Μπορεί να είμαι κάποιος που βρέθηκε κατηγορούμενος γιατί ερωτεύτηκε, κάποια που γνώρισε έναν τύπο στη Βαρκελώνη, ένα παιδί που ακούει ιστορίες απ' τη γιαγιά του. Μπορεί να είμαι κάποια που βρέθηκα να κολυμπάω με ηλεκτροφόρα ψάρια, να μιλάω με μια πολύγλωσση κούκλα, να συναντιέμαι με το λευκό ελάφι. Όλοι αυτοί οι εαυτοί έχουν κάτι που τους συνδέει, που υφαίνει τη μεταξύ τους σχέση: τη Θάλασσα. Αυτή τη μάγισσα, τη νεράιδα με τα γαλαζοπράσινα αλμυρά πέπλα, που τούς βοηθάει ν' αποδράσουν από το γκρίζο της καθημερινότητας. Κοπιάστε λοιπόν στις θάλασσες των ιστοριών μου. Ίσως ανακαλύψετε ότι δεν είναι μόνο δικές μου.
Σας προ(σ)καλώ.."
Νάγια Στυλιανίδου
ΣΑΛΑΧΙ
Έμοιαζε έξυπνος άντρας. Τον συνάντησα στη Βαρκελώνη, μια μέρα που ο ήλιος έκαιγε τόσο πολύ που αχρήστευε τις βεντάλιες. Μόλις είχα βγει απ' το ενυδρείο κι αναζητούσα μανιωδώς ένα τσιγάρο. Αν και, αν θέλω να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου, κάτι άλλο έψαχνα.
Είχα βαρεθεί. Όλο τα ίδια και τα ίδια. Όμορφοι άντρες, χωρίς περιεχόμενο.
Μόλις τον είδα, όμως, ένιωσα... Όχι, δεν ένιωσα πεταλούδες στο στομάχι, τι είμαι, δεκαπέντε χρονών να ερωτοχτυπιέμαι; Απλά, ένα απαλό τσίμπημα, ένα μικρό κεντρί μέλισσας που στιγμιαία σε βγάζει έξω απ' την πραγματικότητά σου. Ήταν χωμένος σ' ένα βιβλίο, χωρίς να δίνει καμία απολύτως σημασία στο χάος που δημιουργούσαν τα παιδάκια στην παραδίπλα ουρά που ήθελαν να μπουν μέσα και να παίξουν με τους πιγκουίνους. Τα σκούρα, πρασινωπά γυαλιά του έπεφταν με χάρη στην ολόισια μύτη του. Αναρωτήθηκα αν έπρεπε να τον πλησιάσω. Τι είχα να χάσω; Ο τίτλος του βιβλίου ήταν στα ελληνικά, άρα μάλλον θα μιλούσε κι ελληνικά.
Πήρα θάρρος.
Ζήτησα τσιγάρο. Δεν κάπνιζε. Είχε, όμως, να μου
προσφέρει κάτι άλλο.
- Θες ν' ακούσεις μια ιστορία;
- Σχετικά με τι;
- Για το σαλάχι.
Σαλάχι, τι είναι το σαλάχι; Κάτι μου θύμιζε. Α, ναι, ήταν αυτό το παράξενο ψάρι που μοιάζει να χαμογελάει. Ας είναι. Δεν έχω κάτι καλύτερο να κάνω αυτή τη στιγμή.
- Ναι, πες μου.
- Ξέρεις πώς ονομάστηκε έτσι;
-...
- Πριν πολλά-πολλά χρόνια, πριν καν γεννηθούμε εσύ κι εγώ, όταν ακόμη τα δίχτυα τα έριχναν με παραδοσιακούς τρόπους, αυτό το πλάσμα ήταν πολύ-πολύ σπάνιο. Οι ψαράδες άρχισαν να λένε περνάει μόνο σα(ν) λάχει. Έτσι, ονομάστηκε σαλάχι. Κατάλαβες;
Κατάλαβα. Όπως είπα στην αρχή, έμοιαζε έξυπνος.
Βιογραφικό
Η Νάγια Στυλιανίδου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1987. Ακροβατεί μεταξύ της ακαδημαϊκής και της συγγραφικής της ταυτότητας. Από τη μία, ερευνήτρια/εκπαιδευτικός/ακαδημαϊκός στο πεδίο της Συμπεριληπτικής Εκπαίδευσης (ΜΑ University of Nottingham, PhD European University Cyprus). Διδάσκει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και συμμετέχει σε εκπαιδευτικά-ερευνητικά προγράμματα που επικεντρώνονται στη Συμπερίληψη. Είναι η κύρια συγγραφέας του προγράμματος COSDIA (Collaborative Storytelling for Disability Awareness). Από την άλλη, φανατική αναγνώστρια, εξερευνήτρια Δημιουργικής Γραφής, συλλέκτρια συγγραφικών εμπειριών. Μέχρι σήμερα, έχει συλλέξει: εργαστήρια διηγήματος, μικρομυθοπλασίας, σεναρίου, μυθιστορήματος, παιδικής λογοτεχνίας, εφηβικής λογοτεχνίας, λογοτεχνίας του φανταστικού, και συνεργατικής γραφής. Η συλλογή της εξακολουθεί να συμπληρώνεται καθώς πλέον σπουδάζει στο Μεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής (Δ.Π.Μ.Σ). Συμμετείχε με κείμενα της σε συλλογικά βιβλία των εκδόσεων Αλάτι με τίτλους: Οι Βεντάλιες του Agehama (2023), Ξεθωριασμένες Πεταλούδες (2022), Σε μια κόλλα λευκή (2022), Χριστούγεννα που δεν τελειώνουν ποτέ (2022). Συμμετείχε επίσης στο συνεργατικό αφήγημα Καθώς Λιποθυμώ (2023).