Και αν τα άκουγα, δεν με άγγιζαν πια. Θωρακίστηκα πίσω από μια παγερή αδιαφορία. Κράτησα αποστάσεις από ό,τι με πονούσε. Αφού δεν άλλαζε ο Μενέλαος, θα άλλαζα εγώ.
Δεν άκουγα τις φωνές του για το ανάλατο ή το πολύ αλατισμένο φαγητό, για τα αναμμένα ή τα σβησμένα φώτα του κήπου, για τα σκυλιά που γαύγιζαν ή τα σκυλιά που δεν γαύγιζαν, για τα δώρα που έκανα και δεν του άρεσαν, για τον Άγγελο που έκλαιγε. Δεν με άγγιζαν πια οι παράλογες αντιδράσεις του. Καταλάβαινα ότι έψαχνε αφορμές για να ξεσπάσει, επιλέγοντας τα μηδαμινά επειδή του ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσει τα καίρια ζητήματα που έκαιγαν τη ζωή μας. Καταλάβαινα την αδυναμία του να αποδεχτεί τη σκληρή πραγματικότητα την οποία ζούσε και την οποία δεν μπορούσε να ελέγξει καθόλου. Απομυθοποιούσα τον ισχυρό άντρα που δεν είχε τη δύναμη ούτε να κοιτάξει το γιο του στα μάτια, που δεν είχε το κουράγιο να αποδεχτεί την αρρώστια του, που δεν είχε την ικανότητα να πάρει το διαζύγιό του. Απορούσα με τη διαφορετική αντιμετώπιση των ιδίων θεμάτων που μας αφορούσαν.
Δεχόμουν ότι αυτό που έβλεπα ήταν ο αληθινός του εαυτός, ξεγυμνωμένος και ανήμπορος. Τα στολίδια είχαν πέσει με την αποκάλυψη και την αντιμετώπιση του νοσήματος. Η αλήθεια δεν είχε αφήσει χώρο για συναισθηματισμούς. Μόνο την ανάγκη για επιβίωση.
Σε μια προσπάθεια να συμπαθήσω την αδυναμία του, του πρότεινα να φύγουμε για λίγες μέρες μαζί, μακριά από το περιβάλλον που μας θύμιζε τα προβλήματά μας. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ένα από τα προβλήματά μου ήταν ο ίδιος ο Μενέλαος και η στάση που κρατούσε. Δε φανταζόμουν ότι ήταν ένα από αυτά που δε θα ξεπερνούσα ποτέ. Είχα περάσει τόσους μήνες στο νοσοκομείο, απομονωμένη από τον κόσμο, τη φύση και την ομορφιά και είχα ανάγκη να κάνω κάτι για τον εαυτό μου. Είχα ανάγκη να απομακρυνθώ από τη θλίψη που μου προξενούσε η εικόνα του ίδιου μου του παιδιού. Τον έπεισα να κάνουμε μια τριήμερη εκδρομή, με την ελπίδα ότι θα αναζωογονούνταν η σχέση μας. Το αποτέλεσμα ήταν να επιστρέψουμε μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο έχοντας θάψει τη σχέση μας για πάντα.
Φτάνοντας στο πανέμορφο ορεινό χωριό και βλέποντας το λιτό ξενοδοχείο, ο Μενέλαος αντιλήφθηκε ότι είχε αφήσει τις βολές του και την παρέα με την οποία διασκέδαζε. Αυτό ήταν αρκετό να πάθει νευρικό κλονισμό. Ουρλιάζοντας σαν δαιμονισμένος με κατηγορούσε για την ταλαιπωρία στην οποία τον είχα υποβάλει, γι’ αυτή την ανούσια μετακίνηση και για τις βαρετές στιγμές που θα περνούσε μαζί μου στη μέση του πουθενά. Μα εγώ μόνο στο πουθενά μπορούσα να βρω λίγη γαλήνη.
Γυρνώντας πίσω στην Εκάλη, ο Μενέλαος τηλεφώνησε αμέσως σε ένα φίλο του για να παίξουν σκάκι, ενώ εγώ τηλεφώνησα στο ταξιδιωτικό γραφείο με σκοπό να φύγω για ένα ταξίδι όσο το δυνατόν μεγαλύτερο σε διάρκεια. Η επικοινωνία, ο αρμός κάθε συντροφικότητας είχε χαθεί. Θυμωμένη από την άρνησή του να μου χαρίσει λίγες ξένοιαστες στιγμές, από την προτίμησή του να διασκεδάζει μακριά μου και από την απόρριψη που εισέπραξα, αποφάσισα να τον εγκαταλείψω για τρεις εβδομάδες, το Πάσχα. Ήθελα να τον πονέσω όπως έκανε και εκείνος. Του ανακοίνωσα την απόφασή μου ψυχρά και χωρίς περιστροφές.
Στην διάρκεια των είκοσι ημερών ένιωσα ζωντανή και ελεύθερη. Στην άκρη της γης ξέφευγα από ό,τι νοσηρό με τριγύριζε και με έπνιγε – τον άρρωστο γιο μου και κυρίως το νευρικό Μενέλαο. Απεγκλωβιζόμουν από τη θλιβερή πραγματικότητα. Ισορροπούσα. Έπαιρνα δυνάμεις για να πορευτώ στον εξαθλιωμένο δρόμο μου. Τα ταξίδια ήταν ο μόνος τρόπος διαφυγής μου, έστω και προσωρινής.
Δεν είχα πια ούτε πίστη, ούτε ελπίδα, ούτε αγάπη. Ο πόνος τα είχε καταστρέψει.
Μόνο αδικαιολόγητες ενοχές είχα για τον άρρωστο γιο μου, όπως κάθε μάνα που φέρνει ένα άρρωστο παιδί στον κόσμο που δεν μπορεί να του προσφέρει ένα καλό μέλλον. Όπως κάθε μάνα που ένιωσε το μωρό της να μεγαλώνει μέσα της και να πεθαίνει από τη ζωή που του έδωσε. Όπως κάθε μάνα που έχει χάσει κάθε ελπίδα ότι θα μπορούσε να του προσφέρει κάποια στοιχειώδη ποιότητα ζωής.
Πέρα από τις παράλογες τύψεις που με πλημμύριζαν για τον Άγγελο, αισθανόμουν απέχθεια για τον Μενέλαο. Με είχε δεσμεύσει η εγκυμοσύνη και η αδυναμία μου να ξεφύγω από τις ηθικές αναστολές για έκτρωση, ενώ εκείνος είχε υποσχεθεί γάμους και χαρές που δεν μπορούσε να μου προσφέρει. Γιγάντωνε το πρόβλημα που είχαμε να αντιμετωπίσουμε με μια συμβίωση όλο αντεγκλήσεις, θυμό και μοναξιά.
Έψαχνα να βρω τη γαλήνη μακριά τους, συνειδητοποιώντας ότι δεν υπήρχε σταγόνα χαράς στον ωκεανό της απογοήτευσης, της θλίψης και της αρρώστιας. Δίπλα τους μόνο με την κηπουρική και το διάβασμα ξεχνιόμουν, αλλά δεν ήθελα μόνο να ξεχάσω, είχα ανάγκη να ξαναζήσω. Είχα ανάγκη να νιώσω ζωντανή, να αισθανθώ την ομορφιά στον κόσμο της ασχήμιας. Έψαχνα τη χαρά για να αντέξω τη δυστυχία. Μέσα μου υπήρχε η λαχτάρα να ανακαλύψω το ωραίο και να το βάλω στην ψυχή μου για να μη σβήσω στα εικοσιεπτά μου χρόνια.
Κολυμπώντας σε ένα θαλάσσιο πάρκο της χώρας την οποία είχα επισκεφθεί, βρήκα την απόλυτη ομορφιά. Στον κόσμο του βυθού ήταν όλα τόσο ήρεμα, τόσο μαγικά, τόσο εξωπραγματικά. Δεν υπήρχε θόρυβος, ασχήμια, πόνος, αρρώστια – υπήρχαν μόνο χρώματα και αποχρώσεις που ξεπερνούσαν κάθε φαντασία. Γύρω μου υπήρχε ζωή – ψάρια, κοράλλια, φυτά. Υπήρχε φως, κίνηση, νερό.
Ανακαλύπτοντας τον μαγικό κόσμο του βυθού, είχα ήδη βρει την πιο αθώα και ανακουφιστική διέξοδο. Μου είχε αποκαλυφθεί ο κόσμος της ομορφιάς που θα μου έδινε τη λήθη αλλά και την αίσθηση της ζωής. Δε φοβόμουν πια τη θάλασσα όπως παλιότερα. Δε φοβόμουν τίποτα. Δεν είχα να χάσω τίποτα πέρα από την άθλια ζωή μου.
Είχε έρθει η ώρα να βυθιστώ στο υποσυνείδητό μου. Δεν ήξερα τότε πως όταν μπαίνεις σε έναν κόσμο, τις περισσότερες φορές αφήνεις έναν άλλον. Δεν ήξερα ότι ανοίγοντας αυτό το παράθυρο, θα με ρουφούσε η γαλήνη και η ζωή και θα άφηνα πίσω μου την υστερία και την ηττοπάθεια.
Αποφάσισα πως όταν επέστρεφα στην Ελλάδα θα άρχιζα μαθήματα κατάδυσης. Φθάνοντας σπίτι ήμουν ήδη διαφορετική. Άνοιξα το σπίτι προσκαλώντας φίλους, αγόρασα πιο νεανικά ρούχα, χάρισα ακριβά δώρα στους γονείς μου και στον αδελφό μου το μεταπτυχιακό του στην Ελβετία, αδειάζοντας τις καταθέσεις μου και γεμίζοντας τις μπαταρίες μου. Ήμουν χαρούμενη. Είχα βρει τον τρόπο να μείνω στο χρυσό, νεκρικό κλουβί για χάρη του Άγγελου.
Κατενθουσιασμένη με την αλλαγή της διάθεσής μου, ξεκίνησα τα μαθήματα κατάδυσης. Μπαίνοντας στο κοντινότερο κατάστημα για να αγοράσω τον απαραίτητο εξοπλισμό, ξέχασα για ποιο λόγο είχα βρεθεί εκεί. Και βγαίνοντας από το καταδυτικό κέντρο οι χτύποι της καρδιάς μου μού θύμισαν ότι υπήρχε ακόμη μέσα μου ένα όργανο που πίστευα από καιρό νεκρό. Αποχαιρετώντας το δάσκαλό μου, τον Φώτη, πήρα μαζί μου τη μορφή του.
Για ένα μήνα επιδίωκα να τον συναντώ στο χώρο όπου δούλευε προφασιζόμενη διάφορους λόγους, εκτός από την επιθυμία μου να τον δω. Μου έδινε χαρά, χωρίς να επιζητώ τίποτα περισσότερο από την παρέα του. Μα όσο απλά ξεκίνησα να περνάω από το μαγαζί τόσο αναγκαίες έγιναν τελικά αυτές οι επισκέψεις. Δεν είχα σκεφτεί να εγκαταλείψω τον Μενέλαο για να ξεκινήσω μια σχέση με τον Φώτη και, βέβαια, δεν θα είχα επιλέξει ποτέ να δημιουργήσω παράλληλη σχέση. Δεν προετοίμαζα την φυγή μου. Δεν ζητούσα να γνωρίσω έναν άλλο άντρα για να με τραβήξει από το τέλμα. Απολάμβανα μια φιλική επαφή αντλώντας δυνάμεις για να αντέξω το τέλμα στο οποίο είχε βουλιάξει η ζωή μου. Ένιωθα τόσο εγκλωβισμένη που δεν μπορούσα να διανοηθώ άλλη μια ανατροπή, ακόμα και αν ήταν για το καλό μου.
Εκείνη την περίοδο, ο Μενέλαος βλέποντας την ξαφνική μου ζωντάνια, με πληροφόρησε ότι το διαζύγιό του θα έβγαινε εντός των ημερών και ότι έπρεπε να προετοιμάσω το γάμο σε κλειστό οικογενειακό κύκλο, όπως και το γαμήλιο ταξίδι σε προορισμό που είχε ήδη επιλέξει ο ίδιος.
Πάγωσα στο άκουσμα αυτών των νέων που περίμενα χρόνια. Δεν αισθάνθηκα ούτε χαρά, ούτε προσμονή. Με έζωσαν οι αμφιβολίες. Ανέλυα τις σκέψεις μου, τους μορφασμούς μου, τη ζωή μου μέχρι τότε και από κει και πέρα, ως παρατηρητής καθηλωμένος σε αναπηρική καρέκλα. Δεν ένιωσα παρά αμηχανία ενόψει της τέλεσης του γάμου μου και ενός ακόμα ταξιδιού μαζί με το Μενέλαο.
Πιο πολύ φοβήθηκα τις δεκαπέντε μέρες μαζί του στο εξωτερικό παρά την ιδέα του γάμου. Ο γάμος θα ήταν μια τυπική διαδικασία δύο ωρών που δεν θα άλλαζε τίποτα στη συμβίωση, εκτός από το γεγονός ότι θα έπαιρνα ένα επίθετο που δανειζόμουν χρόνια στις δημόσιες εμφανίσεις μας. Το ταξίδι όμως με τρομοκρατούσε. Το μυαλό μου πήγαινε χρόνια πίσω όταν το νερό στο ντους έπαιρνε τα δάκρυά μου και κάλυπτε τα βογγητά τού πόνου της ψυχής μου και της ματαίωσης των ονείρων μου. Οι αναμνήσεις με γυρνούσαν στο Μεξικό, όπου είχα πάει με ενθουσιασμό που είχε στερέψει από χρόνια.
Απέφευγα επιμελώς την οργάνωση του ταξιδιού από τρόμο μήπως η οποιαδήποτε προετοιμασία επισπεύσει τα γεγονότα. Ο Μενέλαος ρωτούσε ανήσυχος γιατί δεν οργάνωνα το ταξίδι, εγώ που πάντα αγαπούσα τα ταξίδια τόσο πολύ. Οι αόριστες απαντήσεις μου τον προκαλούσαν να συνειδητοποιήσει τη μη αναστρέψιμη πορεία της σχέσης μας. Δεν πίστευα πια στο Μενέλαο. Με είχε απογοητεύσει περισσότερο και από την ίδια μου τη ζωή. Όταν χρειάστηκα να με στηρίξει, με καταρράκωσε. Όταν μου υποσχέθηκε, με πρόδωσε. Όταν τον ζητούσα με απέρριπτε. Όταν με πονούσε, τον μισούσα. Και όταν μπορούσε να με παντρευτεί, θα τον άφηνα.
Δεν πίστευα πια ότι ο γιος μου θα ζούσε, ώστε να δεθώ με τον Μενέλαο επισημοποιώντας μια σκλαβιά. Ήμουν σίγουρη ότι τους νεκρούς δεν τους ενδιαφέρει αν είναι εξώγαμοι ή αν έχουν εξασφαλισθεί οικονομικά. Δεν με πονούσε πια το γεγονός του τέλους του. Το είχα αποδεχτεί. Το περίμενα. Είχα ευχηθεί με πολύ πόνο και ενοχές να πετάξει ο Άγγελός μου μακριά από την άθλια και εφήμερη ζωή του. Δεν άντεχα να βλέπω το λατρεμένο μου γιο τυφλό, να συντηρείται με φάρμακα σε μια καταδικασμένη ζωή, που είχε χάσει την ποιότητά της από καιρό.
Ο Άγγελος ήταν ένα μωρό δύο ετών που δεν έβλεπε, δεν μιλούσε, δεν άγγιζε, δεν αγκάλιαζε, δε φιλούσε, δεν περπατούσε. Το ανοσοποιητικό, το πεπτικό, το νευρολογικό και το οπτικό του σύστημα είχαν καταστραφεί. Ήταν ένα μωρό έξι κιλών που είχε κρατηθεί στη ζωή με τη φροντίδα μου και το πείσμα μου. Κανείς δεν περίμενε να ζήσει όλο αυτό το διάστημα με τέτοια τεράστια ποσότητα ιού στο αίμα του και τα ανύπαρκτα αμυντικά λεμφοκύτταρα που έδειχναν οι μηνιαίες μετρήσεις του. Είχε έρθει στη ζωή από την αγάπη του πατέρα του για μένα, μας είχε δείξει από αγάπη την αλήθεια, είχε παραμείνει στη ζωή από την αγάπη μου και θα έφευγε στην τελευταία επέτειο της γνωριμίας με τον Μενέλαο για να σηματοδοτήσει το τέλος ενός μεγάλου και τραυματικού έρωτα.
Αλεξάνδρα Αθηναίου
Συγγραφέας
Απόσπασμα από το βιβλίο «Και Βέβαια Δε Σας Αφορά - Η αυτοβιογραφία μιας καταξιωμένης οροθετικής»
Εκδόσεις ΟΞΥ (Τέταρτη Έκδοση-Αθήνα 2007)
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
«Το ραντεβού ήταν σε ένα καφέ χωρίς θέα. Είχε μαζί της και φωτογραφίες της ευτυχίας της. Ο Άγγελος στην αγκαλιά της. Μια ωραία γυναίκα που τα έχασε όλα. Λες και έριξε την πιο κακή ζαριά. Ήμουν ο μόνος που θα την έβλεπε. Μια δυνατή γυναίκα. Τα λίγα έγιναν συνέντευξη. Τα πολλά θα τα διαβάσετε εδώ». Σταύρος Θεοδωράκης, Δημοσιογράφος