Μπρος στα μάτια της αιθέριας ύπαρξης που δεν έλεγε η δίψα της ευχαρίστησης να κοπάσει.
Ένα καράβι που συνεχώς την ταξίδευε, ανοίγοντας χρυσαφένια πανιά πάνω στην καλοκαιρινή δομή του ήλιου!
Καρφώνοντας για κατάρτι την καρδιά, ναύτες χαρωπά τζιτζίκια, και για βάρβαρους άγριους πειρατές τα κόκκινα μυρμήγκια.
Φάρο στο γλυκό της ταξίδι η Γιασεμί, κρεμασμένο στο κλουβί ένα άσπρο καναρίνι! Κάθε φορά που ο πλουμιστός πλάτανος θα έγερνε τους κλώνους του στη δύνη του ανέμου, εκείνη γλυκά θα του μίλαγε να παίρνει ο ωκεανός στα βάθη τους καημούς της. Είχε και μια κουδούνα κρεμαστή από αλλοτινούς παλιούς χρόνους, ταξίδι του γυρισμού ο πλάτανος να έκανε στην Ιθάκη της καρδιάς του. Αισθανόταν πως φιλοξενεί ξανά τα παλικάρια, που για τα ιερά και άγια δώσανε τη ζωή τους.
Και ‘κείνους τους τσομπάνηδες τους άμοιρους που την ζωή λογαριάζανε χωρίς γραφή και πένα, μονάχα στα φύλλα του τα πλουμιστά τον ίσκιο του παρηγοριά ζητούσαν. Όσο για τους διαβάτες, αμέτρητους διαβάτες της ζωής αυτής ξανά γλυκά να δει, να θυμηθεί, ό,τι έχει αγρικήσει.
Η Γιασεμί η ανήσυχη, η αλαφροΐσκιωτη για πολλούς Γιασεμί, σε ένα δικό της κόσμο ήταν συνυφασμένη, που δεν άντεχε την μαύρη θάλασσα, του κόσμου την αδιαφορία.
Κάλλιο έλεγε, ο πλάτανος καράβι να γίνει στα πέλαγα, μονάχη να ταξιδεύω! Παρά στην απονιά και σε εφήμερα, κίβδηλα στολίδια να αφήνω την καρδιά μου, που κάνουν τους ανθρώπους ανιαρούς και μαλθακούς στης αποχαύνωσης του σκότους, και σατανά έχουν για θεό, σαν ρέει άφθονα τους λωτούς τους.
Η μοναξιά της Γιασεμί δεν είχε για εκείνη άλλο θρήνο, τραγούδι έγινε σειρήνας στα φύλλα του πλάτανου, τα δάκρυά της τα καυτά, ρίζες βαθιά για πάντα να τον ποτίζουν, ωσάν λυγά στον άνεμο η αγάπη της να τον ζεστάνει, και σαν θα φύγει το καλοκαίρι της ζωής ξανά και ξανά να ανθήσει.
Καράβι γίνεται ο πλάτανος, και το καράβι δέντρο, και εκεί που στέκεις στη ζωή σεμνά να περπατήσεις, καλύτερα μόνος σου στη μοναξιά και αμόλυντος, παρά να αδικήσεις.
Η Γιασεμί είναι η ελπίδα κι ας τη λες σύγχρονε άνθρωπε εσύ αλαφροΐσκιωτη και αλλοπαρμένη, που πρέπει ο κάθε άνθρωπος να έχει σαν φυλαχτό βαθιά μες στην ψυχή του.
Το δέντρο είναι η ζωή, που μπορείς εσύ να φιλοσοφήσεις. Τα φύλλα ο χρόνος, που με σεβασμό πρέπει να τον ξοδέψεις. Τα τζιτζίκια η νιότη και η ξενοιασιά!
Κι οι κόκκινοι πειρατές πόσο επιτρέπεις εσύ αλήθεια να μολύνουν την ψυχή σου!
Ο άνεμος, το σταυροδρόμι που εσύ διαλέγεις. Ο φάρος, η καρδιά που κλαίει τα βάσανά σου. Το καναρίνι, το κλουβί τα δέσμια που κρατάς αγνά αισθήματά σου. Η κουδούνα, ο χάροντας που όλα μια μέρα τα παίρνει.
Και τότε, το καράβι της συνείδησης αν είναι αστραφτερό, ποιος νοιάζεται για τον εφήμερο επίγειο πλούτο;
Χαρούλα Παρώνη
Λογοτέχνις
Από το πολιτιστικό περιοδικό Λόγου και Τέχνης «Δευκαλίων Ο Θεσσαλός»
(τ.40 – 2013)