Πολύ σπάνια στη σύγχρονη ποίηση γράφονται μοιρολόγια, ειδικά σε ομοιοκατάληκτο 15σύλλαβο. Γι’ αυτό πα¬ρουσιάζει εξ αρ¬χής ενδιαφέ¬ρον να δει κανείς τον τρόπο που ο Γιάννης Πλαχούρης, στο Μοιρολόγι – αντι¬στροφή, μια καλαίσθητη έκδοση που κυκλο¬φο¬ρεί από τον Σ. Ι Ζαχαρό¬πουλο, πραγματεύεται σε παραδοσιακό ρυθμό ένα σχεδόν παρατημένο θέμα στην εποχή μας.
Η αφορμή του εκτεταμένου ποιήματος νομίζω ότι μπορεί να αναζη¬τηθεί σε δυο προφανείς αιτίες: 1. επειδή ο δημιουργός του θεωρεί πως η εποχή μας πάσχει από αμνησία για τα κομβικά στοι¬χεία που διατηρούν τη λαϊκή παράδοση και 2. επειδή οι περισσότεροι από εμάς αποξενωθή¬καμε από τους νεκρούς μας, α¬ποδυ¬ναμώνοντας την ευκαιρία να συλλογιστούμε και διδαχθούμε από τον θάνατο, το μεγαλύτερο μυ¬στήριο της ύπαρξης, όπως γινόταν παλιά, τότε που οι κηδείες είχαν άλλη σημειολογία, διάρκεια και χα¬ρακτήρα.
Όσον αφορά την «αντιστροφή» –ως στοιχείο του τίτλου– αυτή αφορά τους ρόλους και το περιεχό-μενο του κλασικού μοιρολογιού. Τώρα δεν θρηνεί ο ζωντανός την απώλεια του αγαπημέ¬νου του. Ο ε¬τοι-μοθάνατος είναι που δίνει συγκεκριμένες οδηγίες για να τηρηθούν οι υποχρεώσεις απέναντί του.
Λίγο τα μαύρα φόρεσε. Κελιά το χρώμα στήνει.
Το γοερό της πάνω Γης την κάτω διπλοκλείνει.
Ένα φοβάται ο νεκρός μην τον ξεχάσουν μόνο∙
μην σέρνεται ακήδευτος, βόγκος βαθύς στον Χρόνο
και μέσα στο αφέγγαρο μεσόνυχτο σκοτάδι
παρακαλεί για λειτουργιά που θα τον πάει στον Άδη.
Γι’ αυτό βάλσαμο σ’ άφησα τη φυλλωσιά του δυόσμου∙
τρίψ’ την και μόσχο μέθυσε. Βρες το κλειδί του κόσμου
μες στη στιγμή και σε κλαδί χαράς κούρνιασε φως μου
μην σε πληγιάσει ο χωρισμός, σε πνίξει ο καημός μου
και τέτοια θλίψη απαλή να πιώ κι εμένα δώσ’ μου. (…)
Η παραπάνω θέση είναι συγγενής στην αγωνία της με του ομηρικού Ελπήνορα προς τον Οδυσσέα, όταν τον συναντάει στην είσοδο του Κάτω κόσμου και του ζητά: «μην φύγεις κι άταφο κι άκλαυτο μ’ αφή¬σεις».
Όμως στο Μοιρολόι – αντιστροφή η «παραγγελία» διαφοροποιείται σημαντικά. Αλλάζει η κλασική δομή του μοιρολογιού που είναι: θρηνητική εισαγωγή, διευκρίνηση της κοινωνικής προσφοράς του θα-νόντος, προβολή των προτερημάτων, ατομικός πόνος του συγγενούς, ανησυχία για τον άγνωστο προορι-σμό, κοινω¬νικές – οικογενειακές επι¬πτώσεις από την απώλεια. Η εισαγωγή υπάρχει αλλά κινείται στην κατεύθυνση να σχολιά¬σει απλά το αμετάκλητο γεγο¬νός και να ζητήσει την ποιότητα, τη γαλήνη, την αξιο¬πρέπεια που οφείλει να συνοδεύει τον αποχωρι¬σμό. Χαρακτηριστικοί είναι οι εναρκτήριοι στίχοι που περιγράφουν την ατμόσφαιρα μπροστά στη νεκρική κλίνη.
Μες στο βαθύ προσκέφαλο ρηχό καντήλι λιώνεις.
Στέκομαι δίπλα. Ναυαγός το χέρι σου τεντώνεις.
Παίρνω τα κρύα δάχτυλα, τρίβω τα, χουχουλιάζω,
στρωμνή βοτάνι απέθαντο, μυρτιές σεντόνι σιάζω,
έλα, ζητώ, πολέμησε, να φύγεις δεν θ’ αφήσω
κι’ α σε τραβά ο Χάροντας, βόηθα να μείνεις πίσω. (…)
Στη συνέχεια όλα αλλάζουν. Η δομή, η έκφραση, το ύφος. Οι θρήνοι δεν ενδιαφέ¬ρουν. Οι οιμωγές ως γνωστό προέρ¬χονται από εγωισμό, δεν είναι λύπη. Ο ετοιμοθάνατος μοιρολο¬γεί –λέγει δηλαδή τη μοίρα της ψυ¬χής– στο παιδί του, ώστε εκείνο να κατανοή¬σει την κυκλική λει¬τουργία του χρόνου και να εγκατα¬λείψει τη θλίψη. Οι προτάσεις του α¬φορούν μόνο τη χρονική σειρά και την τήρηση συγκριμέ¬νων κανό¬νων τα¬φής: φροντίδα του σώματος, ξενύ¬χτισμα, εξόδιος ακολου¬θία, μνημόσυνα. Ο «νε¬κρός» υ-παγορεύει α¬να¬λυτι¬κές οδηγίες για το τι ακρι¬βώς θέλει και ερ¬μη¬νεύει/εξηγεί γιατί πρέπει να γίνουν με τον συγκεκρι¬μένο τρόπο που ο ίδιος προτείνει. Στην πραγματικό¬τητα αυτές οι εκδηλώσεις έ¬χουν έναν ι-διαίτερο συμ¬βολι¬σμό. Παράλληλα, ενώνουν τον κοι¬νωνικό περί¬γυρο κι έ¬χουν ανά¬λογη αξία. Δίνουν την ευκαι¬ρία να συλ¬λογιστεί ο άνθρω¬πος για το μυστήριο της ζωής και την ποιότητα της καθημερινότητάς του και της δρά¬σης του. Το¬νίζεται η χρησιμό¬τητά τους. Αποσυμβολίζονται. Δι¬καιολογεί¬ται έμ¬μεσα το γιατί οι περισ¬σότε¬ροι από αυτούς τους κανόνες πα¬ραμένουν α¬ξιο¬θαύμαστα αναλ¬λοίω¬τοι στη λα¬ϊκή μας παράδοση και, είτε αυτούσιες είτε ως μέρη –με διάφορες παραλλα¬γές– από παρόμοιες τα¬φι¬κές εκ-δηλώσεις, ακολου¬θούνται σε όλο σχεδόν τον κό¬σμο. Άλ¬λωστε (Πρβλ με τον μύθο του Ηρός στον Πλάτωνα) ο νεκρός ευθύ¬νε¬ται απο¬κλειστικά για την ποιότητα της ζωή που είχε. Αυτός την επέ¬λεξε και είναι α¬ποκλειστικά υπεύ¬θυνος πώς την χρησιμο¬ποίησε. Το ποτάμι δεν κυλά αν δεις τις σταγόνες του νερού του ως συνέχεια η μια της άλλης. Η κί¬νηση είναι στην επιφά¬νεια, η ουσία της κάθε μιας στα¬γό-νας δημιουργεί την ουσία του ποτα¬μού, ακίνητη πέρα από την κί¬νηση, ε¬νότητα έξω από τη δια-φορετικότητά της. Γι’ αυτό κα¬νένας α¬γώνας δεν πε¬θαίνει όσο υπάρχει άν¬θρωπος που μάχεται καθώς, σύμ¬φωνα με την ...αιρε¬τική υπαρξιστική ά¬ποψη του ποιητή μας: ο Α¬δάμ και η Εύα συνειδητά επέλε¬ξαν τα βάσανα και πό¬νους της ζωής αντί του «βολέματος» στον Παράδεισο. Για να αποκτήσει η ζωή το ενδιαφέ¬ρον του Γολ¬γοθά της.
Γίνε ποτάμι ακίνητο, που δεν κυλά ή πνίγει,/ γνωρίζοντας πως η ψυχή ήρθε ντυμένη φίδι/στο Δένδρο της Παράδεισου κι έφτιαξε το ταξίδι.
Πρόκειται για ένα πολύστιχο ποίημα, έντονα ρυθμικό, με ο¬μοιοκατά¬λη¬κτο όπως αναφέραμε 15 σύλλαβο, σε όμορφο μικρό σχήμα (12x14), φι¬λο¬τεχνημένο με ευφάνταστα σχέ¬δια, που ε¬δραιώνουν την προσωπική πλέον γραφή του ζωγράφου Απόστολου Πλα¬χούρη. Το ποίημα με επιτυχία θυμίζει, συγκε-ντρώνει, ερμηνεύει πάρα πολλά λαογρα¬φικά στοιχεία για την προετοιμασία του νεκρού και τη διαδικασία τα¬φής του, εξη¬γώντας ταυτό¬χρονα την αιτία τους. Σημειώνεται ότι πολλές από αυτές τις τα-φικές εκδηλώ¬σεις εμφανί¬ζονται κοινές από την αρχαι¬ότητα στον χριστιανισμό, στις άλλες θρη¬σκείες και στις λαϊκές δοξασίες. Θυ¬μί¬ζουμε, στην Πολιτεία του Πλάτωνα, τη διήγηση του Σω¬κράτη για τη με¬ταθα-νάτια περιπλά¬νηση της ψυχής του Ήρου, την αντί¬στοιχη Κόλαση του Δάντη, τις ανα¬τολικές α¬φηγήσεις για τη μετεν¬σάρ¬κωση και το κάρμα.
Η ποίηση του Γιάννη Πλαχούρη (όχι μόνο αυτή που αναφερόμαστε) είναι ό,τι πιο αξιόλογο προ-σφέρει η Τέχνη, επιβάλλεται μόνο του και με αμεσότητα, χωρίς να ζητάει υπερβολική προε¬τοιμασία ή ειδική ερμηνεία για να κατανοηθεί και να συγκινήσει.
Για τον αληθινό δημιουργό δεν υπάρχει πρότυπο της τέχνης του γενικότερα. Την επινοεί μόνος του.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ
Ποιητής - Συγγραφέας
*Ο Γιώργος Σταυράκης έχει γράψει ποίηση, ιστορικά μελετήματα, ταξιδιωτικά, βιογραφίες. Είναι μέλος της ιστορικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών τα τελευταία 42 χρόνια με συμμετοχή σε πολλά ΔΣ σε διάφορες θέσεις.