Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν,και η χαρά της μικρής Μυρτώς ήταν απερίγραπτη. Δύο μέρες πριν, είχε στολίσει το Χριστουγεννιάτικο δέντρο μαζί με τον μπαμπά της ---που τώρα έλειπε σε επαγγελματικό ταξίδι, και θα επέστρεφε την παραμονή των Χριστουγέννων--- και είχε βάλει σ'ένα κλαράκι του, το γράμμα που απευθυνόταν στον Άγιο Βασίλη. Τέντωσε σαν τη γατούλα το σώμα της, και σηκώθηκε από το κρεβάτι με προορισμό την κουζίνα για να πιει το γάλα της.
«Πρώτα πλένουμε το πρόσωπο μας» της εξηγεί η μητέρα της, «κι έπειτα παίρνουμε πρωινό. Γρήγορα στο μπάνιο λοιπόν.»
Η Μυρτούλα υπάκουσε. Επέστρεψε ύστερα από λίγο σέρνοντας με τα πόδια της τις παντόφλες στο πάτωμα κάνοντας μία σχετική φασαρία, και κάθισε επιτέλους να απολαύσει το ζεστό γάλα με τα κορν φλέιξ που την περίμεναν στο τραπέζι.
Έφαγε γρήγορα---γρήγορα, και ρώτησε με φωνή που πρόδιδε ανυπομονησία τη μητέρα της:
«Πότε θα φύγουμε μανούλα;»
«Α..... μην είσαι βιαστική Μυρτώ. Αν δεν τελειώσω κάποιες δουλειές που έχω, δεν πάμε πουθενά!»
Η Μυρτούλα κατέβασε στεναχωρημένη το κεφάλι, κι ένα δάκρυ έτρεξε από τα πράσινα ματάκια της. Η μητέρα της που κατάλαβε την απογοήτευση της την πλησίασε, και την πήρε στην αγκαλιά της.
«Έλα εδώ μικρή μου να κουβεντιάσουμε λίγο,» της είπε, και της έδωσε ένα φιλάκι.
Η Μυρτούλα σκούπισε τα μάτια της, ρούφηξε με δύναμη τη μύτη της, και περίμενε ν' ακούσει.
«Κοίτα Μυρτούλα,» την κοιτά κατάματα η κυρία Μαριάνθη.»Δεν μπορεί πάντα να γίνεται αυτό που θες, ακριβώς τη στιγμή που το ζητάς. Πρέπει να έχεις υπομονή, και εμπιστοσύνη σ αυτά που σου λέω. Σου έταξα ποτέ κάτι,χωρίς να το πραγματοποιήσω;»
«Όχι μανούλα.»Απάντησε η Μυρτώ.
«Δε θέλω να θυμώνεις μωρό μου,ούτε να στεναχωριέσαι,» συνεχίζει να της εξηγεί η μητέρα της. « Σκέψου, ότι υπάρχουν παιδάκια που οι γονείς τους δυσκολεύονται να τους προσφέρουν ακόμα και το φαγητό. Πόσο μάλλον, καινούργια ρούχα. Βλέπουν τις βιτρίνες στους δρόμους με τα Χριστουγεννιάτικα παιχνίδια και όχι μόνο, και το προσωπάκι τους γίνεται λυπημένο..... όπως είναι της Όλγας που μένει δίπλα μας. Να ξέρεις, πως είσαι πολύ τυχερή, γιατί εσένα δεν σου λείπει τίποτα. Επομένως, δεν δικαιούσαι μικρή μου πριγκίπισσα να παραπονιέσαι. Κατάλαβες;»
Η εφτάχρονη Μυρτώ, συνέχισε να κοιτάζει τη μητέρα της προβληματισμένη. Η κυρία Μαριάνθη της χαμογέλασε, της έδωσε ακόμα ένα φιλί στα κατάξανθα μαλάκια της, και της πρότεινε να πάει στο δωμάτιο της ώσπου να την φωνάξει για την αναχώρηση τους στα καταστήματα.
Η Μυρτούλα άνοιξε την ντουλάπα της, και στάθηκε για μερικά λεπτά να κοιτάζει τα ρούχα. Έπειτα, τοποθέτησε ένα σκαμπό μπροστά στην ανοιχτή πόρτα, ανέβηκε πάνω, και άρχισε να ξεκρεμάει μία--μία τις κρεμάστρες που τις πέταγε με φόρα στο κρεβάτι της. Ύστερα, άνοιξε τα συρτάρια της σιφονιέρας, και έβγαλε έξω μπλούζες, παντελόνια, και κολάν. Τα δοκίμασε όλα. Κάποια από αυτά αγκάλιαζαν πολύ όμορφα το κορμάκι της, μα κάποια άλλα, της ήταν λίγο στενά. Αφού τελείωσε με τις δοκιμές, τοποθέτησε και πάλι τις κρεμάστρες στη θέση τους, και το ίδιο έκανε με τις μπλούζες, τα παντελόνια, και τα κολάν. Ξαφνικά, ακούει τη φωνή της μητέρας της.
«Είμαι έτοιμη Μυρτούλα, βγάλε και συ σε παρακαλώ τις πιτζάμες σου, έρχομαι να διαλέξουμε τα ρούχα που θα φορέσεις.»
Η Μυρτούλα άρχισε να γδύνεται πανικόβλητη. εν τω μεταξύ στο κρεβατάκι της γινόταν χαμός. Δύο φορεματάκια, μία φουστίτσα, τέσσερις μπλούζες, ένα κολάν, και δύο παντελόνια, έπρεπε να διπλωθούν και να μπουν σε μία τσάντα.
Η κυρία Μαριάνθη μπαίνει φουριόζα στο δωμάτιο.
«Τι είναι όλα αυτά;» Ρωτάει την κόρη της. «Γιατί τα έβγαλες όλα σου τα ρούχα παιδί μου στο κρεβάτι; Μην είσαι παράξενη Μυρτούλα, κάτι ζεστό θα φορέσεις,» την μάλωσε η μαμά της . «Όχι φόρεμα,όχι φούστα. Χοντρό καλσόν, και παντελόνι. Κάνει πολύ κρύο εκεί έξω.»
«Δεν είναι για μένα μανούλα.»Της απαντά με θάρρος αυτή τη φορά η Μυρτώ.
«Μπα; Και για ποιον είναι:»
«Για την Όλγα .Άσε με να της τα κάνω δώρο σε παρακαλώ μαμά, σε ικετεύω.»
Η κυρία Μαριάνθη έμεινε άφωνη. Με μάτια που έτρεχαν από τη συγκίνηση, χάιδεψε το προσωπάκι της αγαπημένης της κόρης, λέγοντας της:
«Δεν χρειάζεται να με ικετεύεις μωρό μου. Αν ήξερες πόσο περήφανη με κάνεις....αν ήξερες πόσο ευτυχισμένη είμαι αυτή τη στιγμή.»
Και αλλάζοντας ύφος, της λέει: «Έχω μια ιδέα.»
«Τι ιδέα μανούλα;»
«Θέλεις να πάρουμε μαζί μας, και την Όλγα στα καταστήματα;»
Της Μυρτούλας το πρόσωπο άστραψε από χαρά.
«Ναι---ναι,» ξεχύθηκε η φωνούλα της στο δωμάτιο. « Να της αγοράσουμε μία ωραία κούκλα λέω εγώ,» φώναξε ευτυχισμένη.
«Μία ωραία κούκλα» συνέχισε η κυρία Μαριάνθη, και ένα ζευγάρι μποτάκια να πηγαίνουν με το μπλε κολάν, και τη ροζ μπλούζα.»
Η Μυρτούλα έπεσε στην αγκαλιά της, και την έλουσε στα φιλιά.
---------
Τα βήματα της Όλγας που είχε καταγωγή από Ουκρανία, ακούστηκαν πίσω από την πόρτα καθώς έτρεχε ν' ανοίξει. Ανήκε και αυτή σε μεταναστευτική οικογένεια, που έφτασε πριν μερικά χρόνια στην Ελλάδα, αποζητώντας ένα καλύτερο μέλλον.
Η Μυρτώ στεκόταν τώρα μπροστά της, και αφού την καλημέρισε, της πρόσφερε τη μεγάλη τσάντα με τα σχεδόν αφόρετα ρούχα, που είχε διαλέξει γι αυτήν από την γκαρνταρόμπα της. Στο μεταξύ ξωπίσω εμφανίστηκε και η κυρία Μαργαρίτα, η μαμά της Όλγας. Οι δύο μαμάδες χαιρετήθηκαν, και η κυρία Μαριάνθη άρχισε να της εξηγεί το λόγο της επίσκεψης τους τόσο πρωί.
«Θέλουμε να πάρουμε την Όλγα στα καταστήματα, αν μας το επιτρέπεται» είπε στη γειτόνισσα της. «Και επίσης, η Μυρτούλα μου είχε την ιδέα να χαρίσει μερικά από τα ρούχα της στην κόρη σας.»
Η Μαργαρίτα έκανε την κίνηση να φιλήσει τα χέρια της Μαριάνθης. Αυτή όμως τραβήχτηκε, και τη μάλωσε γλυκά.
«Δε θέλω τέτοια πράγματα» της είπε. «Άνθρωποι είμαστε, και σαν άνθρωποι φερόμαστε. Ξέρω....η ξενιτειά είναι πικρή, κι όταν μάλιστα συνοδεύεται και από δυσκολίες, ε....τότε χειροτερεύει η κατάσταση. Επί της ευκαιρίας, μπορώ να σας ζητήσω αύριο να έρθετε σπίτι, να με βοηθήσετε σε κάποιες δουλειές αν δεν υπάρχει πρόβλημα;» Ρώτησε η Μαριάνθη θέλοντας με αυτόν τον τρόπο, να βοηθήσει και οικονομικά τη δύστυχη γυναίκα.
«Ευχαριστώ,ευχαριστώ για όλα,» αποκρίθηκε η Μαργαρίτα. «Και βέβαια θα έρθω.»
--------
Τα δύο κοριτσάκια. έκαναν σαν τρελά σε κάθε βιτρίνα που χάζευαν. Μπάλες, ασημόσκονη, γυαλιστερά υφάσματα, παιχνίδια, τα αχόρταγα ματάκια τους πόνεσαν τόσες ώρες, και τα ποδαράκια τους δεν υπάκουαν πια. Κάθισαν σε μία καφετέρια, και η Μαριάνθη παρήγγειλε ζεστές σοκολάτες και για τις τρεις. Η μικρή Όλγα ευτυχισμένη, κρατούσε στα χεράκια της τις τσάντες με τα δώρα τόσο σφικτά, θαρρείς και κάποιος θα τις έπαιρνε, και θα τις έχανε από την αγκαλιά της. Γύρισε, και κοίταξε με λατρεία τη μοναδική αληθινή της φίλη, όταν ακούστηκε η φωνούλα της με απλό, αθώο τρόπο να λέει:
«Σ 'αγαπώ πολύ Μυρτώ. Υποσχέσου μου πως θα είμαστε φίλες για πάντα.»
Τα δυο κοριτσάκια αγκαλιάστηκαν, αφήνοντας για μια ακόμη φορά την Μαριάνθη άφωνη.
Έτσι, η Όλγα είχε την αγαπημένη της φίλη που την σκεφτόταν και την αγαπούσε, η κυρία Μαργαρίτα απόκτησε μία κυρά, και φίλη που την βοηθούσε να ορθοποδήσει οικονομικά, Η Μυρτούλα ζούσε και μοιραζόταν την ευτυχία της Όλγας, ενώ η Θρησκευόμενη Μαριάνθη ένιωθε πιο κοντά στον Θεό.
«ΒΟΗΘΑ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ ΣΟΥ ΩΣ ΣΕΑΥΤΟΝ» έλεγε στην Μυρτούλα της, που της εξηγούσε τι σημαίνουν αυτά τα λόγια του ΙΗΣΟΥ.
------------
Ανήμερα της 25ης Δεκεμβρίου ημέρα Χριστουγέννων, οι δύο μικρές φίλες πιασμένες χέρι---χέρι, παρακολουθούσαν τη Θεία Λειτουργία στην Εκκλησία της ενορίας τους. Στην πλευρά των ανδρών ο κύριος Κωστής,---μπαμπάς της Μυρτώς, και ο κύριος Τόνι,---μπαμπάς της Όλγας, έψελναν χαμηλόφωνα, ενώ οι δύο μαμάδες πιο πίσω, καμάρωναν τις όμορφες φορεσιές, τα καλοχτενισμένα μαλλάκια, μα πιο πολύ καμάρωναν την αγνή αγάπη που είχαν μεταξύ τους οι Νεραϊδούλες τους .Κοιτάχτηκαν με νόημα, και αφού χαμογέλασε η μία στην άλλη, προσηλώθηκαν και πάλι στην προσευχή τους.
-------------
Το μεσημεριανό γιορτινό τραπέζι της φτωχής οικογένειας από την Ουκρανία, μπορεί να μην είχε τα αιδέσματα του διπλανού σπιτιού που ζούσαν οι φίλοι τους, είχε όμως ένα ζεστό φαγητό χάριν στη βοήθεια του Θεού, και αυτών των καλών ανθρώπων που τους χτύπησαν την πόρτα, και άνοιξαν τις αγκαλιές τους, προσφέροντας απλόχερα την ομορφιά της ψυχής τους.
Τα χρόνια πέρασαν. Οι δύο φίλες μεγάλωσαν, σπούδασαν, ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν, έγιναν μητέρες, αλλά η φιλία τους έμεινε άφθαρτη στο χρόνο, όπως μία πλάκα χρυσού. Πολλά Χριστούγεννα πέρασαν παρέα με τις οικογένειες τους, και με τους γερασμένους πια γονείς τους, που συνέχισαν να καμαρώνουν αυτή τη φιλία που γεννήθηκε μαζί με τη γέννηση του Κυρίου, σε μέρες αγάπης και ανθρώπινης προσφοράς. Πολλές φορές θυμούνται οι δύο μαμάδες, τον τρόπο που ξεκίνησε τη διαδρομή της αυτή η γνωριμία ανάμεσα στα κοριτσάκια τους. Πόση αγνότητα είχε..... Να! Τόση αγνότητα, όση είχαν τώρα τα εγγόνια, που κράταγαν στην αγκαλιά τους.
ΛΕΝΑ ΦΑΤΟΥΡΟΥ
Ποιήτρια-Πεζογράφος
Μέλος της ΄Ενωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
Μέλος της ΄Ενωσης Κορινθίων Λογοτεχνών
Ειδική Γραμματέας του Λογοτεχνικού Ομίλου «Ξάστερον»