ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Σάββατο, 20 Απριλίου 2024 - 3:38:06μ.μ.
07
Οκτωβρίου

Η Σπορά - Διήγημα του Σπύρου Κ. Καραμούντζου

Κατηγορία Πεζογραφία

Τα χωράφια στο χωριό μας, επειδή κατά κανόνα ήταν κατηφορικά και με τις βροχές ξεπλενόντουσαν και αδυνάτιζαν (τα χημικά λιπάσματα ήταν ακόμη άγνωστα), τη μία χρονιά τα σπέρνανε σιτάρι και την άλλη τα άφηναν χέρσα.

Ήταν η χρονιά της αγρανάπαυσης. Στην καλύτερη περίπτωση τα σπέρνανε με ψυχανθή, δηλαδή με λαθούρια, με βίγκο και με άλλα, που εμπλούτιζαν το χωράφι με συστατικά χρήσιμα για το σιτάρι της επόμενης χρονιάς.

 

Κατά την περίοδο της αγρανάπαυσης, ο καλός γεωργός δεν αναπαυότανε ο ίδιος,  έπρεπε να προετοιμάσει κατάλληλα το χωράφι. Το άφηνε ακαλλιέργητο και βόσκαγε τα ζωντανά του μετά το θερισμό και μέχρι τις αρχές της Άνοιξης. Τότε έκανε το πρώτο όργωμα, με το οποίο ανασηκωνότανε το χώμα, που είχε καταπιεστεί από τα μετεωρολογικά φαινόμενα και από τα πατήματα των ζώων. Τον Ιούνιο έκανε το δεύτερο όργωμα, που το έλεγαν και διβόλισμα. Έτσι ήταν πανέτοιμο το χωράφι, πριν αρχίσουν τα πρωτοβρόχια και λασπώσει, για το τρίτο όργωμα και το τελευταίο μαζί με τη σπορά.


Όταν θα έφτανε η ευλογημένη αυτή μέρα, στο τέλος περίπου του Σεπτέμβρη, έπρεπε να έχει γίνει, σύμφωνα με το έθιμο, ο αγιασμός του σπόρου. Στις 14 Σεπτέμβρη, γιορτή του Τίμιου Σταυρού, όλες οι οικογένειες πηγαίνανε στην εκκλησία μικρή ποσότητα σπόρου, απ’ αυτό που θέλανε να σπείρουν, μέσα σε σακουλάκια ή πετσέτες, σιτάρι, κριθάρι κλπ., για τον απαραίτητο αγιασμό. Τα τοποθετούσαν όλοι στο τέμπλο μπροστά και ο παπάς διαβάζοντας τις καθορισμένες ευχές αγίαζε όλους τους σπόρους, μια και σε λίγες μέρες άρχιζε η περίοδος της σποράς.

Την ημέρα που θα πηγαίνανε να σπείρουν βάζανε μέσα στο σακί κι ένα ρόδι και μερικά καρύδια, που συμβόλιζαν το κάθε σπυράκι να κάνει πολύ καρπό σαν το ρόδι και να είναι γερός , όπως το καρύδι. Στο χωράφι που έφτανε και πριν αρχίσει  ο γεωργός τη σπορά και στη συνέχεια το όργωμα, αφού έκανε το σταυρό του έσπαζε το ρόδι στο υνί του ελετριού και το σκόρπιζε μαζί με το σπόρο στο χωράφι. Τα καρύδια τα σπάζανε και τα τρώγανε όσοι συμμετείχαν στη σπορά. Αν ήταν όλα γερά και όχι κούφια, αυτό ήταν καλό σημάδι για τη σοδειά του χωραφιού.
   

Στο δικό μας σπιτικό το βάρος κάθε χρόνο της σποράς το σήκωνε ο πατέρας κι ο μεγαλύτερος αδερφός, ο Γιάννης. Η μάνα με την αδερφή μου, τη Σοφιά, φρόντιζαν για το σπόρο, για το φαγητό, και βοήθαγαν τις πιο πολλές φορές στο σκάψιμο με το ξινάρι, όπως έχω αναφέρει κι αλλού.
    

Τα υπόλοιπα παιδιά θα έλεγα ότι τη γλιτώναμε τη δουλειά αυτή, όπως και πολλές άλλες σκληρές δουλειές, λόγω ηλικίας και γιατί τέτοιον καιρό είχαν ανοίξει τα σχολεία. Θυμάμαι τη μόνιμη συμβουλή του πατέρα μου προς εμάς, «μάθετε γράμματα, για να μην τραβάτε στη ζωή σας τα ίδια βάσανα με μας» και για να μην το ξεχνάμε, μας έπαιρνε κοντά του, για να βλέπουμε πόσο κουραζότανε, για να τον βοηθάμε στο σκάψιμο, στο ξελιθάρισμα, για ν’ αντέχουμε στην πείνα και στη δίψα και για να φυλάμε με δύσκολες καιρικές συνθήκες τα ζωντανά μας. Δεν ξέρω πόσο άξιζε η δουλειά μας, ξέρω όμως ότι όλες αυτές οι εμπειρίες ήταν το καλύτερο μάθημα για τη μελλοντική μας σταδιοδρομία.   
    

Πριν έρθει η μέρα της σποράς, ο πατέρας είχε φροντίσει να επιδιορθώσει τα απαραίτητα σύνεργα, αλέτρι, τραβηχτά, παλάντζα, λαιμαριές, ξιόνη, σβάρνα κλπ. Τη συγκεκριμένη μέρα σηκωνότανε με το χάραμα, γιατί τα χωράφια ήτανε μακριά. Φόρτωνε στο ένα μουλάρι τα σύνεργα και στο άλλο τα σακιά με το σπόρο. Έπρεπε να φτάσει στο χωράφι με την ανατολή του ηλίου.
      

Πρώτη δουλειά ήταν να ζέψουν τα μουλάρια κι αμέσως ο Γιάννης έκανε περιμετρικές αυλακιές, ορίζοντας το χώρο του χωραφιού, μέσα στον οποίο θα γινότανε η σπορά. Ο πατέρας φορούσε την ποδιά, τη γέμιζε σιτάρι κι αφού έκανε το σταυρό του σκόρπιζε με περίσσια τέχνη το σπόρο σ’ όλη την  έκταση ομοιόμορφα.
      

Η δουλειά, δηλαδή το όργωμα, με μία μικρή διακοπή το μεσημέρι, για να φάνε και να ξεκουραστούν  οι ίδιοι και τα μουλάρια, για τα οποία υπήρχε λίγο κριθάρι στο τορβά ή κανά χειρόβολο σανός, τελείωνε , όταν βασίλευε ο ήλιος. Στη συνέχεια ξεζεύανε τα μουλάρια κι αν θα συνέχιζαν και την άλλη μέρα, κρύβανε τα σύνεργα μέσα σε μια πατουλιά, για να μην τα πηγαινοφέρνουνε.
   

Όταν φεύγανε, γιατί βασίλευε ο ήλιος, σταμάταγε για λίγο στην άκρη του χωραφιού ο πατέρας, έβγαζε τον κούκο, δηλαδή την τραγιάσκα του, σκούπιζε τον ιδρώτα, και κοίταζε το οργωμένο χωράφι για άλλη μία φορά. Κατάκοπος αλλά και ικανοποιημένος για το έργο του, έλεγε ψιθυριστά την προσευχή και την ευχή του, για να φυτρώσει και να καρπίσει ο σπόρος και βιαστικός έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού, μην τους πιάσει το σκοτάδι, πράγμα που είχε συμβεί πολλές φορές.


  

 

 

 

 

 

 

Σπύρος Κ. Καραμούμντζος

Εκπαιδευτικός - Ποιητής

Μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών

Μέλος της "World Poets Society"

Μέλος της "International Writers Association"

Από το Κεφάλαιο του βιβλίου «Λόγια Καρυάς» - Αναμνήσεις 1930-1950)

Διαβάστηκε 703 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(9 ψήφοι)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr είναι ένα site, που φιλοδοξεί να δώσει στους αναγνώστες του αντικειμενική και ανεξάρτητη ενημέρωση, χωρίς υπερβολές, παραποιήσεις και σκοπιμότητες...

Διαβάστε περισσότερα