Έπειτα ο πρώτος εβάδιζε με βήμα τελετουργικό, προκειμένου να του φέρει γούρι και να συναντήσει τις μαινάδες, που ήταν πλασμένες από φως και θρυμμάτιζαν με τα τραγούδια τους τις ρίζες της χίμαιρας, που έβγαιναν από τα μικρά παράθυρα των ελεφάντων και έφταναν ως τα σουραύλια των μεθυσμένων ιαχών της αιωνιότητας. Η διαφορά τους ήταν ακόμη ευκρινής και διάφα νη από τα εξής: Όταν οι φλόγες που εξέπεμπαν οι πόθοι του Διόνυσου άρχισαν να καίνε τη χλόη που εκάλυπτε την καταπακτή του Διονύση και να εξιστορούν τις περιπέτειες και τα βάσανα τους, τα χταπόδια προσπαθούσαν να ξεκολλήσουν τη γεύση του Βυθού και να την μεταφυτεύσουν στις πρασιές των κυμάτων, για να μοσχοβολούν με σημασία, όταν οι σημαίες θα αποκτούσαν αρχεία και θα σήκωναν την άγκυρα του πλοίου της σκέψης, προκειμένου να ανοίξει πανιά και να πλεύσει για έναν ουρανό αλυσοδεμένο στα κάτω άκρα, αφού πάντα υπάρχουν στον ορίζοντα δυο ανοιχτά γαλανά μάτια, τα οποία όχι μόνο βλέπουν τα αισθήματα που καλύπτουν ηθικά και υλικά την κολυμπήθρα του Σιλωάμ, αλλά τροφοδοτούν με ακτίνες λέηζερ τη σιωπή των αιώνων.
Στα ζάρια που έπαιζαν οι δυο τους κέρδιζε πάντα ο Διονύσης και ανάγκαζε τον εκνευρισμό του Διόνυσου να χορεύει τσιφτετέλια με μια κομψή και ευτραφή φεγγαροαχτίδα ντάμα του και να πίνει κρασί από το στόμα ενός λυγμού, που δεν έλεγε να σταματήσει το δράμα του, αλλά μετακινείτο από το ένα στήθος της ξενοιασιάς στο άλλο και εκτόξευε απειλές και κατάρες κατά της Αθήνας και της Αθηνάς, μέχρι σημείου, που άρχισαν να γκρεμίζονται τα τείχη του απογεύματος και να διαρρέει το σκοτάδι του ρεύματος στα κρασοπότηρα του γεύματος, που όσο πήγαινε και έπαιρνε διαστάσεις λερναίας Ύδρας, καθόσον ο ένας κεραυνός έπεφτε στο φέρετρο του λειψάνου και οι άλλοι πέντε ήταν έτοιμοι να δειπνήσουν με τα λαμόγια του έρωτα.
Και μια παράλειψη. Ο Διόνυσος αγαπούσε τις γυναίκες που έτρωγαν στρείδια στον ύπνο τους και φίδια στο ξύπνιο τους, ενώ ο Διονύσης εκείνες που μαδούσαν τα πούπουλα τους και έφτιαχναν μαξιλάρια για να κοιμούνται και να μη στραβολαιμιάζουν οι κακίες, όταν ξάπλωναν να κοιμηθούν και να ανακαλύψουν τα σημάδια και τα αμάδια που τις γέννησαν. Κατά τα άλλα οι σφυγμοί της χαράς του Διόνυσου ήταν πιο ηχηροί, ζουμεροί και αξιοπρεπείς έναντι εκείνων του Διονύση, που μόλις μπορούσαν να ανοίξουν το στόμα τους και να φάνε κλεψύδρες που έβοσκαν στα εύφορα λειβάδια της εφορίας.
Πότης Κατράκης
Πεζογράφος-Ποιητής-Στιχουργός
Μέλος της "World Academy of Arts and Culture"
Επίτιμος Διδάκτωρ Λογοτεχνίας
Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Δικ.Συλλ.Πειραιά
Από το βιβλίο "Διηγήματα και Νουβέλες" Β' τόμος
Εκδόσεις Λεξίτυπον