ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Παρασκευή, 4 Οκτωμβρίου 2024 - 12:17:09π.μ.
10
Ιανουαρίου

"Δυο Πηγάδια στα Μεσόγεια" της Μαρίας Μαυρεδάκη

Κατηγορία Πεζογραφία

Ένα πρωί στις αρχές Μαρτίου του 2010 ταξίδευα με το υπεραστικό λεωφορείο της γραμμής Αθήνα – Λαύριο.

Μεταξύ των συνεπιβατών ήταν κι ένας ηλικιωμένος, που φαίνεται ότι ήξερε πολλά και διάφορα, και κάποιος νεώτερος τον ρωτούσε να του πει το ένα και το άλλο.

 

 

1. Σάρα.


Το λεωφορείο περνούσε μέσα από το Μαρκόπουλο και σταματούσε στις διάφορες στάσεις, ν’ αποβιβάσει και να πάρει κόσμο. Έκανε μία κυκλική διαδρομή και κάπου ο οδηγός φώναξε τη στάση «Σάρα». Ο κύριος που ρωτούσε είπε την απορία του στον ηλικιωμένο : «γιατί εδώ, αυτό το μέρος, το λένε Σάρα;». Ο άλλος του είπε:
Εδώ, τα πολύ παλιά χρόνια, πριν γίνει υδροδότηση με σωλήνες και βρύσες ήταν ένα πηγάδι, που έπινε ο κόσμος νερό όταν επερνούσε. Το πηγάδι στα Αρβανίτικα το λέγανε «σά». Τον άνθρωπο που το έχτισε, ήταν στο χωράφι του, τον λέγανε Ράς. Οι χωριανοί, για να το ξεχωρίζουνε από τ’ άλλα πηγάδια, το λέγανε «Το πηγάδι του Ράς» σά-ρά, Σάρα (Ράς, γενική ρά). Τα παληά χρόνια υπήρχε λειψυδρία στα Μεσόγεια, ήτανε λίγα κι ονομαστά τα πηγάδια. Έτσι έμεινε το όνομα του πηγαδιού εκείνου και διατηρείται ως τοπωνύμιο η περιοχή Σάρα.

 

 

2. Το μεγάλο πηγάδι και η δίκη.


Το λεωφορείο προχώρησε στην καινούργια, μεγάλη εθνική οδό, που οδηγεί στο Λαύριο. Μετά από δύο-τρία χιλιόμετρα, από τη δεξιά πλευρά μπήκε στη διασταύρωση που οδηγεί στα Καλύβια.


Ο ηλικιωμένος που συνομιλούσε εν τω μεταξύ με το νεότερο του λέει:


- Να σου πω και μια ιστορία που έγινε σ’ αυτό εδώ το μέρος, και μου τη λέγανε οι γέροι.


Εδώ πιο μέσα ήταν ένα εκκλησάκι, όπου, στη γιορτή του αγίου, το καλοκαίρι, εγινόταν πανηγύρι. Δεν θυμούμαι εάν ήταν του Προφήτη Ηλία ή του Αγίου Παντελεήμονα. Στην ίδια περιοχή ήταν κι ένα πηγάδι, αλλά όχι μικρό πηγάδι όπως του Ράς, αλλά από κείνα τα μεγάλα, με μεγάλο στόμιο και μεγάλο πλάτος και βάθος, που είχανε σκαλιά στο πλάϊ κι εκατέβαινε αυτός που ήθελε να σύρει νερό με τον κουβά, όσο λιγόστευε το νερό το καλοκαίρι, όλο και πιο κάτω.


Γινότανε, λοιπόν το πανηγύρι το καλοκαίρι, κι ο κόσμος που μαζευότανε έτρωγε και γλεντούσε. Πίνανε και μπόλικο κρασί της περιοχής, κι ερχότανε σε μεγάλο κέφι. Μεθούσανε και ως μεθυσμένοι κάνανε και διάφορα αστεία, κάποιες πλάκες ο ένας στον άλλο, κάποια χωρατά, που άλλα ήταν έξυπνα, κι άλλα θα τα λέγαμε σήμερα χοντρά και τραβηγμένα.


Ένα απ’αυτά ήτανε, οι μεθυσμένοι να σηκώσουνε κάποιον και να τόνε ρίξουνε για πλάκα, μέσα στο μεγάλο εκείνο πηγάδι. Αυτός, όταν η άνωση τον έβγαζε στην επιφάνεια του νερού, έκανε με τα χέρια του μερικές απλωτές, έφτανε στα σκαλιά, πιανόταν, ανέβαινε κι έβγαινε επάνω. Οι άλλοι γελούσανε πολύ, έτσι που τον εβλέπανε βρεγμένο – το θέαμα αυτό το θεωρούσαν αστείο οι χωριάτες τότε.


Μια χρονιά, ένας από τους μεθυσμένους είχε την ιδέα να πιάσει και να ρίξει στο πηγάδι έναν φουκαρά πατέρα δώδεκα παιδιών. Τόνε ρίξανε, λοιπόν, τον ανθρωπάκο, και περιμένανε, μετά από κάμποση ώρα, να τόνε ιδούνε να βγαίνει βρεγμένος και θυμωμένος, για να γελάσουνε. Περιμένανε, περιμένανε μα εκείνος δεν φαινόταν. Πέρασε πολύ ώρα, κι αρχίσανε να τους ζώνουν υποψίες. Ώσπου είδανε το σώμα του να επιπλέει στο νερό. Κάποιοι κατεβήκαν από τα σκαλιά, το σύρανε, το δέσανε με σκοινιά και το τραβήξανε επάνω. Ο άτυχος άνθρωπος είχε χτυπήσει με το κεφάλι, σ’ ένα σκαλί, καθώς τον ρίχνανε κι είχε βρει ακαριαίο θάνατο.
Έγινε δικαστήριο με κατηγορούμενο τον έξυπνο που είχε την ιδέα, κι επέμενε, να ρίξουνε στο πηγάδι τον φτωχό άνθρωπο.


Ποιες επιλογές είχαν οι δικαστές; Να ορίσουν ένα μεγάλο ποσόν ως αποζημίωση στην οικογένεια του άτυχου; Να φυλακίσουνε τον ένοχο;


Εκείνα τα χρόνια οι συνθήκες της ζωής ήταν πολύ διαφορετικές από τις σημερινές. Χρήματα δεν υπήρχαν – δεν κυκλοφορούσανε παρά λίγα, ελάχιστα. Κι ο κατηγορούμενος φτωχός ήταν, που να εύρισκε τα λεφτά;
Οι δικαστές σκεφτήκανε κι εβγάλανε μια σοφή απόφαση : Καταδικάσανε τον κατηγορούμενο – να δίνει κάθε μέρα δύο μεγάλα καρβέλια ψωμί στα παιδιά, τα ορφανά, του άτυχου ανθρώπου.


Αν φυλακίζανε τον ένοχο θα πεινούσανε και τα δικά του παιδιά. Θα δυστυχούσανε δύο οικογένειες.
Και το ψωμί δεν έβγαινε εύκολα τότε. Θα έπρεπε ο γεωργός αυτός να έσπερνε περισσότερα χωράφια, να νοίκιαζε ενδεχομένως, να θέριζε τα στάχια, να τα έκανε θυμωνιές, να τα αλώνιζε και να έβγαζε πολλά σακκιά σιτάρι. Να πήγαινε κάθε εβδομάδα ή δεκαήμερο στο μύλο για να αλέσει και να πάρει το αλεύρι. Να ζυμώσει η γυναίκα του τα ψωμιά για τις δύο οικογένειες. Αυτός να ανεβεί στο βουνό, να κόψει κλαδιά και ξύλα, να τα φέρει στο σπίτι για να τα βάλουν στο φούρνο να πυρώσει, μετά θα βάζανε τα ψωμιά να ψηθούν.
Πιο δίκαιη απόφαση δεν θα μπορούσε να υπάρξει για την περίπτωση αυτή, και για τον καιρό εκείνο, τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.


Θαυμάζουμε τη φρόνηση, τη σοφία, τη γνήσια αίσθηση δικαίου και την ορθή κρίση των δικαστών της εποχής εκείνης.

 

 


Μαρία Μαυρεδάκη
Συγγραφέας
Μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών

 

 

1os-15-book banner

Διαβάστηκε 365 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr μετά από δέκα χρόνια συνεχούς λειτουργίας είναι ένα site που βοηθάει, ενημερώνει, ψυχαγωγεί και συναρπάζει τους αναγνώστες του παγκοσμίως.

Διαβάστε περισσότερα