Και το Υπουργείο των οικονομικών με διόρισε σε μια τριμελή επιτροπή, προκειμένου να αγοράσουμε τα έπιπλα για το νεόδμητο κτίριο του Υπουργείου, αξίας ενάμισι εκατομμυρίου ευρώ.
Κάναμε μια σύσκεψη και αποφασίσαμε ότι, αντί να κάνουμε μειοδοτικό διαγωνισμό και να αγοράσουμε τα έπιπλα από ένα εργοστάσιο, να σπάσουμε το ποσόν στα τρία και να κάνουμε τρεις αγορές από τρία εργοστάσια χωρίς διαγωνισμό ώστε να μπορούμε να συνδιαλαγούμε ελεύθερα και χωρίς τύπους και δεσμεύσεις με τους πωλητές. Αυτό άλλωστε μας σύστησε και ένας παλιότερος συνάδελφος, που είχε πείρα σε τέτοια θέματα. Έτσι αναλάβαμε και οι τρεις να αποτανθούμε σε διάφορους ο καθένας πωλητές, να πάρουμε τιμές και μετά να συναποφασίσουμε από ποιους και με ποιες τιμές τελικά θα τα αγοράσουμε.
Εγώ πήγα σε ένα εργοστάσιο που κατασκεύαζε και πωλούσε τραπέζια, γραφεία, καθίσματα και διάφορα άλλα. Βρήκα τον αρμόδιο, του έδωσα τον κατάλογο αυτών που ήθελα να αγοράσω και ζήτησα τιμές. Αυτός με κέρασε καφέ και έπειτα με κοίταξε στα μάτια και μου είπε. «Οι τιμές που πουλάμε λιανικώς τόσο. Οι τιμές χονδρικής πώλησης τόσο. Από τις τιμές χονδρικής πώλησης που αναφέρονται στον κατάλογο μας θα σας κάνουμε δέκα τοις εκατό έκπτωση για το δημόσιο, που θα αναφέρεται και στο τιμολόγιο και άλλα δέκα τοις εκατό σε ξεχωριστό φακελάκι στο χέρι, που δε θα φαίνεται πουθενά, για τα καντήλια της εκκλησίας».
Τον κοίταξα καλά και τον ρώτησα για να βεβαιωθώ ότι δεν ονειρεύομαι.
«Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά, για τα καντήλια της εκκλησίας πενήντα χιλιάδες ευρώ;».
«Πολύ καλά κατάλαβες. Είναι η ταρίφα μας».
Συνέχισα να πίνω τον καφέ μου ώσπου τον τελείωσα. Και τι καφές. Ο πιο γλυκός και πιο πικάντικος που είχα πιει ποτέ στη ζωή μου. Του υποσχέθηκα ότι μάλλον θα τον προτιμήσω και θα επιστρέψω, αφού συνεννοηθώ και με τα άλλα μέλη της επιτροπής.
Έφυγα ζαλισμένος, ώσπου να συνειδητοποιήσω, ότι μπορούσα να οικονομήσω πενήντα χιλιάδες ευρώ, που ισοδυναμούσαν με δύο ετών περίπου μηνιαίους μισθούς μου.
Στην πρώτη συνεδρίαση που κάναμε για να συζητήσουμε τα καθέκαστα, διαπιστώσαμε ότι και οι τρεις μας, αν και είχαμε αποτανθεί σε διαφορετικό ο καθένας πωλητή, είχαμε, περιέργως και οι τρεις τις ίδιες προτάσεις. Και αποφασίσαμε να προχωρήσουμε στις αγορές. Ο ένας μάλιστα, ο Κυριάκος, έλεγε να τους πούμε ότι το δέκα τοις εκατό για τα καντήλια της εκκλησίας να μας το κάνουνε δώδεκα. Αλλά τελικά συμφωνήσαμε να μείνει στο δέκα για να μη χαλάμε την πιάτσα.
Γύρισα στο σπίτι μου, μπήκα μέσα και κάθισα να δω τηλεόραση, αλλά σε κάποια στιγμή, που έστριψα το κεφάλι μου δεξιά, είδα τη συνείδηση μου να στέκεται όρθια και να με κοιτάζει στα μάτια με ένα αγριεμένο ύφος, έτοιμη να πέσει πάνω μου και να με κατασπαράξει.
«Γιατί αυτό το αιμοβόρικο ύφος; ρώτησα, συμβαίνει τίποτα;»
«Σαν δεν ντρέπεσαι. Σαν δεν αισχύνεσαι. Σαν δε δένεις μια πέτρα στο λαιμό σου, να πας να πέσεις στη θάλασσα».
«Για ποιο πράγμα;»
«Σου εμπιστεύτηκε το δημόσιο, η πατρίδα σου, η κοινωνία να την υπηρετήσεις σε έναν ευαίσθητο τομέα και συ πας να την κλέψεις, να την ληστέψεις, να πλουτίσεις σε βάρος της, να πιεις το αίμα του φτωχού λαού της;»
«Για ποια κλοπή, για ποια ληστεία, για ποια κατάχρηση μου μιλάς; Ίσα, ίσα που το Δημόσιο θα τα αγοράσει και με έκπτωση δέκα τοις εκατό». «Ενώ θα μπορούσε να τα αγοράσει με έκπτωση είκοσι τοις εκατό».
«Μα μιλάμε για λιγότερο κέρδος και όχι για ζημιά».
«Κλέβεις πενήντα χιλιάδες ευρώ από το δημόσιο και συγκαλύπτεις τους συνενόχους σου για άλλες εκατό. Ντροπή σου, ντροπή σου, χαράμι να σου γίνουνε, χαράμι»
Αυτά μου είπε και εξαφανίστηκε.
Έπειτα από τρεις μήνες με κάλεσε στο γραφείο του ο Διευθυντής της Εφορίας που υπηρετούσα και σε ύφος σοβαρό μου είπε:
«Άκουσε να δεις, θα σου αναθέσω μια καλή κληρονομική υπόθεση και θέλω να τη χειριστείς όμορφα, όπως χειρίστηκες και την υπόθεση των επίπλων».
Παλιά καραβάνα ο διευθυντής και γνώριζε καλά όλα τα κόλπα της δουλειάς.
«Και θα κάνω τι;»
«Θα ορίσεις τις τιμές των ακινήτων αυξημένες κατά σαράντα τοις εκατό από τις πραγματικές τους, θα συναντήσεις τον ενδιαφερόμενο και όταν αρχίσει να σου κλαίγεται θα του προτείνεις συμβιβασμό με μείωση της αναγραφόμενης στην εκτίμηση τιμής ακινήτων κατά εξήντα τοις εκατό και από την ωφέλεια που θα προκύψει το σαράντα τοις εκατό δικό του και το είκοσι δικό μας. Δέκα δικό σου, δέκα δικό μου. Έγινα κατανοητός;»
«Απόλυτα, κύριε διευθυντά.»
«Καμιά αντίρρηση;»
«Απολύτως καμιά, κύριε διευθυντά»
Ήταν δώδεκα τα μεσάνυχτα. Μόλις με είχε πάρει ο ύπνος και άκουσα ένα χτύπο τακ τακ τρεις φορές στην πόρτα του δωματίου μου. Ξύπνησα, άναψα το φως, φώναξα εμπρός και να την πάλι η συνείδηση μου αγριεμένη, θλιμμένη, ότι που δεν έκλαιγε. Τη ρώτησα:
«Τι συμβαίνει και με ξύπνησες τέτοιαν ώρα;»
«Δε σου έφταναν όσα πήρες, θέλεις να κλέψεις κι άλλα; Δε σκέφτεσαι ότι με τα χρήματα αυτά που κλέβεις εσύ και όλοι οι άλλοι διεφθαρμένοι συνάδελφοι σου, το Δημόσιο θα μπορούσε να κάνει μια κοινωνική πολιτική, να αυξήσει τις συντάξεις της πείνας, να χτίσει νοσοκομεία και σχολεία, να οργανώσει καλύτερα την άμυνα, να μειώσει τους φόρους;»
Νευρίασα και της φώναξα:
«Αυτά ήρθες πάλι να μου πεις; Άντε πήγαινε από δω, μη σηκωθώ πάνω και σε σπάσω στο ξύλο, ορίστε μας! Θα μου κάνεις τώρα και ηθικό κήρυγμα. Αφού όλοι τα πιάνουνε. Και στο κάτω κάτω δεν πρόκειται να πάρει κανείς είδηση, γιατί να μην τα πάρω, κορόιδο είμαι;»
Την είδα που αγρίεψε και άρχισε να μου φωνάζει.
«Δραπέτευσαν οι ελπίδες, προπορεύονται οι χίμαιρες και η συνάντηση μας στον Εύοσμο πικρή τραγωδία. Το καθρέφτισμα των μηδενικών στην αποτρόπαιη ενατένιση του παντός, επίγειος αναστεναγμός αναλλοίωτης ευφροσύνης και καταφρόνιας. Χρυσά στίγματα στο υπογάστριο της όρασης και στον ορίζοντα του ιλίγγου, νεκρό το χώμα, ενώ ακόμα η ρίζα του χαμόγελου παραμένει κλειδί στο γλαυκό του ήλιου και του αίματος την ανάσα». Και αμέσως γύρισε την πλάτη της και εξαφανίστηκε.
Αλλά η δουλειά προχώρησε και τσέπωσα εγώ τριάντα χιλιάδες ευρώ και άλλα τόσα ο κύριος διευθυντής. Και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Κανείς δεν πήρε είδηση το παραμικρό. Όχι θα καθόμουνα να σκάσω ή να ακούσω αυτά που μου έλεγε η τρελο-συνείδησή μου.
Ο κύριος διευθυντής είναι αλήθεια ότι γλυκάθηκε πολύ από το ζέσταμα αυτό της τσέπης του και όταν τύχαινε καμιά παρόμοια παχουλή δουλειά τα οικονομούσαμε και οι δυο αρμοδίως και αθορύβως.
Αλλά οι καταθέσεις στις τράπεζες μεγάλωναν και ναι μεν ότι οι τραπεζικοί λογαριασμοί είναι απόρρητοι, αλλά ο διάολος έχει πολλά πόδια και κάποιο μπορεί να σπάσει κάποια στιγμή, να σ’ αρπάξει η τσιμπίδα και να σου πούνε έλα εδώ, που τα βρήκες όλα αυτά, από το μισθό σου, που δε σου φτάνει να φας; Έλα στο θείο και τα τοιαύτα.
Έπρεπε, λοιπόν, να βρω τρόπο να ξεπλύνω το μαύρο χρήμα το ταχύτερο δυνατόν. Αυτό άλλωστε μου ψιθύρισε στο αυτί και ο κύριος διευθυντής, καθό παλιά καραβάνα περί τα τοιαύτα. Και μου σύστησε να τα κλείσω σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου καθότι εκεί δε σε ρωτάνε πως και που τα βρήκες τόσα λεφτά και αγοράζεις ομόλογα. Και μπορείς να ξεπλένεις όλα τα χρήματα που του έχεις κλέψει. Γίνεται δηλαδή και το Δημόσιο ηθικός αυτουργός και συνεργός ξεπλύματος μαύρου χρήματος, προκειμένου να πουλήσει με σιγουριά τα ομολογά του και να καλύψει και αυτό το κακόμοιρο και καταχρεωμένο τις ανάγκες του, γιατί σου λέει όλοι με τη λαδιά και την κομπίνα πρέπει να επιβιώσουμε, αλλιώς δε γίνεται.
Αλλά δεν αρκέστηκα σ’ αυτό. Άνοιξα και μια επιχείρηση αγοράς και πώλησης ειδών προικός και οικειακής χρήσης στο όνομα της μάνας μου, που παρουσίαζε εικονικά υπερκέρδη, προσέλαβα και ένα λογιστή ειδικό περί τα τοιαύτα και όλα πήγαιναν μια χαρά. Αγόρασα νόμιμα, χωρίς να με ρωτάνε το πόθεν έσχες, οικόπεδα, μαγαζιά, διαμερίσματα.
Αλλά φευ! Εκεί που νόμιζα ότι έπιασα την ευτυχία από τα μαλλιά, να σου πάλι μπροστά μου η τρελοσυνείδησή μου, που άρχισε να φωνάζει:
«Χαράμι να σου γίνουνε, χαράμι, καταχραστή, διαφθορέα, ελεεινέ.»
«Μπα, αντιτάχτηκα και πάλι και τι ήθελες να κάνω δηλαδή; Να βλέπω τους άλλους να τα οικονομάνε και γω να κάθομαι να τους κοιτάω σαν το κορόιδο, να ψοφάω στην πείνα και να ζηλεύω; Δε σφάξανε.»
«Έτσι, όμως, γκρεμίζεται η οικονομία, το κράτος δικαίου, το κράτος πρόνοια, η Δημοκρατία.»
«Χαράς το πράμα. Προτιμώ να χτίζεται η δική μου βίλα, το δικό μου αρχοντικό και για τ’ άλλα δε με νοιάζει».
«Χαράμι να σου γίνουνε, χαράμι», ξαναφώναξε δυνατά και εξαφανίστηκε. Και δεν αρκέστηκε μόνο σ’ αυτό. Ερχότανε κάθε βράδυ στον ύπνο μου, με ξυπνούσε και μου φώναζε «χαράμι να σου γίνουνε, χαράμι». Και γω εκνευριζόμουνα, δεν μπορούσα να κλείσω μάτι και το πρωί αντί να σηκώνομαι ξεκούραστος, σηκωνόμουνα ταλαιπωρημένος από την ξαγρύπνια.
Μετά άρχισα να τσακώνομαι με τους μισθωτές των ακινήτων μου, γιατί δεν πληρώνανε τα ενοίκια ή γιατί κάνανε ζημιές στα κτίρια, να τρέχω να επισκευάζω φθορές, διαρροές, υγρασίες, βλάβες. Να αγαναχτώ με τη συμπεριφορά ορισμένων υπαλλήλων των επιχειρήσεων μου, που δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους, ώσπου τελικά μου ανέβηκε η πίεση και έπαθα εγκεφαλικό, πριν ακόμα κλείσω τα εξήντα μου. Και το ξεπέρασα μεν με μια μικρή αναπηρία, αλλά μου επιβάλανε οι γιατροί τόσους περιορισμούς στον τρόπο της ζωής μου, ώστε να μην μπορώ να διασκεδάσω και να χαρώ όσα είχα δημιουργήσει.
Έπειτα από αυτό με πιάσε μια έντονη μελαγχολία, μια κατάθλιψη, που με βασάνιζε τόσο πολύ, που ώρες ώρες έλεγα να δέσω μια πέτρα στο λαιμό μου και να πάω στη θάλασσα να πνιγώ.
Και τότε άρχισα να λέω:
«Άξιζε ο κόπος; Δεν ήταν καλύτερα να αρκεστώ στα νόμιμα και αντί να καρδιοχτυπώ και να τρέχω δεξιά και αριστερά, να τη βγάζω στο καφενείο με την παρέα, την πρέφα και το καφεδάκι μου, όπως έκαναν οι άλλοι συνάδελφοι μου, που αρκέστηκαν στα λίγα;»
Και θα μπορούσα μεν, να την είχα βγάλει καθαρή, όπως ο κύριος διευθυντής και τόσοι άλλοι, αλλά εγώ βλέπεις είχα και την αυστηρή, μεγάλη και δυνατή συνείδηση, που με βασάνιζε και δε με άφηνε να σταθώ σε χλωρό κλαδί.
Τώρα ποιος την είχε ταΐσει και την είχε θρέψει τόσο καλά, ώστε να μη με αφήνει να προκόψω, αλλά να θέλει να ζω με το σταυρό στο χέρι, δεν ξέρω. Ήταν η γιαγιά μου, ο παππούς μου, ο δάσκαλος, ο παπάς της ενορίας μου; Τι να σας πω. Θα σας γελάσω.
Πότης Κατράκης
Πεζογράφος-Ποιητής-Στιχουργός
Μέλος της "World Academy of Arts and Culture"
Επίτιμος Διδάκτωρ Λογοτεχνίας
Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Δικ.Συλλ.Πειραιά
Από το βιβλίο "Διηγήματα και Νουβέλες" - Δεύτερος Τόμος
Εκδόσεις Λεξίτυπον