ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024 - 4:32:00μ.μ.
03
Μαρτίου

"Για την Ελληνική Γλώσσα (Α' μέρος) " της Πιπίνας Δ. Elles

Κατηγορία Πεζογραφία

Η νεοελληνική γλώσσα δεν αποτελεί φαινόμενο γλωσσικού στρώματος απομονωμένου ή ανεπηρέαστου από τις προηγούμενες μορφές της ελληνικής.

Η χρήση διαφορετικών μορφών της γλώσσας σε διαφορετικές καταστάσεις ή περιπτώσεις, είναι χαρακτηριστική ακόμη και για τα πρώιμα στάδια της ελληνικής γλώσσας, από τότε δηλαδή, που παρουσιάζεται σα γραπτός λόγος. Στην αρχαία ελληνική, δίγλωσσος είναι εκείνος που έχει την ικανότητα να ομιλεί δύο γλώσσες.


Μέχρι τα μέσα του 4ου αι. μ.Χ. οι ελληνικές κοινότητες χρησιμοποιούν για τις πολιτικές και θρησκευτικές υποθέσεις τη διάλεκτο των μελών τους, αλλά η λογοτεχνία είτε ήταν γραπτή είτε προφορική, χρησιμοποιεί διαφορετικό γλωσσικό ιδίωμα. Στα ομηρικά έπη για παράδειγμα, χρησιμοποιείται ένα γλωσσικό μείγμα που είναι αποτέλεσμα της μακράς εξέλιξης της γλώσσας και πιθανόν να ανάγεται στα μυκηναϊκά χρόνια. Το ομηρικό γλωσσικό ιδίωμα διατηρήθηκε στην επική ποίηση, κυρίως σε εκείνη η οποία ήταν γραμμένη σε εξάμετρα και μεταγενέστερα, άσχετα με την ιδιάζουσα γλώσσα ή ντοπιολαλιά των ελληνικών πολιτειών, από όπου προέρχονταν οι επικοί ποιητές.
Η χορική ποίηση τον 17ο αι., διακρίνεται για την ομηρική υποδομή της, αν και είναι γραμμένη σε ακαθόριστη δωρική γλωσσική μορφή. Η δε αττική τραγωδία δεν χρησιμοποιεί την αττική διάλεκτο αλλά μείγμα, δηλαδή, τα μεν διαλογικά μέρη γράφονται σε γλωσσικό ιδίωμα που πλησιάζει την αττική διάλεκτο με κάποια ιωνικά στοιχεία (στη φωνολογία, τη μορφολογία και το λεξιλόγιο), ενώ τα λυρικά μέρη της γράφονται, πλησιέστερα στη γλώσσα της χορικής λυρικής ποίησης .


Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Μακεδόνων, καλλιεργήθηκε μια κοινή ελληνική γλώσσα, που απέβη το βασικό μέσο επικοινωνίας και προσχώρησε βαθμηδόν και στις αγροτικές περιοχές. Στα σχολεία του ελληνόγλωσσου κόσμου και προς το τέλος του 1ου π.Χ. αι., παρατηρείται ένα κίνημα προς τον κλασικισμό. Σύνθημα ετούτου του κινήματος είναι η στροφή και η μίμηση προς τους αττικούς συγγραφείς του 5ου και του 4ου αι. Τον 2ο αι μ.Χ., παρατηρείται διάκριση ανάμεσα στην αττική γλώσσα που έχαιρε εκτίμησης και στην απλή ελληνική ή ελληνιστική κοινή, της οποίας οι αναφορές στα λεξικά της εποχής, χαρακτηρίζονται για την περιφρόνησή τους προς αυτή. Και ενώ οι επίσημες ομιλίες και όλη η λογοτεχνία παρουσιάζονται σε αττικίζουσα ελληνική γλώσσα, τα συγγράμματα για θέματα τεχνικής φύσης ή άλλες επίσημες επικοινωνίες, εντός της ρωμαϊκής πλέον επικράτειας, χρησιμοποιούν την ελληνιστική κοινή γλώσσα. Τα απολογητικά συγγράμματα που απευθύνονται στους μορφωμένους ειδωλολάτρες είναι σε αττικίζουσα ελληνική, ενώ η γλώσσα των μικρών χριστιανικών κοινοτήτων είναι στην κοινή ελληνιστική και σε επίπεδο της καθομιλουμένης.


Όταν τον 4ο μ.Χ. αι. άρχισε να διαδίδεται ο Χριστιανισμός και να εξαπλώνεται στην ανώτερη κοινωνική τάξη, μέλη της τα οποία είχαν αττικίζουσα εκπαίδευση, καταλάμβαναν όλο και περισσότερες θέσεις στην εκκλησία, η οποία εκ τούτου απέβη βαθμηδόν, πολύ ισχυρή. Τα δογματικά και τα ποιμενικά συγγράμματα, αλλά και το κήρυγμα των Μεγάλων Πατέρων, είναι γραμμένα στην κλασικίζουσα λογοτεχνική ελληνική γλώσσα, που αποκτά έτσι ιδιαίτερη αίγλη και ιερότητα, ιδιαίτερα στα λαϊκά πλήθη που δεν έχουν εκπαιδευτεί σε αυτή και επομένως τους είναι δυσνόητη.


Ετούτη λοιπόν την περίοδο παρατηρούνται δύο ιδιώματα:


α. εκείνο της αττικίζουσας ελληνικής, και


β. το ιδίωμα της κοινής ελληνικής, που χρησιμοποιείται συχνά σε καθομιλουμένη και παραλογοτεχνική ιδιωματική μορφή, από την εκκλησία, για λαϊκά έργα ευλάβειας και η προέλευσή της είναι περισσότερο επαρχιακή.


Ως τον 7ο αι. οι δομικές αλλαγές στη μορφολογία και στη σύνταξη της ελληνικής γλώσσας, προμηνύουν τη ρήξη ανάμεσα στην αρχαία και στη νέα ελληνική γλώσσα.


Οι Βυζαντινοί κληρονόμησαν τρεις διαφορετικές γλωσσικές ομάδες:


α. την κλασικίζουσα αττική ελληνική


β. τα λογοτεχνικά της κοινής ελληνικής (τεχνικά και επίσημα έγγραφα), και


γ. την ομιλούμενη κοινή ελληνική των εκλαϊκευμένων έργων.


Στη δεκαετία του 640 και ως το τέλος της Εικονομαχίας, δηλαδή στα μέσα του 9ου αι., παρατηρείται ότι η αττικίζουσα ελληνική έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί και χρησιμοποιείται μόνο από την εύπορη τάξη, ως διακριτικό γνώρισμά της. Τον 9ο αι. που έχει πλέον εγκαθιδρυθεί το Βυζαντινό κράτος, παρατηρείται μία νέα παλινδρόμηση προς την αρχαιότητα στους πνευματικούς κύκλους. Με τη βοήθεια λεξικών και εγχειριδίων οι συγγραφείς αναλαμβάνουν τη δεξιοτεχνία των προγόνων τους. Αυτός ο νεοκλασικισμός δεν είναι μίμηση των κλασσικών Αθηναίων, αλλά μίμηση των γλωσσικών στοιχείων στα λογοτεχνικά κείμενα και δεν έχει σχέση όπως είναι κατανοητό, με την ομιλούμενη. Το μεγαλύτερο μέρος της πεζογραφίας, που δεν ήταν λογοτεχνία, χρησιμοποιεί την κοινή ελληνική των τεχνικών συγγραφέων της αρχαιότητας. Και παρόλο που διέφεραν τα γλωσσικά στοιχεία της από εκείνα της κοινής ομιλούμενης, δεν γίνεται ενσυνείδητη προσπάθεια αποφυγής της. Έτσι πολλά έργα όπως συγγράμματα ιατρικής, τα μαθηματικά, οι νόμοι, οι εγκυκλοπαίδειες, απομνημονεύματα και αυτοκρατορικά εγχειρίδια για την εξωτερική πολιτική, γράφονται σε ετούτη τη γλώσσα.


Η καθημερινή ωστόσο μορφή της κοινής ελληνικής, έμεινε έξω από τη γραμματεία της εποχής. Στα μέσα του 10ου αι., πολλά λαϊκο-θρησκευτικά έργα γράφονται στην κλασικίζουσα ελληνική. Έτσι παρατηρείται μία νέα παραλλαγή της διγλωσσίας, δύο επίπεδα της λόγιας ελληνικής:


α. για τη λογοτεχνία χρησιμοποιείται η κλασικίζουσα και


β. για τον επίσημο προφορικό λόγο η μη κλασικίζουσα.


 Η ομιλούμενη δε χρησιμοποιήθηκε στον γραπτό λόγο, εκτός από ένα σατιρικό επίτευγμα, τον 12ο αι.


Η γλωσσική κατάσταση πήρε τροπή στους τελευταίους αιώνες της βυζαντινής περιόδου (1261-1453). Το μεγαλύτερο μέρος της λογοτεχνικής πεζογραφίας γράφεται σε κλασικίζουσα γλωσσική μορφή ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονται παραλλαγές κειμένων, αποκλασικοποιημένες, δηλαδή παραφράσεις, όπου ασυνήθιστες λέξεις και σπάνιοι συντακτικοί τύποι αντικαθίστανται από πιο οικεία στοιχεία. Παρά το γεγονός ότι στο Βυζάντιο υπάρχει η τάξη των πολύ μορφωμένων, δε φαίνεται να είναι πρόθυμοι ετούτοι ή δεν δύνανται να καταβάλλουν την απαιτούμενη προσπάθεια να κατανοήσουν την κλασικίζουσα αττική γλώσσα.


Τον 14ο αι. στην Ευρώπη, παρουσιάζεται γραπτή λογοτεχνία σε γλωσσική μορφή που πλησιάζει την ομιλούμενη. Είναι ένα φαινόμενο φυσικό και παράλληλο προς εκείνο που λάβαινε χώρα στην Ιταλία. Στο Βυζάντιο όμως παρατηρείται μία ανάμειξη γλωσσικών στοιχείων της ομιλούμενης γλώσσας και της κλασικής παράδοσης, και σε αναλογία η οποία ποικίλλει. Η μεν δημώδης λογοτεχνία πραγματεύεται ελαφρά θέματα, η δε πεζογραφία χρησιμοποιεί την κλασικίζουσα γλώσσα. Έτσι η δημώδης λογοτεχνία δεν επικρατεί ούτε σε ετούτη την χρονολογική φάση.


Στην ελληνική χερσόνησο και στην περίοδο της τουρκικής κατοχής (1453-1821), η πορεία της γλώσσας ως ζωντανού οργανισμού εν εξελίξει, δεν παύει να υφίσταται. Στην Κρήτη παρατηρείται η ανάπτυξη μίας τοπικής δημώδους λογοτεχνίας, η οποία είναι απαλλαγμένη από αρχαϊκά στοιχεία. Το γλωσσικό ιδίωμα της δημώδους λογοτεχνίας, χρησιμοποιείται στα θεατρικά έργα και σε περισσότερο ευαίσθητες, αλλά δυναμικές μορφές της, στην ποίηση. Οι Κρητικοί, όπως και αλλού στον ελληνόφωνο πληθυσμό, στον πεζό λόγο χρησιμοποιούν την κλασικίζουσα γλώσσα. Στην Κύπρο παρατηρείται ένα ανάλογο φαινόμενο με εκείνο στην Κρήτη, μόνο που η τοπική διαλεκτική μορφή της γλώσσας χρησιμοποιείται και στις δύο μορφές του λόγου: στον πεζό και στον ποιητικό λόγο. Ετούτη η λογοτεχνία παραμένει απομονωμένη και τον 16ο αι. παύει να υφίσταται.

 

 

 

 

 

 

 

 


Πιπίνα Έλλη (Elles)

Ελληνίδα Ποιήτρια – Ζωγράφος

Sydney, 26/2/'17

Ιστορία της Νέο-Ελληνικής Γλώσσας (History of the Greek language), Sydney, April 1995

ΜΕΛΕΤΕΣ ΤΟΜΟΣ Α',

Διαβάστηκε 268 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr είναι ένα site, που φιλοδοξεί να δώσει στους αναγνώστες του αντικειμενική και ανεξάρτητη ενημέρωση, χωρίς υπερβολές, παραποιήσεις και σκοπιμότητες...

Διαβάστε περισσότερα