Είναι η πρώτη μελέτη που συσχετίζει τις συνέπειες της αρτηριακής πίεσης με 12 διαφορετικές καρδιαγγειακές παθήσεις, σε διάφορες ηλικιακές ομάδες. Οι ερευνητές, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο διεθνούς κύρους ιατρικό περιοδικό «The Lancet», ανέλυσαν στατιστικά στοιχεία για 1,25 εκατ. ανθρώπους και πρόκειται να κάνουν σχετική παρουσίαση σε διεθνές συνέδριο της Ευρωπαϊκής και της Διεθνούς Εταιρείας Υπέρτασης, που θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα στις 13-16 Ιουνίου.
Οι 1,25 εκατ. άνθρωποι ήταν ηλικίας άνω των 30 ετών και παρακολουθήθηκαν κατά μέσο όρο επί μία πενταετία. Από αυτούς, περίπου το ένα πέμπτο έπαιρνε φάρμακα για τη μείωση της υπέρτασης. Σε οποιαδήποτε ηλικιακή ομάδα, τον μικρότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής πάθησης είχαν άτομα με συστολική πίεση 9 έως 11,4 και διαστολική 6 έως 7.
Η έρευνα αποκαλύπτει ότι οι άνθρωποι με την υψηλότερη συστολική πίεση (ο μεγαλύτερος αριθμός στις μετρήσεις της πίεσης) κινδυνεύουν περισσότερο από αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο, καθώς και από σταθερή στηθάγχη, ενώ αυτοί με συστηματικά υψηλότερη διαστολική πίεση (η μικρότερη μέτρηση) κινδυνεύουν πιο πολύ από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής της καρδιάς.
«Τα ευρήματά μας δεν επιβεβαιώνουν την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι τόσο η συστολική όσο και η διαστολική πίεση έχουν παρόμοιες επιπτώσεις για όλες τις καρδιαγγειακές παθήσεις και σε όλες τις ηλικίες» δήλωσε η Ραψομανίκη.
Η έρευνα δείχνει ότι, παρά τις προόδους της σύγχρονης φαρμακευτικής θεραπείας, το βάρος της υπέρτασης παραμένει σημαντικό. Για παράδειγμα, ένας 30χρονος με υπέρταση (συστολική πίεση άνω του 14 και διαστολική άνω του 9) έχει κίνδυνο 63% να εμφανίσει κάποια καρδιαγγειακή πάθηση στη ζωή του, έναντι πιθανότητας 46% ενός ατόμου με φυσιολογική πίεση, ενώ αναπτύσσει κάποια καρδιαγγειακή πάθηση πέντε χρόνια νωρίτερα από κάποιον με κανονική πίεση.
«Με τόσο υψηλό κίνδυνο, είναι ύψιστη η ανάγκη για νέες στρατηγικές μείωσης της αρτηριακής πίεσης» ανέφερε η Ραψομανίκη, η οποία γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στη Βρετανία, όπου ειδικεύτηκε στη βιοστατιστική και επιδημιολογία στο Κολέγιο Μπίρκμπεκ του Λονδίνου. Στην έρευνα συμμετείχε και ο ελληνικής καταγωγής Σπύρος Δεναξάς, επίσης από το Ινστιτούτο Farr και το Πανεπιστήμιο UCL.
πηγή:zougla.gr