιρέτως στην Αλβανία, στα χρόνια που κράτησε το πηδάλιο της Εκκλησίας. Προχώρησε στην ανασύσταση και ανασυγκρότηση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας, με τη διαμόρφωση αρχικά νέου καταστατικού χάρτη το 2006. Καθόρισε, επίσης, τις σχέσεις της Εκκλησίας με την Πολιτεία με επίσημη Συμφωνία, η οποία έγινε νόμος του κράτους το 2009. Παράλληλα, ξεκίνησε τους αγώνες διεκδίκησης της εκκλησιαστικής περιουσίας την οποία το αθεϊστικό κράτος του Χότζα είχε δεσμεύσει.
Η Αλβανία απέκτησε σχολεία, πανεπιστήμια, ναούς, χώρους εργασίας και παραγωγής έργου για τις υπηρεσίες της Εκκλησίας, οικοτροφεία, πνευματικά κέντρα, χώρους αγάπης και φιλοξενίας για ορφανά και ηλικιωμένους, θεολογική ακαδημία για την εκπαίδευση των στελεχών της, ενώ η Αρχιεπισκοπή άνοιξε την αγκαλιά της όχι μόνο για τους χριστιανούς για τους οποίους έγινε σημείο αναφοράς, αλλά και για όλους όσοι είχαν ανάγκες χωρίς διακρίσεις.
Ο ιεραπόστολος των εθνών ήταν αντεπιστέλλον μέλος της Aκαδημίας Aθηνών από το 1993 έως το 2005 και έκτοτε επίτιμο μέλος της.
Είχε αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ Θεολογίας: της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, ΗΠΑ (1989), του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1995) και του St. Vladimir’s Theological Seminary (2003) και του Πανεπιστημίου Κραϊόβας (2006). Ακόμη, υπήρξε επίτιμο μέλος της Θεολογικής Aκαδημίας Mόσχας (1998) και εταίρος της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης (2001). Έλαβε Δίπλωμα π. Δημητρίου Στανιλοάε (η ανώτερη θεολογική διάκριση) του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου (2003). Ακόμη, αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ Φιλοσοφίας: του Tμήματος Iστορίας και Aρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Iωαννίνων (1996), του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Aθηνών (1996), του Tμήματος Πολιτικής Eπιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Σχολής των Nομικών, Oικονομικών και Πολιτικών Eπιστημών του Πανεπιστημίου Aθηνών και όλων των Tμημάτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Aθηνών (1998), του Tμήματος Διεθνών και Eυρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς (2001), του Tμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Kρήτης (2002), των Τμημάτων Φυσικής, Ιατρικής, Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και Πολιτικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών (2004), του Πανεπιστημίου Βοστώνης (2004), των Τμημάτων Ιατρικής και Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Επίσης, έλαβε το Χρυσούν Μετάλλιον (η ανώτατη διάκριση) του ως άνω Πανεπιστημίου (2005). Τέλος, υπήρξε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου (2007), του Πανεπιστημίου Κορυτσάς (2008), του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας καθώς και εκείνου της Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού των Παρευξείνιων Λαών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (2009).
Επιπρόσθετα, είχε παρασημοφορηθεί με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος της Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας από τον Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, τον Μεγαλόσταυρο της Ρουμανικής Δημοκρατίας, τον Σταυρό του Αποστόλου Ανδρέου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος των Ορθοδόξων Σταυροφόρων του Παναγίου Τάφου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, τον Τίμιο Σταυρό του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου Α’ του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, τον Σταυρό του Ισαποστόλου Βλαδιμήρου Α’ του Πατριαρχείου Ρωσίας, τον Μεγαλόσταυρο του Αποστόλου Παύλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον Σταυρό των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Τσεχοσλοβακίας, τον Σταυρό της Αγίας Αικατερίνης της Ιεράς Μονής Σινά, τον Χρυσό Σταυρό μετά Δαφνών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, το αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το Χρυσό Κλειδί της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Λαμίας, μεταξύ άλλων.
Πάντα με ταπεινότητα, είχε λάβει πολλά βραβεία. Μεταξύ αυτών, το βραβείο Giuseppe Sciacca «για την ιεραποστολική δράση και την κοινωνική αλληλεγγύη», σε ειδική τελετή η οποία πραγματοποιήθηκε το 2015 στη Ρώμη.
Πηγή:newsbeast.gr