Μπορεί να λιγόστεψε ο πληθυσμός της και να μη μπορούσε να συγκριθεί με την πόλη του 1731 που αριθμούσε 25.000 ψυχές, αλλά ήταν μολαταύτα μια μεγάλη πόλη1. Ζούσαν σ’ αυτή επτά χιλιάδες Έλληνες, οκτακόσιοι Μωαμεθανοί και περίπου χίλιοι Εβραίοι2. Ήταν πρωτεύουσα του Bοϊβοδάτου από την κατάληψή της από την Υψηλή Πύλη3, διαιρεμένου σε τέσσαρα διαμερίσματα4.
Τη διοίκηση ασκούσε ένας Κυβερνήτης (Βοϊβόδας) και ένας Καδής (δικαστής).
Την εξουσία συμπλήρωναν κατ’ ένα τρόπο ο Αρχιεπίσκοπος5 και ο Γάλλος Πρόξενος6.
Είχε η πόλη ένα ανάκτορο, που χρησιμοποιούσε ο Βεζύρης7, μια ωραιότατη προξενική κατοικία, κτισμένη με χρήματα της Γαλλίας, την Αρχιεπισκοπή, είκοσι έξι ελληνικές εκκλησίες8, επτά εβραϊκές συναγωγές και πέντε τζαμιά. Τα καταστήματα ανήκαν σε Έλληνες9 και Εβραίους και ελάχιστα σε Τούρκους.
Τα χωράφια του κάμπου ανήκαν κυρίως σε Τούρκους μεγάλους γαιοκτήμονες και το μεγαλύτερο, πολύ προσοδοφόρο, τσιφλίκι Ιμάμ Τσαούς ανήκε στον ίδιο τον Αλή Πασά, βεζύρη των Ιωαννίνων. Η παραγωγή σε δημητριακά, φρούτα και λαχανικά ήταν μεγάλη. Τα προϊόντα της σε αφθονία κάλυπταν τις διατροφικές ανάγκες των κατοίκων της και εκείνων της Νοτίου Ηπείρου (Γιάννενα) και της Ακαρνανίας10. Οι Αρτινοί για το λόγο αυτό υπερήφανοι τραγουδούσαν το δίστιχο:
«Η Άρτα’ ναι χρυσός μπαξές, κλουβί με πέντ’ αηδόνια και όποιος την κατηγορεί να του κοπούν τα χρόνια»
Στην παραγωγή αυτή βοηθούσε και η καλή ποιότητα του εδάφους που ήταν γόνιμο, αλλά και τα πλούσια νερά του Αράχθου, με τα οποία ποτιζόταν ο κάμπος. Φράγματα και στοιχειώδη αντιπλημμυρικά έργα δεν υπήρχαν κι έτσι ο Άραχθος πολλές φορές πλημμύριζε κι έφερνε καταστροφές. Η μεγαλύτερη πλημμύρα που επέφερε τέλεια καταστροφή στον κάμπο της Άρτας συνέβη το έτος 1794 11.
Έτσι ή περίπου έτσι ήταν η ζωή στην Άρτα, όταν τον Μάιο του έτους 1816 ξέσπασε η μεγάλη πανούκλα.
Η είδηση της φοβερής επιδημίας έφερε τρόμο και ταραχή στις τοπικές Αρχές, στον απλό λαό και στους κατοίκους των άλλων περιοχών μέχρι τα παράλια της Πελοποννήσου.
Ο Βοϊβόδας είχε την άτυχη ιδέα να σπάσει τους υδαταγωγούς που κινούσαν τους μύλους κι έτσι η πόλη έμεινε χωρίς αλεύρι, το οποίο δεν μπορούσε να προμηθευτεί από αλλού, αφού ο φόβος της πανούκλας απλώθηκε παντού• κανείς δεν όδευε προς την Άρτα. Τις πρώτες ημέρες οι θάνατοι ήταν 10-15 ημερησίως, μετά αυξήθηκαν περισσότερο. Οι αρμόδιοι θρησκευτικοί ηγέτες μελετούσαν τρόπους να κλείσουν τους χώρους της λατρείας, γιατί εκεί συγκεντρώνονταν πολλοί άνθρωποι ταυτόχρονα και με τις αναθυμιάσεις τους μεταδιδόταν εύκολα η ασθένεια κι έπαιρνε έκταση η ασθένεια. Ωστόσο το μυστικό το κρατούσαν κρυμμένο απ’ το λαό, τον οποίο παρηγορούσαν, δίνοντάς του ψεύτικες υποσχέσεις και φρούδες ελπίδες. Ο Βοϊβόδας παρακάλεσε τον Πρόξενο της Γαλλίας, τον Ούγκο Πουκεβίλ12, να μην απομακρυνθεί απ’ την πόλη για λόγους ψυχολογικούς.
Πράγματι αυτός έμεινε προσωρινά και καθημερινά πήγαινε στο λοιμοκαθαρτήριο που στήθηκε πρόχειρα και ενθάρρυνε τους κτυπημένους απ’ την φοβερή αρρώστια.
Εν τω μεταξύ οι θάνατοι έφθασαν περίπου τους τριάντα την ημέρα, η επιδημία έλαβε κι άλλη έκταση κι οι αρμόδιοι αποφάσισαν να το πουν στο λαό. Στους Χριστιανούς το ανακοίνωσε ένας Επίσκοπος της Μητρόπολης, ντυμένος στα λατρευτικά άμφια, έχοντας σκεπασμένο το πρόσωπό του με μαύρη καλύπτρα. Αυτός και Διάκοι που κρατούσαν νεκρικούς πυρσούς, σκόρπιζαν αγιασμό στην πόλη, ψέλνοντας τον νεκρώσιμο ύμνο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού και αναγγέλλοντας την άμεση άφιξη του εξολοθρευτή αγγέλου. Κανείς δεν ακολούθησε αυτή την πομπή και στους άδειους δρόμους της Άρτας ακουγόταν μόνο η φωνή του Επισκόπου13.
Ερήμωση, καταστροφή και θάνατος στην Άρτα, απ’ τη μια άκρη στην άλλη. Οι τάφοι δέχονταν συνεχώς πτώματα. Πολλοί έφυγαν απ’ την πόλη, αποσύρθηκαν στο βουνό της Παναγίας, όπου έκτισαν πρόχειρες καλύβες. Ο Βοϊβόδας και ο Καδής εγκατέλειψαν την πόλη κι εγκαταστάθηκαν σε μέρος που ιστορικά δεν έγινε γνωστό.
Ο πρεσβευτής της Γαλλίας Ούγκο Πουκεβίλ περιπλανήθηκε στα βουνά της Ακαρνανίας, έφθασε στο Μεσολόγγι, όπου παρέμεινε σε καραντίνα και μετά πέρασε στην Πάτρα, όπου συνάντησε τον αδελφό του Φραγκίσκο Πουκεβίλ.
Ο Αρχιεπίσκοπος Πορφύριος14 κατέφυγε στο Βραχώρι (σημερινή ονομασία Αγρίνιο) για να σωθεί, εγκαταλείποντας το ποίμνιό του στη μοίρα του, στην αναμονή δηλαδή του εξολοθρευτή αγγέλου. Από επιστολή του Πορφυρίου που στάλθηκε από το Βραχώρι στον Πρόξενο Πουκεβίλ στην Πάτρα πληροφορούμαστε ότι μέχρι το Φθινόπωρο του ίδιου έτους (1816) είχαν χάσει τη ζωή τους 2.300 άνθρωποι.
Μέχρι το καλοκαίρι του έτους 1917 που υποχώρησε και καταλάγιασε η πανούκλα, χάθηκε το ένα τρίτο του πληθυσμού της ΄Αρτας, δηλαδή περίπου 3000 ψυχές.
Αφού πέρασαν δέκα οκτώ μήνες γύρισαν οι Αρχές στην Άρτα, ο Βοϊβόδας, ο Καδής, ο Αρχιεπίσκοπος και ο Γάλλος Πρόξενος, και τη βρήκαν κατεστραμμένη και σχεδόν έρημη. Ο Αλή Πασάς είχε κλείσει στις φυλακές πολλούς Έλληνες για να τους αρπάξει τις περιουσίες τους. Άνθρωποί του λεηλάτηταν και το Προξενείο. Επέβαλε νέους φόρους δυσβάστακτους με αποτέλεσμα οι Έλληνες να μη μπορούν να τους πληρώσουν. Έτσι, εκτός απ’ τους θανάτους και τον οικονομικό μαρασμό, οι δυστυχείς `Ελληνες, κάτοικοι της Άρτας, είδαν και τις περιουσίες τους να απαλλοτριώνονται και να περνούν στα χέρια του τυράννου για την εξόφληση των φόρων15.
Η κατάσταση στην Άρτα μετά την πανούκλα και την επιστροφή των Αρχών στην πόλη περιγράφεται ιλαροτραγικά και χαρακτηριστικά από τον πρεσβευτή της Γαλλίας Ούγκο Πουκεβίλ με επιστολή προς τον περιηγητή αδελφό του που έχει ς εξής16:
«Η πανούκλα τέλειωσε. Τα υπολείμματα του πληθυσμού επέστρεψαν στην πόλη. Η επιδημία, που δεν σταμάτησε να χτυπά παρά μόνο όταν στέρεψε το δηλητήριό της, έδειξε κατά τη διάρκεια των φάσεών της όλα τα χαρακτηριστικά και φοβερά καπρίτσια της κακίας της. Χωρίς να μιλήσουμε για πονοκεφάλους, για εμετούς και πυρετούς χαρακτηριστικούς αυτής της αρρώστιας, τα άλλα συμπτώματά της ήταν τόσο διαφορετικά όσο και φοβερά. Όλοι οι άνθρωποι που προσβλήθηκαν από την ασθένεια αυτή δεν έζησαν περισσότερο από σαράντα οχτώ ώρες.
Μερικοί ασθενείς που τους κατάτρωγε η δίψα που έκαιγε τα σωθικά τους, έσβηναν πριν από το βουβωνικό εξάνθημα. Άλλοι είχαν το στήθος και το κορμί τους ολόκληρο σκεπασμένο από ένα εξάνθημα όμοιο με την κορινθιακή σταφίδα. Σ’ άλλους έβλεπε κανείς μεγάλους άνθρακες, που αποχωρίζονταν, με τη διαπότιση, σαν τεράστιες φουσκάλες, που η πτώση τους άφηνε τα πλευρά και τα κόκκαλα ακάλυπτα και άλλους να έχουν βουβώνα στις αρθρώσεις. Χάθηκαν όλοι. Άνθρωποι αδύναμοι πέθαιναν από κατάπτωση, βογκώντας και τα πτώματά τους έπεφταν κομμάτια κομμάτια, σαν να είχαν σαπίσει. Άλλοι πέθαιναν από σπασμούς λύσσας. Ένας μικρός αριθμός ανθρώπων διατηρούσαν τη λογική τους μέχρι την τελευταία τους στιγμή ενώ οι περισσότεροι σκαρφάλωναν στις στέγες ων σπιτιών, μέσα σε παράφορο παραλήρημα και σπασμούς μανίας, βγάζοντας απαίσιες κραυγές. Θεωρούσε κανείς ευτυχι¬σμένους εκείνους που πέθαιναν αμέσως. Πολύ συχνά οι άνθρωποι όταν μιλούσαν πάθαιναν ιλίγγους, τα μάτια τους φλογίζονταν, μίλαγαν δυνατά και ξαναμμένοι όπως ήταν, ρίχνονταν στο ποτάμι ή στα πηγάδια.
Ένα γενικό παραλήρημα κυρίευε το μυαλό τους. Οι άνθρωποι της υπηρεσίας μου, αναμφίβολα φοβισμένοι που είδαν να χάνονται μπροστά στα μάτια τους τόσοι άνθρωποι, μπήκαν στο σπίτι μου, ακόμα και στο δωμάτιό μου, που από το φόβο τους το παραβίασαν, για να μου πουν πως άκουσαν μια φωνή που τους έλεγε ή μάλλον που τους διέταζε να φύγουν απ’ αυτό το μέρος.
Αφού πια σταμάτησε η επιδημία, οι Έλληνες πιστεύουν ότι βλέπουν πάνω στο βουνό της Παρθένου μια υπέργηρη γριά που φωνάζει «Ακόμη, ακόμη!» Τα μάτια τους είναι άρρωστα. Οι κληρικοί βεβαιώνουν πως είδαν να βγαίνουν φωτιές από τους τάφους. Η θέση μου είναι αξιοθρήνητη. Φεβρουάριος 1818».
Η πανούκλα στο διάβα της άφησε την καταστροφική της σφραγίδα στην πόλη. Η Άρτα όμως γρήγορα αναγεννήθηκε απ’ τις στάχτες της κι έγινε ξανά η χώρα των Εσπερίδων. Νέοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν σ’ αυτή, μαγεμένοι απ’ τη γλυκιά ομορφιά της και ξανάκτισαν την πόλη και της έδωσαν ζωντάνια και οικονομική ευρωστία. Οι πορτοκαλιές, οι λεμονιές, οι ελιές κι οι πολυάριθμοι κήποι, ξανάδωσαν τους καρπούς τους σαν πριν κι η ΄Αρτα συνέχισε την ιστορική της διαδρομή.
Αυγερινός Ανδρέου
Συγγραφέας-Ποιητής
Μέλος του ΔΣ της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών
Υποσημειώσεις:
Ι) Βλ. Πουκεβίλ: Ταξίδι στην Ελλάδα, ΗΠΕΙΡΟΣ, βιβλίο πέμπτο, κεφάλαιο τέταρτο, σελ. 245 επ. Εκδόσεις Τολίδη, Αθήνα 1994.
2) Οι Εβραίοι αυτοί εξορίστηκαν από το Βασίλειο της Νεάπολης τον 19ο αιώνα Βλ. Ταξίδι του Ραβίνου Βενιαμίν της Τουδέλης, Κεφ. 3V, Πουκεβίλ, σελ. 259 ό. π. Το τέλος της παροικίας αυτής επέφερε ο γερμανικός ναζισμός στις αρχές του έτους 1944.
3) Βλ. Χρονικόν των Ιωαννίνων. «Επαρέλαβον οι Τούρκοι την Ακαρνανίαν, ήγουν την Άρταν επί έτους 6857 Μαρτίου 24, ημέ. 2, από δε Χριστού 1449».
4) Τα διαμερίσματα ήταν: Τα Τζουμέρκα με 35 χωριά, το Ραδοβίζι με 65 χωριά, η Αμφιλοχία με 35 χωριά και η Κασιόπη -Ρογού με 25 χωριά.
5) Ο Αρχιεπίσκοπος ήταν πανίσχυρος επί των Χριστιανών, διοικητικά και οικονομικά. Εισέπραττε την εποχή εκείνη το υπερβολικό ποσό των 40.000 φράγκων ετησίως, και το ποσό αυτό ήταν εξασφαλισμένο, όχι τόσο από την καλή προαίρεση των πιστών, αλλά από σχετικό προνομιακό φιρμάνι (Barat), το οποίο παραχωρούσε η Υψηλή Πύλη προς τους εκλεγμένους από τη Σύνοδο Eπισκόπους, που τους παρείχε βοήθεια και διοικητική προστασία στην είσπραξη από τους πιστούς των οφειλών αυτών. Από παλιά η Εκκλησία σπάνια απέστρεφε το βλέμμα της από τα υλικά αγαθά.
6) Η Γαλλία από το έτος 1705 είχε ιδρύσει στην Άρτα Προξενείο δείχνοντας ζωηρό ενδιαφέρον για το εμπόριο της περιοχής, κυρίως αυτό της ναυπηγήσιμης ξυλείας. Το εξαγωγικό εμπόριο γινόταν απ’ το εμπορικό λιμάνι της Σαλαχώρας στον Αμβρακικό κόλπο.
7) Η Άρτα περιήλθε στην εξουσία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων το έτος 1796.
8) Οι Αρτινοί της εποχής εκείνης αρνιόνταν πεισματικά να ανακαινίσουν την εκκλησία της Παναγίας της Παρηγορήτισσας, που ήταν σχεδόν εγκαταλειμμένη. Οι Τούρκοι περιφρόνησαν επίσης την Εκκλησία αυτή και αρνήθηκαν να την μετατρέψουν σε τζαμί. βλ. Πουκεβίλ, ό.π, σελ. 244.
9) Μαγαζί στην Άρτα είχε από το 1811 και ο ήρωας της Επανάστασης Γιάννης Μακρυγιάννης, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί (Στρατηγού Μακρυγιάννη: Απομνημονεύματα, Έκδοση Ιωάννη Βλοχογιάννη, τόμος β΄σελ. 12).
Από το δημοτικό τραγούδι «Ο θάνατος του Κίτσου Μπότσαρη» πληροφορούμαστε για το κατάστημα ενός παπουτσή, του Ρίζου, στο σπίτι και με την ανοχή του οποίου το 1813 άνθρωποι του Αλή Πασά σκότωσαν τον Κίτσο Μπότσαρη. βλ. το τραγούδι στη συλλογή Φωριέλ, 1824, στο συμπλήρωμα των δημοτικών τραγουδιών, με στοιχεία Ζ΄΄ «Ο Μπότσαρης εκίνησε στα Γιάννινα να πάγη, Κι από την Άρταν διάβηκε κονάκι να τον κάνουν, κι ευθύς κονάκι τώκαναν ‘στο παπουτσή του Ρίζου ...................»
10) Στα διόδια των Πέντε Πηγαδιών από τη διαμετακόμιση αυτών των προϊόντων από την Άρτα προς τα Γιάννενα, τριακοσίων χιλιάδων φορτωμάτων το χρόνο περίπου, πήγαινε-έλα, εισπράττονταν τριάντα βαλάντια φόρος. Πουκεβίλ, ό.π. σελ. 248, 259.
11) Μετά την πλημμύρα αυτοί οι Τούρκοι μεγαλοϊδιοκτήτες των κτημάτων προσέφυγαν στον Καδή και του υπέβαλαν αίτηση να φροντίσει, να διατάξει το ποτάμι να ξαναγυρίσει στην κοίτη του και να μην ξαναφουσκώσει! Ο Καδής εκδίδει, λοιπόν, μια δικαστική απόφαση σχετική και οι Τούρκοι αποχωρούν ικανοποιημένοι. Όταν το ποτάμι, άλλη χρονιά, αγνοούσε την απόφαση, ο Καδής με τους Τούρκους έκαναν κάθοδο σ’ αυτό και το διέτασσαν ν’ αποσυρθεί, λιθοβολώντας το, βρίζοντάς το και ρίχνοντας στ’ αφρισμένα νερά του αντίγραφα της δικαστικής απόφασης. Μετά αποχωρούσαν ήσυχοι σαν τους κατοίκους της Νάπολης που έδειχναν στο Βεζούβιο τη λειψανοθήκη του Αγίου Janvier, πιστεύοντας ότι θα σταματήσει τις εκρήξεις του (Πουκεβίλ, ό.π, σελ. 253).
12) Ο Ούγκο Πουκεβίλ ήταν αδελφός του περιηγητή Φραγκίσκου -Καρόλου-Ούγγου-Λαυρεντίου Πουκεβίλ.
13) Βλ. Πουκεβίλ, ό.π.σελ. 247
14) Ο Πορφύριος, Επίσκοπος Άρτης και αργότερα Ακαρνανίας, καταγόταν από τα Μουδανιά της Προποντίδας.
Είχε μεγάλη θεωρητική κατάρτιση, αλλά ήταν αρχομανής, με ύφος ασιατικό και αγέρωχο, πολυέξοδος και συντηρητικός.Πολιτικός φίλος του Αλεξ. Μαυροκορδάτου. Τον συναντούμε κατήγορο-Εισαγγελέα στη σκοτεινή δίκη που έστησε ο Μαυροκορδάτος σε βάρος του Γ. Καραϊσκάκη την άνοιξη του έτους 1924 στην Αιτωλία. Συγκρούστηκε επίσης με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη για εθνικά θέματα (Εθνοσυνέλευση Επιδαύρου) και ο τελευταίος στο θυμό του τού φώναξε «Και μη μου βροντάς το πόδι εμένα, γιατί βροντάω το σπαθί μου και σου κόβω το κεφάλι» βλ. Άπαντα για τον Γ. Καραϊσκάκη, έκδοση Μέρμηγκα, σελ. 586-587. Ανέκδοτη πηγή βεβαιώνει ότι, απροσκάλεστος, μυστικά, διάβασε συγχωρητική ευχή στους τάφους των φονιάδων του Καποδίστρια «προς ευχαρίστησιν δήθεν ότι εφόνευσαν τον Κυβερνήτην Καποδίστριαν ως τύραννον της Ελλάδος».
(Γεωργ. Γαζή χειρόγρ).
15) Η αναγκαστική πώληση αυτή έγινε το Μάιο του 1818.
16) Βλ. Πουκεβίλ, ό.π. σελ. 259.