Είναι η περίοδος που ο κάθε νέος γεμάτος όνειρα και ενθουσιασμό ξεκινά τη ζωή του, ξεχνώντας και πολλές φορές αγνοώντας τους κινδύνους που παραμονεύουν στην προσπάθειά του αυτή. Κίνδυνοι που φωλιάζουν στα πολυάριθμα προβλήματα που τον κατακλύζουν. Προβλήματα συναισθηματικά, οικονομικά, κοινωνικά, προβλήματα προσαρμογής κ.ά.
Είναι η τελευταία φάση της ανάπτυξης, το τελευταίο στάδιο στην πορεία του ατόμου προς την ωριμότητα. Στο διάστημα αυτό ο έφηβος παρουσιάζει χαρακτηριστικά που θυμίζουν την παιδική ηλικία και άλλα που θυμίζουν την ώριμη. Γι’ αυτό και η περίοδος αυτή ονομάζεται «μεταβατική».
Ο ακριβής καθορισμός των χρονικών ορίων έναρξης της εφηβικής ηλικίας παρουσιάζει σημαντικές δυσχέρειες. Ως αφετηρία της περιόδου λαμβάνεται «το χρονικό σημείο στο οποίο το άτομο γίνεται ικανό για αναπαραγωγή και ως πέρας το χρονικό σημείο στο οποίο το άτομο θεωρείται έτοιμο να αναλάβει το ρόλο του ενηλίκου».(Ι.Ν.Παρασκευόπουλος).
Μεγαλύτερες δυσχέρειες παρουσιάζει ο χρονικός προσδιορισμός του τέλους της εφηβικής ηλικίας, γιατί η ωριμότητα καθορίζεται και από το είδος της κοινωνίας που ζει το άτομο (τόπος και χρόνος). Η απόκτηση της ψυχοκοινωνικής ωριμότητας δημιουργεί ασάφεια και σύγχυση, γιατί έχει σχέση άμεση με τα εκάστοτε κοινωνικά δεδομένα. Μπορεί ωστόσο να υποστηριχθεί ότι βιοσωματικά και ψυχοπνευματικά το άτομο είναι ήδη ώριμο από το 18ο έτος της ηλικίας του.
Ωρισμένοι μελετητές χωρίζουν την εφηβεία σε δύο φάσεις: Την ήβη, ή προεφηβεία, που είναι μια περίοδος μεταβατική μεταξύ της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας, και την εφηβεία. Άλλοι δέχονται ότι η ήβη και η εφηβεία έχουν κοινή αφετηρία (την εφηβεία). Η διαφορά τους είναι φραστική, αφού η ουσία είναι η ίδια.
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζει το τέλος μιας εποχής στη ζωή του καθένα και η αρχή μιας άλλης. Πρόκειται για μια περίοδο αλλαγών για το άτομο. Αλλαγών σωματικών, νοητικών, ψυχολογικών. Το σώμα αναπτύσσεται με μεγάλη ταχύτητα. Εμφανίζονται τα δευτερογενή χαρακτηριστικά του φύλου (η έμμηνος ρύση στα κορίτσια και η εκσπερμάτωση στα αγόρια) και το σώμα μπαίει στην πορεία της τελικής του διαμόρφωσης και λειτουργίας.
Από νοητικής πλευράς εμφανίζεται η υψηλότερη μορφή αφηρημένης σκέψης και λογικής, το στάδιο που ο Πιαζέ ονομάζει στάδιο των «Τυπικών χειρισμών». Τις βιολογικές αλλαγές συνοδεύει η αύξηση της ενέργειας των ενστίκτων, σεξουαλικών και επιθετικών. Έτσι διαταράσσεται η ισορροπία και ο έλεγχος και αναπτύσσονται νέοι μηχανισμοί άμυνας και προσαρμογής.
Μέσα σ΄όλα αυτά, αλλάζει και η σχέση με τους γονείς. Είναι η περίοδος που η Άννα Φρόιντ ονομάζει περίοδο της «Δεύτερης Ανεξαρτητοποίησης». Η πρώτη γίνεται στα προσχολικά χρόνια (1-5 ετών), όταν το παιδί παραμένει μέσα στην οικογένεια, σωματικά και συναισθηματικά. Στην εφηβεία θα αποζητήσει έντονα και θα ταυτιστεί με πρόσωπα έξω από το οικογενειακό του περιβάλλον. Θα πρέπει να επιτύχει την οριστική απομάκρυνση από τους γονείς και θα αναλάβει ο ίδιος τις ευθύνες του ως ενήλικος. Έτσι μπορούμε άνετα να υποστηρίξουμε ότι η εφηβεία είναι μια περίοδος αλλαγών, ανάπτυξης, ολοκλήρωσης, αλλά και μια περίοδος αυξημένων ψυχοσυγκρούσεων και απαιτήσεων, όσον αφορά τις δυνατότητες προσαρμογής του ατόμου.
Η προσαρμογή λοιπόν του εφήβου στην πραγματικότητα, η επιτυχία ή η αποτυχία της, δεν εξαρτάται μόνο από τους κοινωνικούς παράγοντες, αλλά και από τις ατομικές, τις προσωπικές διεργασίες. Παρόλο που τα προβλήματά του και γενικά η συμπεριφορά του προσδιορίζονται από τις κοινωνικοπολιτισμικές δομές και αλλαγές, δε θα έπρεπε να υποτιμούμε το ρόλο που διαδραματίζει το ατομικό ψυχολογικό υπόβαθρο του κάθε εφήβου, την παράλληλη εξέταση της παιδικής του ηλικίας, αλλά και της ιστορικής του παιδικής ηλικίας, που τα πρότυπά της διαμορφώνουν την προσωπική μυθολογία του εφήβου.
Ο έφηβος, αυτός ο «ΑΛΛΟΣ»
Κύριος στόχος της εφηβείας, είναι η κατάκτηση της «ταυτότητας εαυτού», που κάνει τον έφηβο να γίνει ο ΑΛΛΟΣ. Η «ταυτότητα εαυτού» κρυσταλλώνεται κυρίως σε δύο άξονες: τη συνολική ταυτότητα και την επαγγελματική - κοινωνικο-ιδεολογική ταυτότητα. Ολοκληρώνεται εφ’ όσον εξελιχθούν φυσιολογικά διάφορες βιολογικές και ψυχοσεξουαλικές διεργασίες που οδηγούν στη λύση του Οιδιπόδειου Συμπλέγματος και στην ανάπτυξη ενός ώριμου Εγώ.
Στην περίοδο αυτή ο έφηβος πρέπει να κατακτήσει έναν αληθινό εαυτό και να γίνει ο «ΑΛΛΟΣ». Συχνά αναρωτιέται ο γονιός: Ποιος είναι αυτός ο έφηβος; Δεν τον γνωρίζει, δεν τον καταλαβαίνει. Δεν είναι το παιδί που ήξερε. Τι συνέβη; Ποιος είναι αυτός ο «άλλος», είναι ξένος; Ο έφηβος λοιπόν είναι αυτός ο άλλος, ο παράξενος, ο διαφορετικός, ο συχνά αλλόκοτος και ακατάληπτος. Είναι αυτός που αγωνίζεται για τη δημιουργία της δικής του ταυτότητας, και ο δρόμος για την κατάκτησή της περνά μέσα από την κρίση του ιδίου και της οικογένειάς του.
Δεν είναι βέβαιο ότι η εφηβεία θα είναι ένα ανέφελο ταξίδι, ακόμη και για το παιδί που η αγωγή του στην παιδική ηλικία έγινε με σύνεση. Συχνά συμβαίνει στις μέρες μας αυτό που ο Winnicott γράφει «σπείρατε ένα παιδί και (στην εφηβεία του) θα θερίσετε μια βόμβα.
Πρώτο κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της εφηβείας, που θα σταθούμε σ’ αυτό, είναι η άρνηση. Είναι τότε που δε θέλει να είναι το καλό και υπάκουο παιδί. Οι ψυχολόγοι και οι ψυχίατροι δε δέχονται τον έφηβο που δεν κάνει χρήση του «όχι». Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι η εφηβεία είναι η περίοδος της άρνησης, που και αυτή δημιουργεί την «κρίση». Και για να μπορέσει ο έφηβος να σταθεί στα πόδια του και στην κοινωνία πρέπει να τερματιστεί αυτή η κρίση.
Αλλιώς παραμένει η άρνηση, ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα που διατηρείται και αργότερα, στον ενήλικο βίο. Είναι ένα στοιχείο που μπορεί να διατηρηθεί από την εφηβική ηλικία, παρ’ όλο που τα άλλα στάδια τα περάσαμε επιτυχώς. Πολλές οορές, αν προσέξουμε, λέμε «όχι» πριν ακούσουμε τον άλλον τι θέλει να μας πει. Ίσως για να παρουσιάσουμε μια δύναμη, ή να κρύψουμε μια ανασφάλεια, ή ...
Στην εφηβεία καλείται ο έφηβος να μπορεί να ελέγξει τα «όχι» και τα «ναι» του. Να ξέρει πότε πρέπει να τα πει. Αυτό θα πει ωριμότητα. Την περίοδο αυτή καλούνται και οι γονείς να συνειδητοποιήσουν το ρόλο τους. Μια συνειδητοποίηση καθόλου εύκολη. Γιατί το προβάδισμα το έχει ο έφηβος, αυτός ο «ΑΛΛΟΣ». Γι’ αυτό πολλές φορές οι γονείς, μη προετοιμασμένοι για μια τέτοια κατάκτηση, στενοχωριούνται για την αγωγή που «δεν έδωσαν» στο παιδί τους και αρχίζουν να μαλώνουν μεταξύ τους για το ποιος απ’ τους δύο έσφαλε στην ανατροφή του. Έτσι βγαίνουν και τα δικά τους προβλήματα στην επιφάνεια, δοκιμάζονται οι σχέσεις τους και πολλές φορές σαν αποτέλεσμα έρχεται το διαζύγιο. (Μ.Χουρδάκη). Και τότε μέσα στα δικά τους βάσανα οι έφηβοι έχουν και τους γονείς τους που δεν συνεννοούνται πια. Μπορούμε λοιπόν να χαρακτηρίσουμε την περίοδο της εφηβείας «κρίση», όχι μόνον για τους εφήβους, αλλά και για τους γονείς.
Η κατάκτηση της Ταυτότητας Εαυτού
Ο Έρικσον (1946) προσδιόρισε ως πρωταρχικό στόχο της εφηβικής ανάπτυξης τη διαμόρφωση της ταυτότητας του «ΕΓΩ». Θεωρούμε ότι η έννοια «Ταυτότητα Εαυτού» είναι πληρέστερη και εμπερικλείει αυτό που ο Έρικσον ονόμασε «Ταυτότητα του Εγώ». Ταυτότητα λοιπόν, είναι η εμπειρία του εαυτού, ως μιας οντότητας που είναι συνεχής και παραμένει σταθερή στο χρόνο, ο «αληθινός εαυτός» του Winnicott (1965). Ο έφηβος καλείται να διαμορφώσει μία ενιαία και σταθερή εσωτερική εικόνα για τον εαυτό του ως πρόσωπο και για το ρόλο που θα διαδραματίσει μέσα στην κοινωνία. Είναι τότε που πρέπει να θέσει μια φιλοσοφία ζωής, αφού προηγουμένως αποκτήσει τις γνωστικές έννοιες που είναι απαραίτητες. Επίσης, είναι τότε που πρέπει να αποκτήσει προοπτική για οικονομική ανεξαρτησία, να διαμορφώσει ετερόφυλη σχέση, αφού προηγουμένως παραδεχθεί το φύλο του, να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση στα ερωτήματα:
«Ποιος είμαι;» «Από πού έρχομαι;» «Πού πηγαίνω;». Η αποτυχία διαμόρφωσης σωστής εικόνας εαυτού οδηγεί στη σύγχυση ρόλων-βασική αιτία πολλών μορφών διαταραχών συμπεριφοράς που παρουσιάζουν οι έφηβοι. Ασφαλώς ο έφηβος δεν κάνει μόνιμες και αμετάκλητες επιλογές. Οι αποφάσεις του επανέρχονται και επανεξετάζονται με βάση τα εκάστοτε δεδομένα, σε όλες τις φάσεις της ζωής. Στα χρόνια της εφηβείας όμως η προσωπικότητά του θα πάρει κάποια σταθερή μορφή, με βάση την οποία θα κατευθυνθεί στη ζωή του. Είναι γεγονός ότι πολλοί παράγοντες συντελούν στο να διαμορφώνει ο κάθε έφηβος τη δική του εφηβεία. Δεν υπάρχει έφηβος που να επαναλαμβάνει τον άλλον. Το βλέπουμε στα ίδια μας τα παιδιά, πόσο διαφορετική εφηβεία έχουν. Δύο είναι οι παράγοντες που κυρίως συντελούν σ’ αυτό: Η κληρονομικότητα -το κύτταρο- που παίζει σοβαρό ρόλο, και τα βιώματα της παιδικής ζωής του εφήβου, το περιβάλλον. Αυτό είναι σφραγίδα.
Τι είναι όμως τα βιώματα της παιδικής ηλικίας; Είναι οι σχέσεις με τους γονείς πρώτα, και μετά με τ’ αδέλφια (αν υπάρχουν). Είναι η ατμόσφαιρα που επικρατεί στο σπίτι και που την δίνουμε εμείς στο παιδί. Είναι αυταρχική; Αγχώδης; Νευρωτική, συνεργατική ή υπερπροστατευτική; Αυτά που τους μεταφέρουμε βγαίνουν στην εφηβική ηλικία.
Κυρίαρχο ρόλο παίζει και το είδος των λύσεων που έχει δώσει ο έφηβος στις προηγούμενες αναπτυξιακές κρίσεις του Εγώ (στάδια ανάπτυξης του Έρικσον). Κατά πόσο δηλαδή το παιδί έχει αποκτήσει κατά την περίοδο ανάπτυξής του τα βασικά θετικά στοιχεία (εμπιστοσύνη, αυτονομία, πρωτοβουλία και φιλοπονία), ή τα αρνητικά (δυσπιστία, αμφιβολία, ενοχή και κατωτερότητα). Επίσης συντελούν το είδος των ταυτίσεων που έχουν συντελεστεί στην οικογένεια, το είδος των εμπειριών που έζησε στα σχολικά χρόνια, το είδος της κοινωνίας που ζει και στην οποία καλείται να δράσει (ήθη και έθιμα το τόπου) κ.ά.. Σημαντικό είναι εξάλλου να εξετάσουμε το τι γονείς είμαστε και τι πρότυπα δίνουμε στα παιδιά μας. Όλα αυτά που προαναφέραμε είναι θεμελιακά και παίζουν πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του εφήβου.
Προοδευτικά και μέσα από τη λύση της κρίσης της εφηβείας, στο τέλος της και στην αρχή της ενήλικης περιόδου της ζωής, αλλάζει ο εαυτός και κρυσταλλώνεται η ταυτότητα. Αυτές οι τελευταίες διεργασίες χρωματίζονται και επηρεάζονται σημαντικά από την πολιτιστική παράδοση, τα ιδανικά και τις αξίες της συγκεκριμένης κοινωνίας μέσα στην οποία μεγαλώνει ο έφηβος και διαμορφώνουν αυτό που θα μπορούσε να ονομάσει κανείς κοινωνικο-ιδεολογική ταυτότητα.
Αν θέλουμε λοιπόν τα παιδιά μας να ενεργούν σωστά και υπεύθυνα, ας αρχίσουμε από τον εαυτό μας. Ας τους δώσουμε το σωστό παράδειγμα. Οι νέοι και οι γονείς μοιάζουν συχνά την περίοδο αυτή σαν άνθρωποι που βρίσκονται στην έρημο και δεν ξέρουν ποια κατεύθυνση να πάρουν και δεν βλέπουν κανέναν γύρω να μπορεί να τους δείξει το δρόμο.
Το πιο σημαντικό και ελπιδοφόρο μέσα σ’ αυτή την ασάφεια είναι ότι οι σημερινοί νέοι, αντίθετα με τους νέους προηγούμενων ετών, προσπαθώντας να ξεδιαλύνουν τον εαυτό τους, τις περισσότερες φορές συνειδητοποιούν τι πραγματικά συμβαίνει, και τότε λένε δημιουργικές αλήθειες. Όπως για παράδειγμα:
-Δεν πολεμάω εσένα. Τον εαυτό μου πολεμάω.
-Δεν επικοινωνώ μαζί σου, γιατί δεν επικοινωνώ με τον εαυτό μου.
Και τότε μόνοι τους προχωρούν, παύουν να αυτοπαγιδεύονται και ανακαλύπτουν τις βαθύτερες ανάγκες και δυνατότητές τους, έτσι που να μπορούν να πουν:
-Ξέρω ποιος είμαι. Ξέρω πού πάω.
Αικατερίνη Κουμανίδου
Εικαστικός-Ψυχολόγος
Οικογενειακή σύμβουλος Μετεκ/σα στη Ρώμη
τ.Δ/ντρια Κέντρου Πρόληψης & Ενημέρωσης της Τοξικομανίας & του AIDS του
Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού
Από τη μελέτη «ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ-ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΣΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ»
Έκδοση Τρίτη - Αθήνα 2006
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Χ. Κατάκης: «Ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους,, τους άλλους και τη ζωή γενικά οι νέοι στην Ελλάδα σήμερα. Μεθοδολογία-γενικές διαπιστώσεις». Στο «Ο έφηβος και η οικογένεια» (δύο Συμπόσια), εκδ.Εστία, 1982
- Αντ. Κουτσελίνης: «Εφηβεία και εγκληματικότητα», περ.Materia Medica Greca, τόμος 7, τεύχος 4
- Δ.Κυριαζής, Π.Σακελλαρόπουλος: «O έφηβος είναι ο άλλος; Κλινικές εικόνες». Στο «Ο έφηβος και η οικογένεια» (δύο Συμπόσια) εκδ. Εστία, Αθήνα 1982
- Σ.Ι.Μπαλογιάννης, Ψυχολογία, εκδ. Π.Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1984
- Μ. Νασιάκου: «Κοινωνικός καθορισμός της εφηβείας». Στο «Ο έφηβος και η οικογένεια» (δύο Συμπόσια), εκδ.Εστία 1982
- Ι.Ν.Παρασκευόπουλος: «Εξελικτική Ψυχολογία», Αθήνα 1992
- Μ.Χουρδάκη: «Οικογενειακή Ψυχολογία», εκδ.Γρηγόρη, Αθήνα 1992