ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Τρίτη, 8 Οκτωμβρίου 2024 - 4:21:22μ.μ.
03
Ιανουαρίου

"Η κλεψύδρα αδειάζει…" του Αντώνη Κομίνη

Κατηγορία Πεζογραφία

Ήταν η πρώτη φορά που περίοδος προεκλογική κυλούσε τόσο άχρωμα, τόσο υποτονικά για μέρες ολάκερες.

Ο ντόρος κι ο ενθουσιασμός του παρελθόντος, οι φραστικές αψιμαχίες και τα συνθήματα που άλλοτε κυρίευαν το συναίσθημα στο φυλλοκάρδι του κοσμάκη έδωκαν τη θέση τους στη δυσπιστία και την κατήφεια. Για πρώτη φορά οι κλαξονίστες σίγασαν ίσαμε τον τελευταίο! Αφίσες, πανό, πλακάτ, φέιγ-βολάν κι άλλα παραδοσιακά «όπλα» της πολιτικής δεν εμφανίστηκαν διόλου. Κι ο λόγος, ο άλλοτε βαρύγδουπος και καυστικός καμώθηκε διστακτικότερος από ποτέ! Για πρώτη κι εκείνος φορά έσυρε βαριεστημένα τα βήματά του μέχρι το καψαλισμένο απ’ τα πρόσφατα γεγονότα βάθρο κι άφησε το καλοντυμένο του κορμί σε δημόσια θέα. Δεν ύψωσε ψηλά τη γροθιά του όπως άλλες φορές. Η βλέψη του σκυθρωπή και τα μάτια μισόκλειστα… Η φωνή του ακουόταν βραχνή κι οι φράσεις του άτολμες και συγνεφιασμένες. Φάνηκε να δοκιμάζεται κει πάνω. Τόσο, που βιάστηκε να κατέβει αφήνοντας όπως-όπως τον αγέρα ν’ αδειάσει τα πνευμόνια του. 

 

Κι ύστερα…έσβησαν τα φώτα. Τα μικρόφωνα σίγησαν. Ούτε χειροκροτήματα κι επευφημίες, μήτε κλάξον και χαρούμενες φωνές. Κι αν ακούστηκαν κάποια από δαύτα, ήσαν ισχνότερα από ποτές. Το πλήθος δυσφόρησε. Το έδειξε φανερά άλλωστε όταν τις προάλλες μαυροφορέθηκε και στήθηκε κάτω απ’ τα παραθύρια της σύγχρονης πολιτικής και θωρούσε αμίλητο, μ’ ένα βλέμμα επίμονο, εξαντλητικό. Οι κώχες του πυρές απ’ την αϋπνία, η κόμη του ανάκατη απ’ το σφοδρό μελτέμι που θέριεψε τις Αυγουστιάτικες φλόγες κι η όψη του καπνισμένη σαν του λιγνιτωρύχου. Ήταν φανερό πως πενθούσε. Πώς λοιπόν να μην αισθάνεται εξουθενωμένος ο εκάστοτε πολιτικάντης στο βήμα; Εξουθενωμένος κι αμήχανος μάλιστα! Έβλεπε κι άκουε μύρια «γιατί» και «πότε» ολόγυρα κι ήταν τόσο ανήμπορος ν’ απαντήσει που κατήντησε λαχανιασμένος στο φινάλε. Κι άλλο δεν του ’μενε κει πάνω παρά να είναι σύντομος κι αυτό έκαμε τελικά… Κατέβηκε γοργά και πάσχισε ν’ αποκρύψει το χτυποκάρδι που του ταλάνιζε τα στήθια, ξεφυσώντας σαν κατάκοπη ατμομηχανή του παρελθόντος. Δεν ήταν όμως ο μόνος…


Μια ρυτιδωμένη όψη σε κορμί πολύκυρτο έκαμε ξάφνου την εμφάνισή της δυο μέρες κατόπι στο κατώφλι. Άπλωσε τη βαθύσκαπτη απ’ τον αγριόθωρο καιρό απαλάμη στην κάσα της πόρτας και στάθηκε κοιτώντας ερευνητικά μέσα στην αίθουσα. Περιποιημένη, με την κόμη κατάσπρη, συμμαζεμένη καλαίσθητα ξοπίσω. Οι λαμπήθρες της κάτι τις θολές, μα κοιτούσαν ίσια και ξάστερα. Τα χείλη σφιγμένα, μειδιούσαν κι έπνεαν μένεα παράλληλα θαρρείς, σαν τη Τζοκόντα στον καλλιτεχνικό καμβά, μα δεν άρθρωσαν λέξη… Συνοδευόταν, αλλά δεν καταδέχτηκε βοήθεια. Σαν αγνάντεψε τον περίγυρο βάδισε αποφασιστικά κατά το γραφείο. Στα μισά έγειρε λίγο απ’ το αβάσταχτο βάρος των εκατό της χρόνων κι απίθωσε την αριστερή απαλάμη σ’ ένα στασίδι για μια στιγμή. Κάποιοι πετάχτηκαν να την κρατήσουν. 

 

-Αφήστε την, θα τα καταφέρει! ξεστόμισε η φωνή του συνοδού της…
Εκείνη αμέσως συνέχισε περήφανα, ίσια μπροστά. Ακούμπησε εκ νέου το αριστερό χέρι στο γραφείο κι έδειξε με το δεξί ένα δελτίο ταυτότητας. Παρέλαβε ένα μάτσο χαρτιά κι έναν φάκελο κι αφού έγνεψε αρνητικά σε κάθε προσφερόμενη διευκόλυνση, τρύπωσε με κόπο στο παραβάν. Έμεινε κει κάμποση ώρα αμετακίνητη, ν’ ανακατεύει ασταμάτητα τη χαρτούρα με τα πολυκαιρισμένα της δάχτυλα. Κάποτε τέλειωσε, έσκυψε λίγο ακόμα την κυρτωμένη ράχη, έκαμε ένα μικρό βήμα και βγήκε. Ένα-δυο βήματα ακόμη γιομάτα αποφασιστικότητα κι έφτασε στην κάλπη. Βρήκε με κόπο τη χαραματιά κι έριξε μέσα της το φάκελο με ορμή σαν ν’ απαιτούσε κάποια δούλεψη απ’ την αφεντιά της. Ύστερα πήρε πίσω το δελτίο κι απομακρύνθηκε όπως ήρθε υπό το απορημένο βλέμμα των παρευρισκομένων. Γέρνοντας πότε δεξιά και πότε αριστερά, ακουμπώντας τα χέρια από στασίδι σε γραφείο κι από γραφείο στην ξώπορτα.


Μα ποια ήταν επιτέλους η γραφική γερόντισσα;;;


Δεν είχε διόλου σημασία αν την έλεγαν Άννα, Μαρία ή Κασσιανή. Δεν είχε καμιά σημασία αν τηνε βασάνιζε κάποιο δίλημμα-ευθύ, ζερβό ή δεξί, όπως ακριβώς το ταλαίπωρο βήμα της-ίσαμε την τελική της απόφαση. Ήλθε, έκαμε το χρέος της κι απήλθε δίχως λέξη. Κι όμως… Στο βάθος, η ανάκουστη φωνή απ’ τα μέσα της ανέκραξε δις, τρις, πολλάκις πιθανά κι ακούστηκε βροντερή κι αντιλαλούσα στον περίγυρο:
«-Αρκετά Κύριοι, αρκετά..! Η κλεψύδρα αδειάζει…»
Ήταν η Ελπίδα…

 

 

Αντώνης Κομίνης

Συγγραφέας

Μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών

Διαβάστηκε 225 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr μετά από δέκα χρόνια συνεχούς λειτουργίας είναι ένα site που βοηθάει, ενημερώνει, ψυχαγωγεί και συναρπάζει τους αναγνώστες του παγκοσμίως.

Διαβάστε περισσότερα