Περνώ συχνά και το βλέπω, βλέπω τα γύρω σπίτια, όλα έχουν αλλάξει. Τίποτε δε θυμίζει το τότε, εκτός… από εκείνο το διώροφο σπίτι. Ο φούρνος που ήταν απέναντι μας έχει γίνει μια πελώρια πολυκατοικία, και το ψιλικατζίδικο του κυρ Ανέστη μαζί με το λουλουδάδικο είναι τώρα σούπερ μάρκετ. Το μαγαζί του Φώτη δεν υπάρχει πια έγινε καφετέρια. Η αυλή που καθόταν η Αγγελική και παίζαμε κουτσό πάει κι αυτή, είναι τώρα πια πολυκατοικία και μάλιστα έμαθα πως ήταν η πρώτη πολυκατοικία που έγινε στην γειτονιά μου, σ’ εκείνη την παλιά γειτονιά.
Μαζευόμασταν στην αυλή της Αγγελικής και με μια κιμωλία σχεδιάζαμε κάτω ένα τετράγωνο και γράφαμε μέσα το νούμερο ένα. Από πάνω του, στη μέση ακριβώς κάναμε μια κάθετη γραμμή, έτσι δημιουργούσαμε άλλα δυο τετράγωνα, και γράφαμε τους αριθμούς δύο και τρία αντίστοιχα. Συνεχίζαμε τα τετράγωνα κατά τον ίδιο τρόπο, έως ότου φτάσουμε και γράψουμε τον αριθμό δέκα. Όταν τέλειωνε αυτή η διαδικασία παίρναμε μια πέτρα, πλακέ, και τη ρίχναμε μέσα σε κάποιο τετράγωνο. Από εκεί και πέρα άρχιζε το κουτσό. Άλλοτε σπρώχναμε την πέτρα με το ένα πόδι, προσέχοντας να μη βγει έξω απ’ τα τετράγωνα, αλλά και ούτε να σταθεί πάνω σε κάποια γραμμή - γιατί τότε χάναμε - και άλλοτε πατούσαμε και με τα δυο πόδια στα δυο διαφορετικά τετράγωνα που ήταν το ένα πλάι στο άλλο. Έτσι η κάθε μια μας προσπαθούσε να είναι νικήτρια.
Σταματώ μπροστά στην πόρτα με το τζαμένιο σαγρέ παράθυρο, με το μπρούτζινο χερούλι και τα τρία μαρμάρινα σκαλοπάτια. Κοιτάζω τριγύρω, είναι σαν να μη βλέπω τίποτε κι όμως, συναντώ τις παιδικές μου φίλες, τη γιαγιά μου να κάθεται στην εξώπορτα, μπροστά στα τρία μαρμάρινα σκαλοπάτια, και είμαι κι εγώ εκεί μαζί της. Χαίρομαι την ζωή, γελώ και παίζω. Παίζω το βασιλιά με τα δώδεκα σπαθιά. Πόσο μου άρεσε αυτό το παιχνίδι!
Κάποιο παιδί έκανε τον βασιλιά, καθόταν στο σκαλοπάτι και περίμενε… Οι υπόλοιποι της παρέας σχεδιάζαμε τι δουλειά θα του παρουσιάσουμε ώστε αν τη βρει να κάνει άλλος τον βασιλιά.
Φωνάζαμε όλοι μαζί:
-Βασιλιά, βασιλιά με τα δώδεκα σπαθιά!
-Τι δουλειά; Ρώταγε εκείνος.
-Τεμπελιά…
-Τεμπελιά; Γρήγορα δουλειά.
Και αρχίζαμε με νοήματα και χειρονομίες να κάνουμε δουλειές, όπως πως καρφώνουμε ή σκουπίζουμε ή μαγειρεύουμε και άλλα.
Κλείνω τα μάτια για να κρατήσω μέσα μου όσο μπορώ περισσότερο τα ομορφότερα χρόνια μιας ανέμελης ζωής, που δε θα γυρίσει πίσω ποτέ. Μπορεί οι μεγάλες πολυκατοικίες να γέμισαν τους δρόμους της γειτονιάς μου, της παλιάς μου γειτονιάς, και οι επιβλητικές σκιές τους να τύλιξαν μέσα τους τα γέλια και τα τραγούδια μας. Μπορεί να μη συνάντησα ξανά εκείνον με τη λατέρνα, ούτε εκείνον που πούλαγε σαλέπι. Μπορεί ο ήλιος να μην μπόρεσε να μπει ξανά μέσα στο παλιό μας σπίτι κι έρημο πια με τα παντζούρια του κλειστά να είναι μόνο, κάτι σαν κειμήλιο στο στενό δρομάκι. Μπορεί ακόμα και η ίδια εκείνη η γειτονιά να με έχει ξεχάσει, όμως το ξέρω, πως τίποτε δε θα σβήσει κι έτσι βυθίζομαι στο μακρινό χθες δημιουργώντας τον δικό μου μυστικό κόσμο απαλλαγμένο από τους γύρω θορύβους.
Περνώ μπροστά από τον κύριο Αχιλλέα, κάθομαι πλάι του να ακούσω το βιολί του, να τον ακούσω να τραγουδά. Ξέρω πως τον έδιωξαν από εκείνη τη γωνιά που καθόταν ολημερίς. Επαίτης είπαν πως είναι. Βλέπω στο κατώφλι του πλαϊνού σπιτιού την Κικίτσα με τη δική της τη γιαγιά. Σ’ αυτό το δρόμο παίζαμε αμέτρητες φορές τα αγάλματα. Μαζευόμασταν πολλά παιδιά, κάποιο απ’ όλα έκανε την μάνα. Έκλεινε τα μάτια κι έλεγε δυνατά: Ένα, δύο, τρία. Έτοιμη η φωτογραφία; Τα άλλα παιδιά έπρεπε να πάρουν μια πόζα και να σταθούν ακίνητα μόλις η μάνα χτύπαγε τα χέρια της, παριστάνοντας έτσι τα αγάλματα. Όποιο άγαλμα άρεσε περισσότερο στην μάνα έπαιρνε τη θέση της για τον επόμενο γύρο. Παιχνίδια που ξεχάστηκαν κι όμως αυτά και πόσα άλλα ακόμα μας κρατούσαν συντροφιά.
Να μπορούσα να τρέξω στα σοκάκια, όπως τότε που ήμουν παιδί. Να μπορούσα να πηδήξω πάνω απ’ τις φωτιές που στήναμε στη γιορτή του Άι-Γιαννιού, καθώς καίγαμε τα στεφάνια του Μάη. Να μπορούσα να ανέβω στην ταράτσα εκείνου του παλιού σπιτιού, που κράτησε μέσα του στιγμές ζωής, και να κοιτάξω μακριά τα φώτα της Αθήνας. Είναι τεράστιες οι αποστάσεις του χρόνου κι όμως εγώ τις νιώθω τόσο κοντά μου, σαν ένα απλό περίπατο, μέχρι που ακούω τα ξεφωνητά μας, μόνο που δεν μπορώ πια να τα ζήσω, να τα ζήσω όπως τότε, αληθινά…
Οι ακτίνες του ήλιου έμοιαζαν ξεφτισμένες καθώς τα πρώτα κρύα του Φθινοπώρου έφεραν μαζί τους τις βροχές. Τα δέντρα έριξαν τα φύλλα τους και γέμισαν τους δρόμους. Αυτό το τοπίο δεν άλλαξε. Παρέμεινε το ίδιο, όπως τότε… που άρχιζε η σχολική χρονιά. Είχαμε γυρίσει όλοι απ’ τις διακοπές μας και για το μόνο που χαιρόμασταν ήταν, που θα ανταμώναμε ξανά με τις παρέες του χειμώνα. Θα αγοράζαμε καινούρια τετράδια και βιβλία. Θα συνεχίζαμε να παίζουμε στους δρόμους και τις αυλές. Θα κτυπάγαμε τα κουδούνια των σπιτιών και θα τρέχαμε μετά σαν κυνηγημένοι. Θα πηγαίναμε κι εμείς πίσω απ’ τη λατέρνα τραγουδώντας. Θα βοηθούσαμε τον λουστράκο της γειτονιάς να βρει πελατεία μια και οι δρόμοι ήταν όλο λάσπη και σκόνη και μετά… όταν ο ήλιος θα κρυβόταν για μια ολόκληρη νύχτα θα επιστρέφαμε στα σπίτια μας και με το πρώτο χάραμα θα άρχιζε πάλι η ίδια όμορφη περιπέτεια της ζωής.
Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου
Μουσικός-Yψίφωνος-Συγγραφέας