Εκτύπωση αυτής της σελίδας
10
Δεκεμβρίου

« Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» Το νέο βιβλίο του ποιητή Αντώνη Γιαννόπουλου. Μια εξομολόγηση εκ βαθέων… -Κριτική της Μαριλιάνας Ρηγοπούλου

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΡΟΜΩΝ

«…Μια τεράστια ποιητική φλέβα ρέει διαχρονικά μέσα μου. Βάσανο που το έχω βιώσει από πολύ μικρός! Άλλοτε γίνεται σιωπηλό ποτάμι, άλλοτε χείμαρρος!


RIGOPOULOUΚαι ήτανε αρκετοί εκείνοι που προσπάθησαν με περιφρόνηση και εχθρότητα να θολώσουν το ποτάμι αυτό. Στην πλάνη των καιρών, ποτέ δεν κερδίζεις αυτό που σου αξίζει, όταν ομολογείς την αλήθεια, μου λέγανε. Γιατί πας ενάντια στον εαυτό σου και γίνεσαι ξένος με τις εποχές;…» μας λέει ο ποιητής Αντώνης Γιαννόπουλος, απογυμνώνοντας- αποκαλύπτοντας τον ίδιο του τον εαυτό, την καθαρότητα, την ενάργεια της γραφής του, μα πάνω από όλα την αντισυμβατική του ματιά στο κοινωνικό γίγνεσθαι χωρίς να ορρωδεί διόλου απέναντι στις φόρμες και τις αντιλήψεις της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων.


Κατά την αρχαία Ελληνική γλώσσα οι λέξεις έχουν « Διάνοια» κάτι που σημαίνει ύψιστο σημειολογικό υπόβαθρο, είναι ζωντανές, έμψυχες με εσωτερικό ρυθμό, αυτοκαθορίζονται. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στη γλώσσα του ποιητή Αντώνη Γιαννόπουλου, έχει παλμό, εσωτερικό τέμπο, η κάθε λέξη διανοείται, σκέπτεται, διαλογίζεται και αποφαίνεται, υφαίνει δεξιοτεχνικά τις πιο λεπτές αποχρώσεις των εννοιών, δημιουργώντας ένα απόλυτα εναρμονισμένο σύνολο, ενός χαρισματικού λεξιλογίου, όπου ως άλλος μαέστρος με την μπαγκέτα του τονίζει και την παραμικρή εννοιολογική διαβάθμιση όσων αφορά την ένταση και τη δυναμική τους.


Ο ποιητής Αντώνης Γιαννόπουλος χαλκεύει τις λέξεις δημιουργώντας ένα περίτεχνο μωσαϊκό από δίψυχες, δισυπόστατες λέξεις που άλλοτε υπηρετούν το λόγο κι άλλοτε τον υπερβαίνουν, οδηγώντας τον σε υψιπετείς ατραπούς νόησης, όπου το συμβατό και το έλλογο παραγκωνίζονται δίνοντας τη θέση τους στην αληθινή Τέχνη αυτή

 


των ζωντανών συμβόλων, των ήχων, των χρωμάτων, των μορφών, στη σφαίρα της διανόησης όπου: « η λογική δεν αντέχει να περπατήσει διότι ο αέρας εκεί είναι πολύ αραιός» όπως έλεγε ο Νίτσε. Το πεζογράφημα αυτό του Αντώνη Γιαννόπουλου: « Η Κυρά Του Κόσμου» είναι ένα αληθινό εγκαλλώπισμα της λογοτεχνίας.


« Η Κυρά Του Κόσμου» που τόσο εξόχως μας την παρουσιάζει ο ποιητής Αντώνης Γιαννόπουλος δεν είναι άλλη από την Πλατυτέρα, τη Μητέρα του Κόσμου, την Παναγία.


Όλο το έργο είναι μια βαθειά εξομολόγηση ενός απλού ταξιδιώτη απέναντι στο πρόσωπο της Θεοτόκου για τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο μας σήμερα, απεγκλωβίζεται από τα στεγανά, απελευθερώνεται και άλλοτε εξομολογείται κι άλλοτε απολογείται, άλλοτε παροτρύνει την Παναγία όχι μόνο να ακούσει, να αφουγκραστεί, να συντρέξει, αλλά και να δει από κοντά κι άλλοτε συγκρούεται.


Όμως αυτός ο απλοϊκός άνθρωπος που ξεδιπλώνει τα μύχια της ψυχής και των σκέψεών του στην ουσία δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον ποιητή όταν μας λέει: « Έχουν πρόσωπο οι ποιητές! Έχουν βλέμμα καθαρό και ξάστερο που κάποιοι θέλουν να τους το κρύβουν. Γιατί οι σκέψεις τους από το νου τους, πηγάζουν ελεύθερες. Δεν προσδιορίζονται, δεν στρατολογούνται. Είναι ψυχές αιώνιες που δεν ικανοποιούνται, γιατί γυρεύουν πάντα την ανύψωση! Ενώ γράφουνε ως θνητοί, διαλογίζονται σαν αθάνατοι. Θαρρείς πως υπάρχει μια φλόγα ζωντανή μέσα τους που δεν τη γερνάει ο καιρός».


Αυτή η αγέραστη, η αθάνατη φλόγα τον οδήγησε σε μια καινοτόμα γραφή, άκρως αποκαλυπτική που βρίθει τόσο ποικιλοτρόπων τεχνικών στα δομικά της μέρη, όσο και πολυειδούς σημειολογίας καθιστώντας το έργο αυτό του Αντώνη Γιαννόπουλου συγγραφική τομή που συνταράσσει τα λογοτεχνικά ύδατα, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύει κι ένα διαφορετικό πρόσωπο του ίδιου του ποιητή που μέχρι στιγμής δεν μας είχε κάνει διειδές, καταυγάζοντας έτσι το άβυθο της διανόησής του.

 

Ο Jean Jacques Rousseau αναρωτιόταν σε κάποιο ημερολόγιό του, «πώς μπορεί κανείς να είναι ποιητής στον πεζό λόγο», αυτή η εύλογη απορία βρίσκει την απάντησή της σ’ αυτό το πεζογράφημα του Αντώνη Γιαννόπουλου στην « Κυρά του Κόσμου», όπου η ορολογία « poeme en prose» δηλαδή « ποίηση σε πρόζα» που χρησιμοποιήθηκε κατά τον 17ο= αιώνα αντανακλάται στις σελίδες του ώριμου αυτού ποιήματος που έχει συμπεριλάβει σχεδόν όλες τις φόρμες της λυρικής ποίησης όπως τον ύμνο, το ελεγείο, καταργώντας το μέτρο, αλλά όχι το ρυθμό, συγχωνεύοντας την ποίηση με την πρόζα, ώστε να επιτευχθεί η σύγκλιση των μορφών της κατάργησης των μετρικών συμβάσεων απ’ τη μια και η διατήρηση της ποιητικής φυσιογνωμίας του κειμένου από την άλλη.


Αυτή η διπολικότητα του κειμένου, αυτή η άναρχη φύση του με τον άκρως επιτυχημένο συγκερασμό των αντίθετων στοιχείων να συμπλέουν αρμονικά καθιστά το δύσκολο αυτό είδος υψηλής αισθητικής συγκίνησης έργο Τέχνης.


Το στοιχείο όμως εκείνο που ουσιαστικά χαρακτηρίζει απόλυτα το έργο αυτό του Αντώνη Γιαννόπουλου είναι η ενσωμάτωση του μαγικού ρεαλισμού, η εύρυθμη ένταξη του μεταφυσικού, του ανεξήγητου, του απόκοσμου στοιχείου με την πραγματικότητα, με το ρεαλιστικό μέρος.
Έτσι το μεταφυσικό στοιχείο εκπορθεί την πραγματικότητα, ενσαρκώνεται πλήρως καταρρίπτοντας τα πλαίσια του έλλογου νου, οικοδομώντας πολυεπίπεδες αφηγήσεις με έντονη εναλλαγή εικόνων, όπου η χωροχρονική διάσταση είναι απροσδιόριστη, η όλη ατμόσφαιρα κινείται σ’ ένα μυστηριώδες και μαγευτικό πλαίσιο που συμπαρασύρει στη δίνη της τον αναγνώστη πέρα και πάνω από τα περιχαρακωμένα όρια της λογικής, στα υπερβατικά της ιντελιγκέντσιας.

 

Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της εξαίσιας ένωσης είναι όταν μας λέει: « Μέσα στην ησυχία της φύσης βυθισμένη σε σκέψεις, κοντοστέκεται στα ήσυχα νερά της Γαλιλαίας. Κάτω από ένα υψίκορμο γερασμένο κέδρο, κοιτάει με βουρκωμένα μάτια το ήρεμο σιωπηλό νερό. Άφησε την Άγια μνήμη Της να ταξιδέψει στην κλεψύδρα του χρόνου..», εδώ το παράδοξο, η θνητή- φθαρτή μορφή της Παναγίας που συλλογίζεται και δακρύζει, η διχοτόμηση αυτή της προσωπικότητάς Της εκφράζει μια αμφίσημη κοσμοαντίληψη που τα εκ διαμέτρου αντιφατικά μέρη ενοποιούνται ώστε να αλληλοσυμπληρώνονται, δραπετεύοντας στην χωροχρονική εκείνη αντίληψη όπου όλα είναι θεμιτά.


Όμως ο μαγικός ρεαλισμός πάνω στον οποίο στηρίχθηκε όλο το έργο του ποιητή Αντώνη Γιαννόπουλου δεν είναι απλά ένα ρεύμα της Τέχνης ή μια συγγραφική τεχνική, είναι μια φιλοσοφία ζωής, είναι μια επανάσταση, μια εσωτερική παρόρμηση για την εξωτερίκευση συναισθημάτων- αντιλήψεων ιδεαλιστικών, είναι μια κοινωνική κραυγή, το έργο του αναπτύσσεται φυγόκεντρα και βασίζεται σε διπολικά θεματικά μοτίβα, μιλά για το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής, αλλά και για την αυθαιρεσία της πολιτικής εξουσίας, για το χάσμα που χωρίζει τους εξαθλιωμένους ανά τον κόσμο λαούς που γίνονται μαριονέτες στα κραταιά χέρια της εξουσίας και τη χλιδή, την τρυφηλότητα της αριστοκρατίας, το κυνικό ερωτικό πάθος εναντίον της αγνής, αμόλυντης, ανιδιοτελούς αγάπης, τη γαλήνη της φύσης με το χαοτικό πρόσωπο του αστικού πεδίου.


Ο απλός εξομολογητής που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον ποιητή, πυροδοτεί μια κοινωνική επανάσταση, που δεν κωφεύει, που στηλιτεύει την κοινωνική αδικία, την πολιτική αναλγησία, μάχεται για δικαιοσύνη, ισονομία, αξιοπρέπεια, μιλά για τους πολέμους που εξαθλιώνουν τους ανθρώπους, επικρίνει τον άκρατο αβδηριτισμό μιας απρόσωπης άρχουσας τάξης, μέσα από το αιχμηρό του μελανοφόρο δόρυ λογχίζει κάθε καταδυνάστευση, εξυμνώντας την ελευθερία κι όλα αυτά μέσα από καταιγιστική εναλλαγή εικόνων, με ιστορικές αναδρομές που σοκάρουν, χοροστατούσης της Μορφής της Παναγίας, κάτω από ένα θεολογικό πλαίσιο εξισορρόπησης μεταφυσικού με ρεαλιστικού στοιχείου χωρίς να καθιστά την Τέχνη δουλικό αντίγραφο της πραγματικότητας, αλλά τον καθρέφτη που αντικατοπτρίζει τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων.


« Περιτριγυρισμένη από τρυφηλές κοινωνίες, γεμάτες προκλήσεις και αγριότητα, αόρατη περιφέρεται. Παντού ίδια ψέματα. Ίδιες ανόητες γελοίες φαντασιώσεις. Πίσω από τα προσωπεία και τα κρυφά λόγια, καθ’ όλα αξιόπιστα, οργίαζαν οι κόλακες», πόσο καυστικός γίνεται ο ποιητής μας για να δηλώσει τη δημόσια επίκριση της ανήθικης, της ευτελούς ζωής, των πεπτωκότων αξιών.


Κι ύστερα πάλι συγκλονίζει με τον ιδιαιτέρως ευφυή και ευρηματικό τρόπο που περνά μέσα από ιστορικές περιόδους ορόσημα της ανθρωπότητας χωρίς ωστόσο να χάνει και τη λυρική διάσταση της γραφής του που ίσως αυτό το στοιχείο να αποτελεί και τον μεγαλύτερο φιλελευθερισμό της γλώσσας του: « Και χτυπούσαν τα βούκινα ενός νέου Παγκόσμιου πολέμου στη Μεσόγειο, ίδρωνε με αγωνία η Μορφή της ΚΥΡΑΣ, καθώς ένα νέο σενάριο πυρηνικού πανικού άρχιζε να σκιάζει από άκρη σε άκρη τη γη, έτοιμο να καταπνίξει τις αιθέριες πνοές της φύσης.


Και ανάτρεχαν οι μνήμες του πάσχοντα κόσμου στις πύλες του Μαουτχάουζεν σε γενοκτονίες και κρεματόρια, σε απάνθρωπες σκηνές μαρτυρίου, στο Βιετνάμ, στη Χιροσίμα, στο Ναγκασάκι. Στις σφαγές και κρεμάλες των Ποντίων, των Αρμενίων και του Διστόμου».
Έτσι απροκάλυπτα μιλά για τις θηριωδίες του πολέμου, για τα βορβορώδη ένστικτα των ανθρωποειδών που σφαγίασαν κόσμο αναίτια, που οδήγησαν ανθρώπους στα κρεματόρια, που απέβλεπαν στη συστηματική εξόντωση μιας ολόκληρης φυλής με μαζικά εγκλήματα, όπως της Γενοκτονίας των Ποντίων και των Αρμενίων.



Φωνή ελεύθερη, φωνή επαναστάτρια, φωνή κραυγαλέας αλήθειας η φωνή του ποιητή Αντώνη Γιαννόπουλου μα και θύμησης όταν μιλά για τις χαμένες πατρίδες λέγοντας: « Θλιμμένη προσφυγοπούλα η Παναγιά των Βλαχερνών προσεγγίζει με δέος την Αιώνια Πόλη» και τα μάτια της υγραίνουν από ματωμένα δάκρυα…» και φυσικά η Αιώνια Πόλη δεν είναι άλλη από την Κωνσταντινούπολη, με τα ματωμένα δάκρυα να συμβολίζουν τον ξεριζωμό, μα και τον ένδοξο θρύλο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά.


Ολόκληρο το έργο του ποιητή Αντώνη Γιαννόπουλου είναι ένα μοναδικής αισθητικής συγκερασμός θεολογικής- ιδεολογικής – ηθικής ανάπτυξης που συμπορεύεται, συμπλέει καθώς μας οδηγεί από τα κοινωνικά μονοπάτια της χαμέρπειας και της βδελυγμίας στο μεγαλείο της Θεϊκής υπόστασης, ο τελεστικός πυρήνας του έργου του κινείται σε περιοχές ιερής πράξης γι’ αυτό μας λέει χαρακτηριστικά: « Γιατί οι ποιητές, ποθούν κάτι το αληθινό, το αιώνιο και προσπαθούν να πλησιάσουν περισσότερο το Θεό από τους άλλους ανθρώπους; Διαλογίστηκε. Ίσως γιατί γνωρίζουν πως ο ποιητικός λόγος, χωρίς Θείο απόσταγμα, είναι στεγνός, άνυδρος λόγος!!!».


Η θεολογική υπόσταση του ποιητή Αντώνη Γιαννόπουλου, είναι εμφανής μέσα από τη λεκτική κράση της δωρικής μορφής του κειμένου, με την σχεδόν εκκλησιαστικά μελωδική με παράλληλο ισοκράτημα που υποβαστάζει την οδύνη που διαπερνά όλο το έργο του.


Ολόκληρο το έργο θυμίζει ιερατικό κείμενο, η γλώσσα του είναι αυδή- μουσική, μοιάζει με Βυζαντινό ψαλμό, η αισθητική του συγκίνηση βασίζεται στα μηνύματα που μας φέρνουν από τον μεταλογικό κόσμο, τόσο ρυθμογόνο και γενναιόδωρο που συντελεί σ’ ένα χορόδραμα συναισθημάτων , συνειρμών, συμβολισμών, έκστασης.


Έργο εμπνευσμένο, όπου οι ωδίνες που συνοδεύουν τον συγγραφέα καθώς ρίχνεται στη γλωσσική αρένα είναι αυτές που τον φέρνουν κοντά με την πιο σκοτεινή, αλλά και φωτεινή πλευρά του φαινομένου που ονομάζεται γλώσσα.



Οι λέξεις δεν είναι απλά γραφικά σύμβολα, έχουν απήχηση, το έργο του Θεόπνευστο θαρρείς και υπαγορεύτηκε Άνωθεν η συγγραφή του κι ο ποιητής Αντώνης Γιαννόπουλος μετουσιώθηκε σε πεφωτισμένο επεφραστή, σε εντολοδόχο του Θείου Πνεύματος, γι’ αυτό και το έργο του είναι μεγαλοπρεπές, λουσμένο μ’ ένα απόκοσμο Φώς, βαθιά προφητικό για τα μελλούμενα και συνάμα δοξαστικό, ενώ ταυτόχρονα επιτυγχάνει τη σύζευξη του αρχέγονου με του σύγχρονου στοιχείου, την πανανθρώπινη αναζήτηση των αναπάντητων υπαρξιακών ερωτημάτων με το κοσμικό, με τη φθαρτή υπόσταση του υλικού μέρους, οδηγούμενος στην κάθαρση, στη λύτρωση του πνεύματος, στην απόλυτη μέθεξη στο βάθρο της πάμβωτης ένωσης του νοητού και ιδεατού με το αισθητικό και πραγματικό.


Στην ουσία οι αμαρτίες των ανθρώπων γίνονται εφαλτήριο για τη μετάνοια και την εσωτερική διεργασία προς τη Θέωση και την αυτοπλήρωση, καθώς η ελευθερία της βούλησης του ανθρώπου, οδηγεί στη θεολογική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού.


Όπως η χρυσαλλίδα μόλις αφεθεί ελεύθερη πάει προς το φώς, όλοι αργά ή γρήγορα οδεύουν προς το φώς, όλες οι ελεύθερες αυτόβουλες χρυσαλλίδες ίπτανται θεολογικά.


« Η Κυρά του Κόσμου» επί της ουσίας είναι ένα βαθιά φιλοσοφικό έργο , με ποικίλες παραμέτρους θυμίζοντας αρχαία τραγωδία, καθώς ο Αντώνης Γιαννόπουλος με χειρουργική ακρίβεια ξετυλίγει τα στάδια οδύνης των ανθρώπων, αλλά και την αμαρτία που επικρέμεται σαν δαμόκλεια σπάθη πάνω απ’ τις ζωές τους απ’ τη μια και απ’ την άλλη η Παναγία διάγει μια θρηνητική ατοπία και αχρονία, είναι η απόλυτα ατέρμονη θρηνωδός στο επέκεινα.


« Μοιραίοι εμείς και τα παιδιά μας. Μοιραίοι και τα παιδιά των παιδιών μας», μ’ αυτήν την επωδό σφραγίζει την τραγική διάσταση του έργου του.


Η ταπεινή εικόνα του συγγραφέα ξεπροβάλλει μέσα από τα ίδια τα λόγια του: « Δεν διεκδικώ, μήτε οικειοποιούμε όνομα μεγάλου σοφού ανδρός. Ένας αυτοεξόριστος ερημίτης είμαι, φυλακισμένος στη δικιά μου εποχή. Βρίσκομαι πάντα εδώ, ανάμεσα σε αλήθειες που αγνοούσα ή δεν ήθελα να παραδεχτώ! Για να θυμίζω κάτι που οι άλλοι ίσως το έχουν ξεχάσει. Πότε οι αδύναμοι στο πνεύμα γίνονται δυνατοί και οι ανήμποροι ελεύθεροι!», εκεί στη μοναξιά του ο ποιητής Αντώνης Γιαννόπουλος, στην επιλεκτική του απομόνωση διαλογίζεται, μονολογεί και δημιουργεί μια ισότιμη σχέση ανάμεσα σ’ αυτόν και τον αναγνώστη, θεωρώντας πως ο αναγνώστης συν-γράφει μαζί του το λογοτεχνικό έργο, είναι συνδημιουργός και συνοδοιπόρος στα ερημικά φιλοσοφικά μονοπάτια, εξόχως απαιτητικά και μεστά έντονων αισθητικών προβληματισμών.


Ο Sigmund Freud έλεγε πως: « Όπου και αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής ήδη είχε πάει εκεί», πράγματι η ποιητική νοημοσύνη του Αντώνη Γιαννόπουλου διατρέχει τις σελίδες του, συνταράσσει, διεγείρει συνειδήσεις, συγκλονίζει, μαγνητίζει τις λέξεις, τις υποχρεώνει να συναντηθούν σε μια φράση όπως ο άνεμος διευθύνει το χορό των λουλουδιών στον αγρό.


Ο Οδυσσέας Ελύτης έλεγε πως: « Η έκφραση των αισθημάτων και των συγκινήσεων που μας διακατέχουν δεν γίνεται κάθε φορά παρά με λέξεις. Και οι λέξεις για άλλους δεν στοιχίζουν τίποτε, γι’ άλλους είναι η ίδια η ζωή», έτσι ακριβώς συμβαίνει για το οικουμενικό πνεύμα του ποιητή Αντώνη Γιαννόπουλου, οι λέξεις γι’ αυτόν είναι όλη του η ζωή, δεν είναι απλά σύμβολα πάνω σε λευκό χαρτί, περικλείουν μέσα τους το σπόρο μιας βαθύτερης αλλαγής, μιας γραφής αλλούτερης που απέχει έτη φωτός από τις δογματικές περιχαρακωμένες γραφές. Το πεζογράφημά του « Η Κυρά του Κόσμου», αυτό το μεγαλόπνοο- ποιητικό έργο του Αντώνη Γιαννόπουλου πέραν του ότι αναδεικνύει μια άλλη πτυχή του συγγραφικού του τάλαντου καινοτόμα και ανεξερεύνητη που χρήζει ενδελεχούς εντρυφήσεως, πέρασε μέσα από αμέτρητες εσωτερικές συγκρούσεις, αμφισβητήσεις, αναρωτήσεις, μέσα απ’ τις συμπληγάδες των συνειρμών για να δραπετεύσει στις σελίδες και να γίνει μια κοινωνική κραυγή, όπως αυτές των contestataires του Παρισιού, μια επανάσταση όπως το πνεύμα του και ως άλλο κέρας της Αμαλθείας ο ευκλεής μύθος του να μας χαρίσει δροσιά απ’ τον μεταλογικό Παράδεισο των φιλοσοφικών – θεολογικών αναζητήσεων.

 

 

 

 

 

Μαριλιάνα Ρηγοπούλου Εκπαιδευτικός
Κριτικός Θεάτρου, Σοπράνο ( Υψίφωνος)

 

 

Βιογραφικά στοιχεία


Ο Αντώνης Γιαννόπουλος τελείωσε Γυμνάσιο στην Αθήνα και στα γράμματα εκδοτικά εμφανίστηκε το 1984. Η πνευματική προσφορά του έχει αξιολογηθεί από γνωστούς και έγκριτους εκπροσώπους των νεοελληνικών γραμμάτων.
Του έχουν γίνει τιμητικές φιλολογικές εκδηλώσεις και για το έργο του έχουν γραφτεί κριτικές απόψεις που εγκωμιάζουν το λυρικό φιλοσοφικό του πλούτο και τη λεκτική πρωτοτυπία.
Μελέτησε Ελληνική και ξένη λογοτεχνία και αρχαίους φιλοσόφους. Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και εφημερίδες.
Κείμενά του περιέχονται στον ενδέκατο τόμο της Μεγάλης Εγκυκλοπαίδειας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Χάρη Πάτση, στη Μεγάλη Λογοτεχνική Πελοποννησιακή Ανθολογία, στη Διαρκή Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Μ. Σταφυλά, σε πολλές άλλες συλλογικές εκδόσεις κι έχουν μεταφραστεί στα Γαλλικά, Γερμανικά και Αγγλικά. Υπήρξε μέλος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών.
Μόνιμος συνεργάτης του πρώτου ερασιτεχνικού ραδιοφωνικού προγράμματος, παρουσιάζοντας νέους και παλιούς λογοτέχνες. Αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών και πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου της. Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

 

Διαβάστηκε 80 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(4 ψήφοι)