ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Κυριακή, 16 Φεβρουαρίου 2025 - 11:28:57μ.μ.
14
Μαρτίου

"ΚΥΝΗΓΩΝΤΑΣ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ" του Τίτου Κοκκινέα

Κατηγορία Πεζογραφία

«Εντός 48 ωρών τα κυνηγητικά και γενικά όλα τα πυροβόλα όπλα, να παραδοθούν στας Ιταλικάς αρχάς! Κάτοχος κυνηγητικού ή άλλου πυροβόλου όπλου μετά την εκπνοή της ως άνω ημερομηνίας θα συλλαμβάνεται πάραυτα και θα τυφεκίζεται!!!».

Αυτή περίπου ήταν η πρώτη – πρώτη διαταγή του Ιαταλοφασιστικού στρατού, μόλις μπήκε στα Φιλιατρά. Τον Μάη 1941, που άρχισε η κατοχή! Παρ’ όλα αυτά οι φανατικοί κυνηγοί όπως οι δυο παππούδες σου. Ο πατέρας του πατέρα σου ο Αριστείδης Κοκκινέας που τον βγάζαμε ισόβιο πρόεδρο του συλλόγου των κυνηγών των Φιλιατρών, γιατί ήταν ο τρομερότερος κυνηγός που συναντήσαμε σε όλη μας τη ζωή, μα κι ο πατέρας της μητέρας σου, ο Κανέλλος Τσετσενέκος, που σαν γύρισε απ’ την Αμερική μετανάστης το 1923 είχε φέρει ένα καταπληκτικό νορβηγικό δίκαννο κυνηγητικό όπλο, που έριχνε φυσίγγια γεμισμένα και με μαύρη μα και με λευκή μπαρούτη, ευθύβολο και με μεγάλο βεληνεκές, μα και εγώ κι ελάχιστοι άλλοι, δεν παραδώσαμε τα κυνηγητικά καλά μας όπλα! Η ιδέα ήτανε του προέδρου των κυνηγών, του παππού σου! Αυτός είπε σε μας όλους του φανατικούς κυνηγούς που εμπιστευότανε:


- Δεν θα παραδώσουμε τα κυνηγητικά μας όπλα! Επειδή όμως είναι ρουφιάνοι γύρω μας, να τι θα κάνουμε: Στη καλή θήκη του καλού κυνηγητικού μας όπλου θα βάλουμε ότι πιο άχρηστο μπροστογεμές όπλο βρούμε του… παππού μας και του προπάππου μας! Εν ανάγκη θ’ αγοράσουμε ένα άχρηστο τέτοιο όπλο! Θα το βάλουμε αυτό το άχρηστο όπλο μέσα στη θήκη του καλού μας όπλου και αυτό θα παραδώσουμε στους Ιταλούς! Θα φροντίσουμε να περάσουμε και μέσα απ’ την κεντρική πλατεία των Φιλιατρών, κρατώντας την καλή θήκη με τ’ άχρηστο όπλο μας μέσα! Έτσι θα μας δουν όλοι οι Φιλιατρινοί και οι… ρουφιάνοι και θα πιστέψουν ότι παραδώσαμε τα καλά μας τα όπλα!! Προσοχή την… κομπίνα αυτή δεν θα την πείτε στους άλλους κυνηγούς που παρέδωσαν τα όπλα τους, γιατί μπορεί να ζηλέψουν και να σας… καρφώσουν στους Ιταλούς! Έτσι θα κρατήσουμε τα καλά μας όπλα και κρυφά θα… κυνηγάμε συνέχεια!!


Έτσι κι έγινε. Διοργανώσαμε όλοι οι φανατικοί κυνηγοί ολόκληρο σύστημα κατασκοπίας και αντικατασκοπίας. Παραφυλάγαμε όχι το θήραμα μα τις… Ιταλικές περιπόλους! Όταν έφευγαν ειδοποιούσε, ο ένας τον άλλο και ενώ ακόμα απαγορευότανε η κυκλοφορία ανθρώπων έξω απ’ τα σπίτια με φασιστική διαταγή, γιατί ήτανε μία–δυο ώρες πριν να… χαράξει το γλυκοχάραμα της μέρας, εμείς ξεμυτούσαμε αθόρυβα και πηγαίναμε για… κυνήγι! Ο καθένας ξεχωριστά, σ’ αντίθετη μεριά, για παν ενδεχόμενο! Ανεβαίναμε στα Φιλιατρινά βουνά, και βέβαιοι πια πως δεν υπάρχει εκεί στρατός κατοχής αρχίζαμε το ντουφεκίδι… ανενόχλητοι! Κυνηγούσαμε λαγούς, πέρδικες, ορτύκια, τσίχλες, τρυγόνια, κι ότι άλλο βάλει ο νους σου, πολύτιμα όλα για την οικογένεια και για μας, μπρος στην πείνα της κατοχής, που άρχιζε κι όλας! Τα όπλα μας τα είχαμε λυμένα μέσα σε σακιά που κουβαλούσαμε στη πλάτη. Εκεί βάζαμε και τα θηράματα μας όταν επιστρέφαμε στη πόλη μας τα Φιλιατρά. Βράδυ βαθύ πάλι! Με απαγορευμένη την κυκλοφορία! Όταν όλοι κοιμόνταν! Όπως όταν φεύγαμε! Με διοργάνωση πάλι κατασκοπίας κι αντικατασκοπίας για τα φασιστικά περίπολα! Σκιές και αθόρυβα φαντάσματα και στο έβγα μας και στο έμπα μας! Αυτό κράτησε σ’ όλη την Ιταλογερμανική φασιστοναζιστική κατοχή χωρίς κανένα δυσάρεστο απρόοπτο! Άσε που μερικοί από μας, πήγανε και στον ΕΛΑΣ, αντάρτες, πολεμώντας τον καταχτητή φασιστοναζί με πρώτο όπλο τους το κυνηγητικό, μέχρι να πάρουνε πολεμικά όπλα από τα λάφυρα των καταχτητών μας! Μια μέρα κυνηγώντας στις ερημιές έτσι, έφτασα στη… ψηλότερη κορφή του βουνού της Ιθώμης!


Εκεί που προχωρούσα με προσοχή αντίθετα απ’ τον άνεμο για να μην με μυριστούν ή να μη μ’ ακούσουν τα… θηράματα που ήτανε γύρω μου, ξαφνικά, πετάγονται μπρος μου, με μιάς, πέντε Εγγλέζοι στρατιώτες, με προτεταμένα τα όπλα τους! Μ’ εφ’ όπλου λόγχη! Με μια λόγχη στρογγυλή σαν ένα τεράστιο γιγάντιο καρφί! Καρφώθηκα στη θέση μου κεραυνοβολημένος! Κόπηκαν τα γόνατά μου και η μιλιά μου! Κάθησα άβουλος και άναυδος σε ένα μεγάλο λιθαράκι! Αυτοί με περικύκλωσαν! Και ένας τους με άπταιστα ελληνικά μου λέει:
- Εγώ είμαι Έλληνας Κύπριος! Ήρθα μαζί με τους Εγγλέζους αυτούς και πολέμησα τους φασίστες λίγο πριν σπάσει το μέτωπο. Μη φοβάσαι! Είμαστε φίλοι. Θέλουμε την βοήθεια σου! Στην υποχώρηση πολεμήσαμε ακόμα και στα στενά των Θερμοπυλών, γενναία μέχρι που προδοθήκαμε από νέο Εφιάλτη, παπά, (πρόκειται για τον παπά-Σαντά απ’ το γειτονικό χωριό Παύλιανη του Νομού Φθιώτιδος όπως γράφει κι ο Γιώργος Μωραΐτης στο βιβλίο του: «Αναμνήσεις ενός Αντάρτη» Α΄ τόμος σελ. 265), που έδειξε στους ναζίδες κατσικόδρομο πίσω μας κι αυτοί έτσι μας περικύκλωσαν και μας έκαναν να υποχωρήσουμε αφήνοντας εκεί κανόνια και βαρύ οπλισμό! Μπορέσαμε και φτάσαμε έως εδώ! Οι Γερμανοί μας κυνηγούσαν! Μέχρι με αεροπλάνα «στούκας» μας χτύπησαν στο «Δερβένι» έξω από τα Παραδείσια της Μεγαλόπολης! (Αυτό το γράφει κι ο Αρίστος Καμαρινός στο βιβλίο του: «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Πελοπόννησο»). Από εκεί σκορπίσαμε στα βουνά πάνω. Με προφυλάξεις από βουνό σε βουνό, φτάσαμε μέχρι εδώ! Ευτυχώς έχουμε ακόμα σε λειτουργία τον ασύρματο μας. Ήρθαμε σε επαφή μ’ αυτόν με το Βρετανικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής! Εγώ χρησιμεύω στην ομάδα μας και σαν διερμηνέας! Υποφέρουμε από τροφοδοσία. Κυνηγάμε και ‘μεις για να φάμε κάτι, με τα πολεμικά μας όπλα, ότι τύχει! Μας τροφοδοτούν και λίγοι ξωμάχοι βοσκοί. Εσύ από πού είσαι;


- Από τα Φιλιατρά! Κατόρθωσα να ψελλίσω με τ’ αναπάντεχο τούτο, ενώ άρχισα να συνέρχομαι λίγο-λίγο.
- Από μέσα τα Φιλιατρά;


- Ναι!


- Τον καθηγητή σπουδασμένο στο Λονδίνο Σταύρο Πολυχρονοπουλέα τον ξέρεις;


- Τον ξέρω.


- Η Μέση Ανατολή μας «είπε» ότι οι Αντιστασιακές οργανώσεις που συνεργάζονται με τους Βρετανούς, θα του δώσουν, αν δεν του έχουν δώσει ακόμα, τρεις (3) λίρες για μας την ημέρα! Για τροφή, ντύσιμο και ότι άλλο χρειαστούμε! Να πας να τον βρεις και να του πεις ότι μας βρήκες, για να πράξει τ’ ανάλογα. Έτσι;
- Έτσι!


- Μα εσύ πώς βρέθηκες εδώ κυνηγώντας; Είδα τις πέρδικες που έχεις σκοτώσει!


Τότε κι εγώ τους είπα την ιστορία των φανατικών Φιλιατρινών κυνηγών που σου είπα. Τους χάρισα και τις πέρδικες μου, κι ό,τι άλλο κυνήγι είχα, γιατί τους είδα να τα κοιτάζουν τα κυνήγια μου με ζήλεια και πεινασμένοι! Μου έριχναν και οι πέντε ματιές καχυποψίας στην αρχή, καθώς τους τα μετάφρασε ολ’ αυτά ο Κύπριος! Μα στο τέλος με πίστεψαν, έτσι πειστικά που τους τα είπα! Τώρα αν κάποιος με υποπτευότανε ακόμα, δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς! Γιατί είχανε έλθει σε αδιέξοδο! Εγώ ήμουνα ο από μηχανής Θεός τους! Εγώ μονάχα μπορούσα να δώσω μία λύση σ’ αυτό το αδιέξοδο! Γι’ αυτό με εμπιστεύτηκαν όλοι τους, θέλοντας και μη. Την άλλη μέρα πήγα και βρήκα τον αγγλοσπουδασμένο επίκουρο καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, που κατοικούσε στην εξοχή της «Αγίας Κυριακής» κοντά στο «Λαγκουβάρδο». Τον ξεμονάχιασα. Του είπα όλα αυτά για τους Εγγλέζους! Κι ό,τι περιμένουν την βοήθεια του!


- Ναι πράγματι έχω πάρει κάτι λίρες γι’ αυτούς από αντιστασιακή οργάνωση που ήρθε με βρήκε και μ’ εμπιστεύτηκε!


Μου απάντησε εκείνος! Και με τα χρήματα τούτα ψωνίζαμε! Ο Κύπριος μου είχε δώσει μια λίστα με τα πρώτα τους χρειαζούμενα. Φόρτωσα ένα γάιδαρο που είχα και μ’ αυτόν αχάραγο ξεκίνησα απ’ τα Φιλιατρά, και τα πήγαινα στους Εγγλέζους στο προκαθορισμένο μέρος. Τρόφιμα, ρούχα, άρβυλα, κάλτσες κι ό,τι φανταστείς! Ότι μου έγραφαν τους τα πήγαινα έτσι, μια-δυο φορές την βδομάδα! Βλέπεις η Μεγάλη Βρετανία συνέχιζε τον πόλεμο! Δεν είχε σαν κι εμάς φιλοναζίδες Τσολάκογλου στρατηγούς για να παραδώσει τα στρατεύματα της άδοξα! Μετά περίπου τρεις μήνες, φθινόπωρο πια, μια μέρα με περικυκλώνουν πάλι οι Εγγλέζοι με φιλικές διαθέσεις αυτή τη φορά, μια και με θεωρούσαν πλέον σωτήρα τους και μου είχανε απόλυτη εμπιστοσύνη! Ο Κύπριος ξεδιπλώνει έναν χάρτη της περιοχής μας και μου τον δείχνει!. Τον χάρτη αυτό, τους τον είχα πάρει εγώ απ’ τις πρώτες αποστολές μου, όπως μου τον είχαν ζητήσει στη λίστα τους. Τον είχα αγοράσει απ’ το βιβλιοπωλείο του Γιώργου Οικονομάκου στα Φιλιατρά! Πάνω στον χάρτη αυτό μου δείχνει ένα σημείο ανάμεσα στη παραλία της «Αγίας Κυριακής» και του «Λαγκούβαρδου». Εκεί υπήρχε ένας μικρός κολπίσκος ανάμεσα σε ψηλά βράχια.


- Το ξέρεις αυτό το σημείο; Με ρωτά ο Κύπριος.


- Το καλοξέρω! Εκεί πάω για ψάρεμα με καλάμι κι αγκίστρι! Του απαντώ.


- Την σκοτεινή κι ασέληνη νύχτα, στις 15 Οκτώβρη θα μας οδηγήσεις, όλους μας εκεί! Θα έρθεις εδώ, στις 14 του μήνα πρωί. Γιατί στις 3 το πρωί στις 15 Οκτώβρη εκεί θα βγει εγγλέζικο υποβρύχιο, για να μας πάρει για την Μέση Ανατολή! Σύμφωνοι;


- Σύμφωνοι! Του απάντησα.


Έτσι κι έγινε! Φτάσαμε εκεί κατά τις μιάμιση μετά τα μεσάνυχτα, φύσαγε μέχρι 6-7 μποφόρ, και είχε αρκετή θαλασσοταραχή. Η νύχτα σκοτεινή με αστροφεγγιά όμως. Τις θάλασσες μας δεν τις είχανε ζώσει ακόμα με μεγάλες μαγνητικές νάρκες οι ναζίδες, όπως έγινε μετά, φοβούμενοι συμμαχική απόβαση στη Πελοπόννησο γενικά. Το υποβρύχιο είχε έλθει από ώρα και θα μας έβλεπε από το περισκόπιό του, βυθισμένο σε χαμηλό βάθος! Στις 3 το πρωί ακριβώς, με… εγγλέζικη ακρίβεια, ακούσαμε πρώτα τον μεγάλο παφλασμό της θάλασσας κι έπειτα είδαμε μεσ’ την αστροφεγγιά τον σκοτεινό όγκο του υποβρυχίου να αναδύεται μέσα από την θάλασσα, σαν νυχτερινή μαύρη Αφροδίτη στα εκατό μέτρα περίπου απ’ την παραλία! Τα νερά εκεί της θάλασσας ήτανε πολύ βαθιά! Έτσι απ’ το υποβρύχιο ρίξανε μια φουσκωτή βάρκα στη θάλασσα. Την φουσκώσανε πάνω στο πύργο του υποβρυχίου με κομπρεσέρ που δούλευε στο μηχανοστάσιο του, στο πι και φι. Εμείς όρθιοι όλοι στα βράχια που έφραζαν σχεδόν όλο το κολπίσκο. Μόνο ένα μικρό άνοιγμα του άφηναν ίσα-ίσα που χωρούσε την λαστιχένια αυτή βάρκα. Τα θαλασσινά κύματα μεγάλα και δυνατά! Σαν μας έφτασε η λαστιχένια η βάρκα τα κύματα αυτά τη πετούσαν με δύναμη πάνω στα βράχια. «ΠΑΦ – ΜΠΟΥΜ – ΠΑΦΜΠΑΜΠΟΥΜ»! Έκανε η βάρκα καθώς χτυπούσε με δύναμη στα βράχια, πεταμένη εδώ κι εκεί απ’ τα κύματα. Έλεγες τώρα θα κάνει ένα «μπάμ» και θα σπάσει και θα ξεφουσκώσει! Μα στο τέλος τα καταφέραμε! Μας πέταξαν δυο σχοινιά απ’ την βάρκα, τα πιάσαμε κι έτσι την οδηγήσαμε τραβώντας την μέσα απ’ το μικρό πέρασμα στο κολπίσκο και την αράξαμε! Η βάρκα ήτανε αρκετά μεγάλη για να τους χωρέσει όρθιους ή λίγο καθιστούς όλους. Την οδήγησαν μέχρι εκεί τρεις άνδρες με αγγλική ναυτική στολή οι δύο κι ο ένας με στολή του στρατού ξηράς! Αυτός με τη στολή του στρατού με αναγνώρισε και μου φώναξε:


- Βρε ξάδελφε Μπάμπη, εσύ εδώ; Τι έκπληξη κι αυτή!


Τρόμαξα να τον αναγνωρίσω μέσα στη στολή, στο πηλίκιό του και την αστροφεγγιά τον ξάδελφό μου τον Νίκο! Περισσότερο τη φωνή του γνώρισα! Είχα να τον δω μήνες!


- Νίκο, ξάδελφέ μου, εσύ είσαι!.... Του λέω και πέφτω στην αγκαλιά του! Αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε. Από μικρά παιδιά μεγαλώσαμε μαζί. Μαζί πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο. Παίζαμε και… μαλώναμε, μα πάντα φιλιώναμε και είμαστε δυο αγαπημένα αχώριστα δευτεροξαδέλφια. Οι παππούδες μας… αδέρφια βλέπεις! Σαν συνήλθαμε λίγο μου λέει βιαστικά:


- Έφυγα κρυφά στη Μέση Ανατολή από μία κρυφή παραλία της Μάνης, με καΐκι ψαράδικο και μ’ άλλους! Δεν άντεχα τη σκλαβιά απ’ τις πρώτες μέρες της κατοχής! Εκεί πολεμώ τους φασίστες ναζίδες με άλλους Έλληνες και με τους Εγγλέζους μαζί! Με στείλανε σ’ αυτή την περιοχή επειδή είμαι από δω και τα ξέρω τα μέρη! Για να τους οδηγήσω καλά. Μα εσύ τι κάνεις εδώ; Έλα μαζί μας στο υποβρύχιο! Πώς αντέχεις να ζεις σκλάβος;


Το μυαλό μου με την ξαφνική πρόταση του ξαδέλφου μου αυτή, πήρε χίλιες στροφές στο δευτερόλεπτο. «Να πάω μαζί του;», σκέφτηκα. Μα ήμουνα ερωτευμένος με τον… έρωτα της ζωής μου! Που να την αφήσω την κοπέλα μου; Που ν’ αφήσω τους γονείς μου; Που ν’ αφήσω τα… κυνήγια μου;


- Όχι ξάδελφε θα μείνω εδώ. Κι ότι θέλει ας γίνει!


- Βρε μην είσαι χαζός! Έλα μαζί μου! Θα γυρίσεις βαθμοφόρος του στρατού σαν ελευθερωθεί η πατρίδα! Αν επιζήσεις βέβαια!


- Όχι, όχι θα κάτσω εδώ, έχω υποχρεώσεις! Έχω δουλειές!


Οι άλλοι είχανε όλοι μπει στη λαστιχένια τη βάρκα και περίμεναν εμάς τι θα κάνουμε! Ο ξάδελφός μου με έσπρωχνε προς τη βάρκα, να τον ακολουθήσω λέγοντάς μου τα τελευταία του λόγια! Μα εγώ αντιστάθηκα δυνατά σ’ αυτό το σπρώξιμο. Στο τέλος είδε κι αποείδε και μου λέγει:
- Καλά ξάδερφε, όπως θέλεις!... Εσύ θα μετανιώσεις, μα θα ‘ναι αργά!


Πήδηξε μέσα στη βάρκα, αφού μου έσφιξε το χέρι. Κι όπως η βάρκα έφευγε με χαιρέτησε κουνώντας τ’ αριστερό του χέρι. Με το δεξί κρατούσε την κουπαστή της βάρκας, για να μην πέσει στη θάλασσα! Και μου φώναξε από ‘κει τελευταία:


- Δεν σε φιλώ φεύγοντας για να ξανανταμωθούμε!


Οι ρίζες μας κρατούσανε από τη Μάνη, βλέπεις. Κάποιος προπάππους μας, ήτανε από ‘κει! Κι οι Μανιάτες όταν χωρίζονται δεν φιλιούνται! Το ‘χουνε σε κακό! Ότι κάποιος θα σκοτωθεί τότε. Για να περιμένουνε να ξαναφιληθούνε ζωντανοί, όταν ξανανταμώσουν πάλι! Βοήθησα κι εγώ τη βάρκα με το σχοινί να βγει απ’ το φυσικό εκείνο μικρό λιμανάκι, στο ανοιχτό πέλαγος. Έμεινα μόνος. Τότε ένιωσα τ’ αγιάζι που ‘στελνε η νύχτα, καθώς ξεψυχούσε, για να ‘ρθει το πρωινό, να με διαπερνά σ’ όλο μου το σώμα! Ανατρίχιασα καθώς έβλεπα μες την αστροφεγγιά, τις σκιές των ανδρών, ν’ ανεβαίνουν στον πυργίσκο του υποβρυχίου! Η λαστιχένια τους βάρκα να ξεφουσκώνει ξεφυσώντας σαν φάλαινα… φυσητήρας. Κι όλοι τους να με χαιρετούν, καθώς το υποβρύχιο έβαλε πρόσω ολοταχώς φεύγοντας στην επιφάνεια της θάλασσας, κι εξαφανίστηκε, σαν όραμα μες το σκοτάδι, το βουητό της θάλασσας και των μηχανών του.

 

Αυτό αθέατο, μα οι μηχανές τους ακουγόντανε για μισή ώρα περίπου. Έφυγα λυπημένος που έχασα την παρέα μου, και τον… ξάδελφό μου μα και χαρούμενος μαζί, γιατί η αποστολή μας, έλαβε αίσιο τέλος! Από την άλλη μέρα αφοσιώθηκα στις αγροτικές δουλειές, πολύ δύσκολες μες την σκλαβιά της κατοχής, στους δικούς μου, στον έρωτα μου και στο… κυνήγι! Κυνηγώντας, ξέχναγα τα βάσανα της σκλαβιάς όλα! Γιατί βαδίζοντας μες τις ερημιές αφοσιωνόμουν «ψυχήτε και σώματι» στο… άθλημα τούτο! Σε λίγο είχαμε έλλειψη κι από φυσίγγια του κυνηγιού, μπαρούτι για να τα γεμίζουμε και σκάγια! Μα ο παππούς σου ο Αριστείδης Κοκκινέας και Πρόεδρος μας, μας τα ‘μαθε όλα! Πώς να φτιάχνουμε μόνοι μας μπαρούτι με νίτρο κι άλλα υλικά. Να λιώνουμε στη φωτιά μολυβένια προπολεμικά στρατιωτάκια, οι σωλήνες ή ότι άλλο από μέταλλο μολυβένιο. Έπειτα το λιωμένο αυτό μολύβι, να το ρίχνουμε σ’ ένα ντενεκεδάκι άδειας κονσέρβας. Τον πάτο στο ντενεκεδάκι αυτό τον είχαμε χιλιοτρυπήσει με πρόγκες χοντρές ή ψιλές. Έτσι περνώντας από τις τρύπες αυτές το λιωμένο μολύβι γινότανε ψιλά ή χοντρά σκάγια! Γιατί αμέσως το λιωμένο μέταλλο μετά τις τρύπες του ντενεκέ εκείνου, έπεφτε σε κρύο νερό που είχαμε από κάτω, κρύωνε αυτόματα έτσι και γινότανε σκάγια χοντρά ή ψιλά! Φτιάχναμε ακόμα και χάρτινα φυσίγγια, και καψούλια με διάφορες μεθόδους του παππού σου. Βλέπεις ο παππούς σου αυτός ήτανε γνήσιος Μανιάτης από την Σαϊδόνα Καρδαμίλης της Δυτικής Μάνης. Και όλ’ αυτά τα έφτιαχνε εκεί στα… νιάτα του, για να κυνηγά όλη μέρα, με λίγα έξοδα για τα… πυρομαχικά του! πάντως το ποιο δύσκολο στο φτιάξιμο ήτανε τα… καψούλια! Αλλά το ξεπεράσαμε κι αυτό κι ας ήτανε πρωτόγονα τα καψούλια μας, και πολλές φορές δεν… ‘πιαναν! «φωτιά»! Έτσι κουτσά στραβά κι ανάποδα, πέρασε η «κατοχή» όλη! Σπουδαία αντίσταση στον καταχτητή είχε φέρει τότε το ΕΑΜ ή ΕΠΟΝ Ο ΕΛΑΣ το ΕΛΑΝ και άλλες αντιστασιακές οργανώσεις. Είχανε κολλήσει στο τέλος τους ναζίδες στον τοίχο! Κι όπως το ματωμένο απαίσιο, γιγάντιο τέρας τους ξεψυχούσε, άρχισε να κάνει τρομερά και φοβερά εγκλήματα. Αντίποινα, σκοτωμούς, βασανισμούς τρομερές φυλακές του θανάτου σφαγές κι ολοκαυτώματα, γενοκτονίες, στα Καλάβρυτα στο Δίστομο και σ’ άλλα αναρίθμητα χωριά και πόλεις! Έκαιγαν, σκότωναν, λεηλατούσαν, έκλειναν σε στρατόπεδα θανάτου τους αντιπάλους τους, τους κομμουνιστές και τους Εβραίους, τους τσιγγάνους, τους Σοβιετικούς, τους αιχμαλώτους πολέμου, εκεί τους εξολόθρευαν κι απ’ τα κουφάρια τους κάνανε κουμπιά, σαπούνι και άλλα! Στο τέλος τόσες χιλιάδες ήτανε οι σκοτωμένοι εκεί που δεν προλάβαιναν να τους κάψουν στους φούρνους τους, να τους θάψουν σε τεράστιους ομαδικούς τάφους να τους εξαφανίσουν! Έτσι οι σύμμαχοι βρήκαν χιλιάδες άταφα σάπια πτώματα στα στρατόπεδα που απελευθέρωσαν, και τ’ απαθανάτισαν κινηματογραφώντας τα και φωτογραφίζοντας τα, για τρομερά ντοκουμέντα και αποδείξεις του ολοκαυτώματος που είχανε εξαπολύσει οι ναζί ενάντια σ’ όλη την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό μας! Απίστευτα εγκλήματα φοβερά, τρομερά, που τέτοια δεν είχανε ξαναγίνει κι ούτε θα ξαναγίνουν στον πλανήτη μας πάνω. Δεν θα ξαναγίνουν γιατί δεν θα το επιτρέψουμε εμείς, όλοι οι πολιτισμένη ανθρωπότητα, βλέποντας την κακιά πείρα του κακού κι εγκληματικού αυτού παρελθόντος! Ήρθε η Απελευθέρωση! Τα Δεκεμβριανά! Η επέμβαση των Εγγλέζων ενάντια στο Λαό μας, για να επιβάλουν με το ζόρι τον… βασιλιά τους και τις δικές τους λύσεις, κι όχι του λαού μας. Στο πρώτο δεκαήμερο του Δεκέμβρη του 1944, ένα στρατιωτικό Αγγλικό τζιπ με τους τέσσερις Βρετανούς στρατιώτες, και τον Ελληνοκύπριο που ήξερα, ήρθε στα Φιλιατρά. Με αναζήτησαν και με βρήκαν! Μ’ αγκάλιασαν και με φιλούσαν. Τους είχα γλυτώσει στη κατοχή!! Τους έκανα το τραπέζι με ότι φτωχικό είχα! Φαινόντουσαν όλοι ευτυχισμένοι που ήτανε πάλι μαζί μου. Είχανε γίνει όλοι τους αξιωματικοί! Ο Κύπριος μου έλεγε περιληπτικά τις μάχες και την θύελα που πέρασαν μεσ’ την κόλαση της φλογισμένης Αφρικής. Της αχανής Σαχάρας, με τους αμμόλοφους, την πυρακτωμένη άμμο, τη φωτιά των μαχών, το αίμα που τα πότισε όλ’ αυτά! Τους σκοτωμένους τους ακρωτηριασμένους, τους τραυματίες! Στο τέλος μου είπανε να φορέσω… τα καλλίτερά μου ρούχα! Φόρεσα ένα κουστουμάκι που είχα φτιάξει πριν την κατοχή και τώρα που είχα αδυνατίσει πολύ, από την… καλοπέραση της κατοχής, όπως όλοι μας, «κολυμπούσε» πάνω μου. Τόσο πολύ μου ήτανε φαρδύ και πληθωρικό. Σαν παρουσιάστηκα έτσι μπροστά τους, μου είπανε να κάτσω… προσοχή! Τους άκουσα! Τότε κι αυτοί με μιας σοβαρεύτηκαν, φόρεσαν τα στρατιωτικά τους πηλήκια και κάθισαν προσοχή απέναντί μου στα τρία (3) μέτρα! Ο επικεφαλής τους τότε, έκανε τρία βήματα μπροστά, με χαιρέτησε στρατιωτικά, κάθισε προσοχή, και μου καρφίτσωσε ένα επίσημο βρετανικό παράσημο στο στήθος μου, στο δεξιό μέρος του σακακιού μου! Και μου έδωσε στο χέρι και μια περγαμηνή διπλωμένη ρολό! Η περγαμηνή αυτή έγραφε στ’ Αγγλικά, όπως μου είπε ο Ελληνοκύπριος, ότι ο Βρετανικός Στρατός μ’ ευγνωμονεί και με παρασημοφορεί, δίνοντας μου και την περγαμηνή, για την σωτηρία και την διαφυγή των πέντε (5) Βρετανών στρατιωτικών που είχανε εγκλωβιστεί στην Ελλάδα κατά το έτος 1941, και ότι αυτή ήτανε μια αντιστασιακή μου πράξη πρώτου μεγέθους κατά του φασισμού! Μου είπανε, με τον Κύπριο, ότι την περγαμηνή αυτή πρέπει να την κορνιζάρω, να την βάλω στο σαλόνι μου, να την δείχνω σε όλους και να υπερηφανεύομαι γι’ αυτό! Επίσης μου είπαν ότι το παράσημο που μου κόλλησαν στο σακάκι, πρέπει να το φορώ εφ’ όρου ζωής στα καλλίτερα μου σακάκια που θα… αποκτήσω, και σ’ όλες τις επίσημες εμφανίσεις μου να το φορώ και να το επιδεικνύω, με περηφάνια για τις ηρωικές πράξεις μου αυτές! Για να μην τους κακοκαρδίσω εκείνη τη στιγμή, δεν τους είπα ότι όλ’ αυτά είναι… κωμωδία!! Ότι τα θεωρώ γελοία; Ότι έκανα το καθήκον μου, και τίποτα παραπάνω, όπως θα έκανε κάθε τίμιος Έλληνας σε ανάλογη περίπτωση! Παρά τους ευχαρίστησα από… φιλότιμο σαν φιλοξενούμενος, κι επειδή ήρθανε από τόσο μακριά για να μ’ ευχαριστήσουνε για την σωτηρία τους! Τελικά δεν θελήσανε να κοιμηθούνε στο φτωχικό μου, έπρεπε να φύγουν μου είπαν γιατί στην Αθήνα έχουνε πόλεμο, και πρέπει να πάνε, «να σκοτώσουνε… Έλληνες εκεί!». Πρόσθεσα με την σκέψη μου εγώ, «για να επιβάλουν, σαν τους ναζίδες κι αυτοί την δικιά τους κατοχή με Γκουλάϊτερ και δικό τους σατράπη και επιτετραμμένο! Τον βασιλιά των… Ελλήνων Γεώργιο Β΄ τον… Γλύξμπουργκ! Τους συνόδεψα μάλιστα και μέχρι το τζιπ τους, που το είχανε παρκάρει στη πλατεία των Φιλιατρών, σαν ξεπέζεψαν απ’ αυτό και πεζοί ρωτώντας, αναζητούσαν το σπίτι μου!

 

Πλησιάζοντας στη πλατεία ακούσαμε οχλοβοή. Κοιτάμε, κα τι να δούμε! Όλος ο Φιλιατρινός ΕΑΜΙΤΙΚΟΣ ΛΑΟΣ είχε περικυκλώσει το τζιπ τους! Το μούντζωναν το έβριζαν και χειρονομούσαν απειλητικά… εναντίον του! Μόλις τους είδανε να πλησιάζουνε από μακριά, σώπασαν για μια στιγμή. Κάποιος απ’ όλους τους φώναξε:
- Σωπάτε, σωπάτε, έρχονται, έρχονται!


- Τώρα θα λογαριαστούμε μαζί τους.
Φώναξε κάποιος άλλος.


- Τώρα θα δούνε: Ακόμα δεν έφυγαν οι Γερμανοί και ήρθαν αυτοί, να καταλάβουν… τα Φιλιατρά;


- Μωρέ… σπουδαίοι σύμμαχοι, στην Αθήνα με τα τανκς τους, τα κανόνια των πλοίων τους και τα αεροπλάνα τους βομβαρδίζοντας σκοτώνουν όχι μόνο αντάρτες, αλλά και άμαχο πληθυσμό: Γυναίκες, παιδιά, γέρους.


- Περισσότεροι είναι οι άμαχοι νεκροί μας, από τους μάχιμους αντάρτες μας!


Φώναξε ένας τέταρτος κι ένας πέμπτος. Ωστόσο όλο εκείνο το πλήθος, άνοιξε διάδρομο και τους άφησε να περάσουν και να ανέβουν στ’ αυτοκίνητο, το τζιπ τους! Όμως δεν «άνοιγαν» να φύγει το τζιπ, παρ’ όλο που ο οδηγός του έβαλε μπρος την μηχανή του, κι άρχισε να κορνάρει δαιμονισμένα. Τότε το πλήθος αγρίεψε περισσότερο! Άρχισε να τους μουντζώνει, να χειρονομεί εναντίον τους, ν’ απειλεί ότι θα τους αρπάξει! Οι αγριότεροι μάλιστα, έκαναν να πηδήξουν πάνω τους να τους… λιντσάρουν! Εκείνη τη στιγμή τρέχοντας έφτασε ο πατέρας σου εκεί, ο Σταύρος ο Κοκκινέας, γιος του προέδρου μας των κυνηγών, και υπεύθυνος για εκείνη την περίοδο του ΕΑΜ Φιλιατρών. Το άγριο πλήθος τον γνώρισε και τον άφησε να περάσει. Ο πατέρας σου λαχανιασμένος, ανέβηκε ολόρθος πάνω στο μπροστινό προφυλακτήρα του Αγγλικού τζιπ. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έκανε μια χειρονομία με τα χέρια του να ησυχάσουνε όλοι. Και πράγματι, αυτοί υπάκουσαν βουβάθηκαν και κάνανε ησυχία να δούνε τι θα τους πει!


- Συναγωνιστές ανοίχτε να περάσει και να φύγει τ’ αυτοκίνητο! Οι Βρετανοί αυτοί ήρθανε για καλό σκοπό στα Φιλιατρά, και δεν είναι σωστό και συνετό αυτό που κάνετε!


Τους είπε ο πατέρας σου. Αυτοί σιώπησαν μα στέκονταν ακίνητοι, σκεφτικοί! Τότε ο πατέρας σου κατέβηκε απ’ τον προφυλαχτήρα και βάδισε μπρος. Το πλήθος του άνοιγε δρόμο να περάσει. Έκανε σήμα με το δεξί του χέρι στο τζιπ να ξεκινήσει και να τον ακολουθήσει. Ο οδηγός έπραξε όπως του ένευσε ο πατέρας σου. Έτσι μπρος ο πατέρας σου, πίσω το τζιπ που τον ακολουθούσε, προχώρησε απ’ την πλατεία μέχρι το Γυμνάσιο γύρω στα 500 μέτρα! Μέχρι εκεί είχε φτάσει το πλήθος που άνοιγε μπρος στον πατέρα σου, κι ακολουθούσε πίσω το τζιπ. Από ‘κει πέρα ο δρόμος ήτανε ελεύθερος! Εγώ ακολουθούσα το τζιπ από την πίσω μεριά του. Εκεί ο πατέρας σου παραμέρισε στην αριστερή άκρη του δρόμου και σαν… τροχονόμος έδωσε σήμα με τα χέρια του στο αυτοκίνητο να φύγει, ήταν ελεύθεροι! Οι Εγγλέζοι κι οι τέσσερις μαζί τότε πέταξαν ένα ευχαριστώ πολύ.


- ΘΕΝΚΣ-ΘΕΝΚΣ-ΘΕΝΚΣ-ΘΕΝΚΣ. ΒΕΡΙ ΜΑΤΣ.


- ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΠΟΛΥ.


Πέταξε στον πατέρα σου κι ο Ελληνοκύπριος. Έπειτα γύρισαν προς τα εμένα και προς τον πατέρα σου και μας χαιρέτησαν:
- ΜΠΑΪ-ΜΠΑΪ-ΜΠΑΪ-ΜΠΑΪ.


- Γεια σας. Ευχαριστούμε!
Φώναξε κι ο Κύπριος.


- Γεια σας, γεια σας.
Τους φώναξα κι εγώ.

 

- Γεια σας, και καλή τύχη


- Γκουντ λακ.
Τους φώναξε κι ο πατέρας σου.


Ο Άγγλος τότε οδηγός γκάζωσε άλλαξε αστραπιαία τρεις ταχύτητες και το τζιπ έφυγε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, έστριψε τσιρίζοντας στα Καψαλέκια προς την Κυπαρισσία και χάθηκε από μας!


Η τραγωδία με την Εγγλέζικη επέμβαση μεγάλωνε μέρα με την ημέρα. Όπλισαν οι Βρετανοί και τους συνεργάτες των φασιστοναζιστών όλους, κι αυτοί πιο ελεύθεροι πιο ανεξάρτητοι, απ’ ότι με τους Ιταλογερμα-νοβούλγαρους έκαναν ότι ήθελαν! Νόμος δεν τους έπιανε! Όποιον ήθελαν σκότωναν, όποιον ήθελαν βασάνιζαν, ακρωτηρίαζαν, στέλνανε φυλακές και εξορίες! Καταγγέλθηκαν και περιπτώσεις αθώων θανάτων με φόνους, μόνο και μόνο γιατί είχανε συμφέροντα κληρονομικά και άλλα! Θάνατοι βίαιοι για να ληστέψουν! Ακόμα και φόνους γιατί πληρώθηκαν, εκτελώντας συμβόλαια θανάτου! Χειρότερα από Γκάνκστερς και ληστές δεν άφηναν τίποτα όρθιο! Σε σκότωναν για να σου πάρουν τα πρόβατα που έβοσκες και να τα πουλήσουν. Σε δολοφονούσαν για να λεηλατήσουν το εργοστάσιο σαπουνοποιείας ή ελαιουργίας που είχες και ν’ αρπάξουν το λάδι να το πουλήσουν κ.λπ., κ.λπ. Αν οι αρχές τολμούσαν να τους ρωτήσουν γιατί το έκαναν αυτό ή το άλλο, ή απάντηση ήταν μία:


- Ήτανε κομμουνιστής!!!


Και ας μην είχε ανακατευτεί σε τίποτα τι θύμα τους ή ήτανε και δεξιός και «Μεταξικός» και Τετραυγουστιανός ακόμα!


Το «ήτανε κομμουνιστής» ήτανε πάντοτε η δικαιολογία τους, για τα εγκλήματα τους, τις ληστείες τους, τους φόνους τους, τους ξυλοδαρμούς τους μέχρι θανάτου!


Πριν την συμφωνία της Βάρκιζας είχανε ένα σταμάτημα. Γιατί φοβόντουσαν ακόμα το οπλισμένο ΕΛΑΣ. Μετά από ‘κει κι έπειτα, με τον αφοπλισμό των ανταρτών, δεν άκουγαν κανέναν! Ήτανε κράτος εν κράτει! Φτάσανε ακόμα να σκοτώσουν χωροφύλακες, γιατί δεν τους άφησαν να μπούνε στις φυλακές και να σκοτώσουν όλους τους κρατούμενους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, όπως και έκαναν! Σκοτώνονταν ακόμα και μεταξύ τους γιατί τα χαλούσανε στην μοιρασιά ή για ότι άλλο!! Λογαριασμό δεν έδιναν σε κανένα. Ενεργούσαν δήθεν εν’ ονόματι του «Βασιλέως της Ελλάδος» κι ας τον έβριζαν τον βασιλιά τους, ακόμα και στα τραγούδια τους. Αν τους ρωτούσες όμως ήτανε όχι μόνο βασιλικοί αλλά «βασιλικότεροι του βασιλέως».


Έτσι και εμένα μετά την Βάρκιζα με έπιασαν για αντιστασιακό κομουνιστή! Κι ας μην είχα ιδέα περί κομουνισμού και δεν υπήρξα ποτέ μέλος του ΕΑΜ ΕΛΛΑΣ – ΕΠΟΝ κ.λπ. το μόνο που είχα κάνει είχα βοηθήσει από μόνος μου τους πέντε (5) Βρετανούς στρατιώτες, όπως ξέρετε! Μου έδωσαν ένα γερό ξύλο με φυλάκισαν, με βασάνισαν για ν’ αποκαλύψω τι ήμουν και με ποιους ήμουν και στο τέλος με στείλανε εξορία στη… Μακρόνησο! Για να γίνω θέλω δε θέλω κι εγώ κομμουνιστής, γιατί έτσι το ήθελαν, κι έτσι τους συνέφερε αυτούς! Αυτά έκανε το παρακράτος-κράτος ή το κράτος-παρακράτος τότε!! Οι δικοί μου οι γονείς μου η αρραβωνιαστικιά μου, με την οικογένειά της, όλοι μαζί τρέχανε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ σε βουλευτές της περιοχής σε παράγοντες σε κρατικούς – παρακρατικούς! Αυτοί τους έλεγαν με θράσος:


- Πώς δεν ήταν αντιστασιακός στη κατοχή, αφού τροφοδότησε και φυγάδευσε… Βρετανούς!!! Τους λέγανε έτσι γιατί ενεργούσανε ακόμα, ασύδοτα, σαν παρατρεχάμενοι των ναζιδοφασιστών. Μ’ αυτή τη σκέψη! Μ’ αυτή την νοοτροπία!


Οι δικοί μου φτάσανε μέχρι την Αγγλική Πρεσβεία! Τους δείξανε το Αγγλικό παράσημο μου. Τους δείξανε την Αγγλική Περγαμηνή μου! Οι Εγγλέζοι, άνοιξαν τους φακέλους τους, ρώτησαν από δω, ρώτησαν από ‘κει. Στο τέλος μετά δύο τρεις μέρες απάντησαν στους δικούς μου:


- Αφού δεν είναι κομμουνιστής, γιατί δεν υπογράφει δήλωση ότι το ΚΚΕ, ο ΕΛΛΑΣ οι ΕΠΟΝ το ΕΛΑΝ και όλες οι παραφιάδες του είναι… προδοτικά. ΕΑΜΟ-Βουλγαρικά, πρόστυχα και βδελυρά;
Τότε και οι δικοί μου δεν άντεξαν και λένε στους Εγγλέζους:


- Δεν υπογράφει γιατί όλα αυτά είναι τερατώδη ψέματα! Προδότες βδελυροί είναι οι πρώην συνεργάτες των φασιστοναζιστών, που χρησιμοποιείται τώρα εσείς για να σκοτώνουν και να βασανίζουν ανείπωτα τον Ελληνικό Λαό. Για να στεριώσετε έτσι την παράνομη την εξουσία σας και τα συμφέροντά σας!! Με παράνομους επιδιώκετε την παρανομία σας αυτή!!


Και σηκώθηκαν κι έφυγαν κι από ‘κει, μπροστά στους εμβρόντητους Βρετανούς, ψυχραιμότατους κατά τ’ άλλα!


Τον γόρδιο-δεσμό του κυνηγιού αυτού της ζωής μου, τον έλυσε ο ξάδελφός μου ο τώρα Ριμινίτης! Αυτός που ήρθε με τ’ Αγγλικό υποβρύχιο και εγώ δεν τον άκουσα να τον ακολουθήσω! Τώρα ήτανε αξιωματικός με τρία αστέρια παρακαλώ! Έτρεξε από ‘δω έτρεξε από ‘κει μόλις έμαθε το πάθημά μου, εγγυήθηκε για μένα, με τον βαθμό του και την ζωή του! Κι έτσι μια μέρα μου έδωσαν «Απολυτήριο» απ’ την Μακρόνησο. Το «Απολυτήριο» δεν ήτανε κανονικό «απολυτήριο» παρά… «φύλο πορείας» που σημαίνει πως… «Πρόσεξε όποτε θέλουμε σου οδηγούμε την «πορεία σου πάλι για την Μακρόνησο!!»


Το φύλο πορείας αυτό είχε πάνω του και την φωτογραφία μου σφραγισμένη, και πάνω-πάνω έγραφε με κεφαλαία μεγάλα γράμματα: «ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΟ ΤΑΓΜΑ ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΥ». Μου είπανε πως αυτό το φύλλο πορείας θα είναι η… ταυτότητά μου, μέχρι να πάω στο «οικείο Αστυνομικό Τμήμα» των Φιλιατρών να εκδώσω κανονική ταυτότητα! Έτσι ένα απογευματάκι, προς το βασίλεμα, μπήκα σ’ ένα καϊκάκι που είχε φέρει τα… σκουλικιασμένα σάπια τρόφιμα και το βρώμιο πόσιμο νερό για τους κρατούμενους της Μακρονήσου και πέρασα απέναντι στο Λαύριο! Πρόσφατα με είχανε επισκεφθεί οι δικοί μου- τους το είχανε επιτρέψει, επειδή θα απολυόμουνα- για να μου δώσουνε κουράγιο και με είχανε χαρτζιλικώσει. Έτσι σαν βγήκα στο Λαύριο, ελεύθερος πια, μπήκα στη καλύτερη ταβέρνα που βρήκα και παράγγειλα… ανθρώπινο φαγητό, που είχα να το γευτώ… χρόνια! Γιατί χρόνια μου φαίνονταν οι μήνες της κρατήσεως μου στο νησί αυτό του Μαρτυρίου και του Θανάτου! Πάνω που έτρωγα τον… μουσακά μου, έρχεται ένας χωροφύλακας στη ταβέρνα. Μου χτυπάει σιγά το δεξί μου χέρι, να τον προσέξω, και μου λέει σιγανά:


- Από απέναντι την Μακρόνησο ήρθες;


- Ναι! Του απαντάω… μπουκωμένος.
- Μόλις τελειώσεις το φαγητό σου θα σε περιμένω έξω!!


Έξω που πήγα, με μιας, ο χωροφύλακας εκείνος, μου περνά χειροπέδες και με κλείνει στο κρατητήριο της χωροφυλακής του Λαυρίου! Μάταια του έλεγα εγώ, ότι είμαι απολυμένος απ’ την Μακρόνησο και του έδειχνα και για ταυτότητα το φύλλο πορείας μου, του Σωφρονιστικού Τάγματος Μακρονήσου! Στο τέλος για να με καλμάρει μου λέει – και μου ‘πε αλήθεια!


Κάτσε εδώ! Είσαι ποιο ασφαλισμένος έτσι, για να περάσεις το βράδυ σου! Αν σε δουν οι παρακρατικοί έξω, σε ρωτήσουν και τους δείξεις το φύλο πορείας σου αυτό, θα σε… σκοτώσουν αμέσως γιατί είσαι…

Μακρονησιώτης! Εγώ δεν ξέρω τίποτα για το πώς ήλθες από «εκεί». Θα το ξεδιαλύνει αύριο που θα έλθει ο Διοικητής μου!


Στο τέλος γίναμε… «φίλοι» με τον χωροφύλακα αυτόν! Μου πήρε κι ένα κουτί τσιγάρα απ’ το περίπτερο, απέναντι να καπνίσω αφού του έδωσα διπλό… χαρτζιλίκι της αξίας των τσιγάρων μου!


Την άλλη μέρα τελικά ο Διοικητής της χωροφυλακής ήρθε. Τηλεφώνησε απέναντι στο… κολασιστονήσι, βεβαιώθηκε με το φύλο πορείας μου, ότι ήμουνα εγώ, και μ’ άφησε… ελεύθερο! Πριν να φύγω ο «φίλος» μου ο χωροφύλακας μου έδωσε μια συμβουλή.


- Πρόσεξε αν σου ζητήσουν ταυτότητα οι παρακρατικοί, καλύτερα να μην τους την δείξεις και βεβαιωθούν ότι είσαι Μακρονησιώτης με φύλλο πορείας! Σαν φτάσεις στη πατρίδα σου, το πρώτο που θα κάνεις είναι να βγάλεις Αστυνομική Ταυτότητα – αν στην βγάλουν και ‘κει-!


Λεωφορεία, δεν υπήρχανε ακόμα για να πηγαίνουμε στα Φιλιατρά! Ή έπρεπε να πας με το τραίνο μέχρι την Κυπαρισσία, κι από ‘κει στα Φιλιατρά μ’ ότι βρεθεί ή να βρεις φορτηγό αυτοκίνητο, και να ταξιδέψεις μαζί με τα μεταφερόμενα καλάθια, κοφίνια, ντενεκέδες του πετρελαίου, του λαδιού κ.λπ. σαν εμπόρευμα και ‘συ, καθισμένος πάνω στα… εμπορεύματα ή σε ξύλινους πάγκους ή σε ψάθινες καρέκλες που είχε στα κενά των πραγμάτων – αν είχε κενά – η καρότσα του φορτηγού! Ευτυχώς που υπήρχανε δύο προπολεμικά «φορτάκια» ταξί Δημοσίας Χρήσης με πάνινη, χιλιομπαλωμένη σκεπή και πηγαινοερχόταν Φιλιατρά – Αθήνα – Φιλιατρά με ναύλο όχι και τόσο ακριβό! Διπλάσιο πάντως του τραίνου και του φορτηγού! Βρήκα μια θέση σ’ ένα τέτοιο «φορτάκι» και ξεκινήσαμε. Ο δρόμος ήτανε χάλια, αλλού λακούβες, αλλού χωματόδρομος! Ευθεία ασφαλτοστρωμένη καλά βρίσκαμε μόνο Αθήνα – Κόρινθο – Χιλιομόδι και γύρω απ’ την Τρίπολη. Σαν ανεβαίναμε τις στροφές, σε μια μεγάλη ευθεία μετά τον Αχλαδόκαμπο. Σταματήσαμε! Σταματημένα ήτανε εκεί εκατοντάδες αυτοκίνητα. Φορτηγά – φορτοταξί – ταξί Δημοσίας Χρήσης – μοτοσυκλέτες κ.λπ. Ρωτάμε τους μπροστινούς μας σταματημένους:


- Τι γίνεται εδώ παιδιά;


- Γίνεται «μπλόκο» για έλεγχο από Χίτες! Έτσι μας είπανε και μας οι μπροστινοί μας!
Είδαμε και τους πλαγιοφύλακες παρακρατικούς δεξιά και αριστερά απ’ τον δρόμο, σε κάποια απόσταση με τ’ αυτόματα και με το χέρι στη σκανδάλη. Που και που ακούγονταν άγριες φωνές ουρλιαχτά και ριπές αυτόματου όπλου.


- Κάνανε έλεγχο ταυτοτήτων. Όποιος δεν έχει ταυτότητα ή όποιος δεν τους αρέσει, τον σκοτώνουν επί τόπου, μας είπαν πάλι από τα μπροστινά αυτοκίνητα για να μας… λυθεί η απορία!


Τότε ακούστηκε μία αγριοφωνάρα ενός υπεύθυνου πλαγιοφύλακα από δεξιά μας:
- Όλοι στ’ αυτοκίνητα μέσαααα. Όποιος κατεβαίνει απ’ τ’ αυτοκίνητο θα… πυροβολείται!!!


«Πω πω τι έπαθα σκέφτηκα, και θυμήθηκα την συμβουλή του «φίλου» μου χωροφύλακα του Λαυρίου! Αν δείξω το φύλλο πορείας της Μακρονήσου θα με σκοτώσουν σαν… Μακρονισιώτη επί τόπου! Αν πάλι τους πω, πως δεν έχω ταυτότητα, θα θεωρηθώ παράνομος καταδιωκόμενος κομμουνιστής και πάλι θα με σκοτώσουν επί τόπου! Οι αγριοφωνάρες τα ουρλιαχτά κι οι ριπές των αυτομάτων κοντοζυγώνουν! Βλέπω ένα μπουλούκι παρακρατικούς στα 70-100 μέτρα να ζητά τις ταυτότητες των μπροστινών επιβατών! Πριν τα χάσω και με λούσει κρύος ιδρώτας μου ‘ρχεται μία επικίνδυνη μα φωτεινή καταπληκτική ιδέα! Χωρίς να σκεφτώ, βγάζω το κεφάλι μου και τα χέρια μου έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου μας και… φωνάζω όσο ποιο δυνατά, επιβλητικά και καθαρά μπορούσα:


- Εν ονόματι του βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου του Δευτέρου! Αφήστε μας να περάσουμε! Έχουμε σπουδαία αποστολή! Γιατί μας καθυστερείτε; Είναι Εθνική Ανάγκη!!


Οι παρακρατικοί με τις φωνές μου αυτές, σταμάτησαν τον έλεγχο! Γύρισαν όλοι τα κεφάλια τους και με κοίταξαν με απορία. Και το θαύμα έγινε! Άρχισαν να φωνάζουν:
- Στην πάντα να περάσει τ’ αυτοκίνητο εκείνο, είναι Εθνική Ανάγκη.


- Στην πάντα.
- Στην πάντα.
- Στην πάντα.


- Βασιλική Εθνική Ανάγκη!


Τ’ άλλα αυτοκίνητα μπροστά μας μανουβράρισαν και έκαναν χώρο να περάσουμε! Οι παρακρατικοί μπροστά μας όλοι μαζί, μας έκαναν νοήματα και με τα δύο τους χέρια να περάσουμε… γρήγορα, και να φύγουμε… Ο οδηγός μας έβαλε μπρος, γκάζωσε κι έφυγε στο διάδρομο που μας άνοιξαν τ’ άλλα αυτοκίνητα! Περνώντας μάλιστα απ’ την ομάδα των παρακρατικών που έκαναν έλεγχο ο επικεφαλής τους μας φώναξε:
- Δεν φωνάζατε νωρίτερα να σας αφήσουμε!


Κι εγώ θρασύτατα κι αγέρωχα απάντησα:


- Η αποστολή μας είναι μυστική! Καθυστερούσατε! Νομίζαμε θα ξεμπερδεύατε νωρίτερα!
Σαν ξεφύγαμε απ’ το μπλόκο εκείνο, είδαμε δεκάδες σκοτωμένους, στις γράνες δεξιά κι αριστερά! Τους σκότωναν με μία ριπή, κι έπειτα με μία κλωτσιά, τους πετούσαν δεξιά κι αριστερά στο χαντάκι!!! Μετά ένα δύο χιλιόμετρα δρόμο με ρώτα ο Φιλιατρινός οδηγός μας:


- Στ’ αλήθεια, είχες μυστική εθνική αποστολή εν ονόματι του βασιλέως απ’ την Μακρόνησο; Γιατί δεν μου το ‘πες;


Εγώ έσκασα στα γέλια τότε, και τ’ απαντώ:


- Όχι βέβαια. Έχω φύλο πορείας από την Μακρόνησο. Αν το έδειχνα θα με σκότωναν επί τόπου σαν αδειούχο… Μακρονησιώτη! Σκάσαμε στα γέλια όλοι μας, μαζί:


- Δίκιο έχεις! Θα ‘χαμε μπλεξίματα και ‘μεις που σε πήραμε, κι είμαστε μαζί σου!


- Καλά το σκέφτηκες! Μπράβο σου!


Φανταστείτε τώρα μετά εκείνο το «Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων» που φώναξα να ζητούσανε εξηγήσεις, και να μου έβρισκαν το χαρτί της Μακρονήσου επάνω μου, το τι θα γινότανε!!


Ο οδηγός βέβαια από «αυτούς», το κράτος-παρακράτος έπαιρνε την άδεια να κυκλοφορεί! Όπως όλα τ’ αυτοκινούμενα οχήματα και τα… κάρα ακόμα τότε! Αλλά δεν τον συνέφερε να με προδώσει! Θα έμπλεκε τότε κι αυτός! Πως με πήρε για επιβάτη, αφού με ήξερε, σαν συντοπίτη του, για… Μακρονισιώτη! Βοήθησαν βέβαια και τα ρούχα που μου φέρανε οι δικοί μου στο κολαστήρι της Μακρονήσου την τελευταία φορά. Ήτανε φορεσιές α- λα… παρακρατικού, που ήτανε της… μόδας τότε! Βοήθησε και το μουστάκι μου, που το είχα κόψει «Αλά Χίτλερ», πριν φύγω από «’κει»! «Για παν ενδεχόμενο»!


Φτάσαμε επιτέλους στα Φιλιατρά! Με την παλιά επέμβαση του πατέρα σου που είχε γίνει θεσμός πια, πήραμε όλοι οι… αριστεροί γνήσιες ταυτότητες με σφραγίδα κρατική στη… φωτογραφία μας! Γιατί σαν πρώην… Μακρονισιώτης και ‘γω λογαριαζόμουνα πια για αριστερός ΕΑΜΙΤΗΣ! Θέλοντας και μη έγινα… όψιμος ΕΑΜΙΤΗΣ, όταν το ΕΑΜ είχε… καταργηθεί ήτανε παράνομο, και καταδιωκόμενο! Η μόνη προστασία μου πια ήτανε όχι τ’ αγγλικό παράσημο ή η Βρετανική Περγαμηνή, αλλά η αιγίδα, κι η προστασία των ενωμένων προλεταρίων όλης της γης και των μελών του συλλόγου του παράνομου ΕΑΜ! Αυτό δεν με φύλαξε βέβαια από τις μετέπειτα διώξεις των πρώην ΕΑΜΙΤΩΝ. Μέχρι κι επί δικτατορίας της 21η Απρίλη 1967, δεν μ’ άφησαν ήσυχο! Και θα με πήγαιναν εξορία και πάλι, αν δεν ξαναεπενέβαινε δυναμικά ο ξάδελφος μου ο Ριμινίτης, Στρατηγός τότε πια!


Το κυνήγι στα… πέριξ όρη, βουνά, το συνέχισα όμως! Ή όπως επί «κατοχής» τότε, επί δικτατορίας μετέπειτα, που ξαναμάζεψαν τα κυνηγητικά όπλα είτε νόμιμα με άδεια κυνηγιού, στις «Αστικοδημοκρατικές» περιόδους της πατρίδας μας!


Κυνηγώντας εκεί μόνος σκεφτόμουνα κι έλεγα στον… εαυτό μου: «Πέρασα και περνώ… κυνηγώντας τη… ζωή μου»! Έτσι φιλοσοφούσα! Κι έτσι φιλοσοφώ ακόμα!


Αυτά μου είπε πριν από χρόνια ένας Φιλιατρινός αγωνιστής, για μένα, που ζω στον Βύρωνα Αττικής, σαν με ρώτησε τίνος παιδί είμαι! Βγάζαμε απ’ τις ελιές μας στο ίδιο λιοτρίβι του Κώστα του Καφίρα λάδι ‘κείνο το βράδυ και μέχρι να ‘ρθει η σειρά μας, κάποια ιστορία απ’ την ζωή μας έπρεπε να πούμε, έτσι για να περάσει η… ώρα.


Το νορβηγικό δίκαννο κυνηγητικό όπλο του παππού μου, του Κανέλλου Τσετσενέκου, που έφερε απ’ την Αμερική το 1923 το έχω σαν κειμήλιο ακόμα!


Μερολίθι 26 Τριγυτή 2012

 

 

Τίτος Κοκκινέας

Συγγραφέας

Μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών

Διαβάστηκε 498 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr μετά από δέκα χρόνια συνεχούς λειτουργίας είναι ένα site που βοηθάει, ενημερώνει, ψυχαγωγεί και συναρπάζει τους αναγνώστες του παγκοσμίως.

Διαβάστε περισσότερα