ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Δευτέρα, 10 Φεβρουαρίου 2025 - 8:51:40π.μ.
28
Μαρτίου

ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ «ΕΙΣ ΣΕ ΑΝΑΤΙΘΗΜΙ. ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ»

Κατηγορία Πεζογραφία

Η θρησκευτική ποίηση είναι κατεξοχήν βιωματική, δηλαδή, ο ποιητής εκφράζει τα θρησκευτικά του βιώματα, τα οποία προβάλλει και καταθέτει για να εξομολογηθεί την πίστη του, να παρακινήσει και άλλους να τον μιμηθούν.

eis-se-ti-anamthimiΕίναι βιωματική έκφραση – ύμνος προς τον Αγαπημένο Δημιουργό του ανθρώπου που απλώνει το χέρι του, κάτι που γίνεται αντιληπτό όταν υπάρχουν ιδιαίτερες συνθήκες στη ζωή του και δημιουργείται έτσι το κατάλληλο πλαίσιο όταν Δημιουργός και Δημιούργημα επικοινωνούν.


ΕΙΣ ΣΕ ΑΝΑΤΙΘΗΜΙ: ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΠΟΙΗΣΗΣ


Ως βιβλίο: λιτό, όπως αρμόζει σε ποιήματα που ανήκουν στη θρησκευτική ποίηση. Η συλλογή περιλαμβάνει έργα δέκα ποιητών, όλα αφιερωμένα στην πίστη στο Θεό. Ο τίτλος προέρχεται από την προσευχή – επίκληση προς την Παναγία: «την πάσαν ελπίδα μου εις Σε ανατίθημι, Μήτηρ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην Σου».

 

 

1. Φώτιος Πάνος : Απλά χαρείτε ( σελίδα 37)


Το ποίημα αποτελούν 27 ανισοσύλλαβοι στίχοι χωρίς μέτρο και συγκεκριμένο αριθμό συλλαβών. Οι στίχοι 8 , 13, 15, 17, 19, 21, 23, 25, αποτελούνται από μία μόνο λέξη, με τον τρόπο αυτό το νόημά τους απομονώνεται και τονίζεται. Δε χωρίζονται σε στροφές. Ο ποιητικός λόγος αγγίζει τον πεζό, το θρησκευτικό συναίσθημα είναι διάχυτο. Η στιγμή μαγευτική, τοποθετείται στο εσωτερικό μιας εκκλησίας, ενώ ως εσωτερικός χώρος νοείται και ψυχή του ποιητή (και του κάθε αναγνώστη που βιώνει το ίδιο συναίσθημα), ο οποίος χρησιμοποιεί τις οπτικές εικόνες για να εξωτερικεύσει το θρησκευτικό του βίωμα και την πνευματική του ανάταση.


Στίχοι 1- 5: ο «τρούλος των αγγέλων» παραπέμπει στο εσωτερικό ενός ναού, η έκφραση όμως είναι μεταφορική. Η συμμετοχή, η μέθεξη, επιτυγχάνεται αν επικοινωνήσουμε με τον πνευματικό κόσμο που αντιπροσωπεύουν οι άγγελοι , αυτό όμως γίνεται με την υπέρβαση του υλικού κόσμου, υπεύθυνου για την απώλεια της κιβωτού = της επικοινωνίας με τον ίδιο το Θεό.


Στη συνέχεια γίνεται λόγος για το Ιερό Μυστήριο της Μετάληψης, την αλήθεια της πίστης , κάτι που διαρκεί δύο χιλιάδες χρόνια.


Στίχοι 6-10: ο πάπυρος δίπλα στην άγια τράπεζα παραπέμπει στις ιερές γραφές. Ο μοναχός συμβολίζει το χαρακτηριστικό του χριστιανισμού, το μοναχισμό, αποθέωση της αυταπάρνησης.


Ο 8ος στίχος αποτελείται μόνο από τη λέξη «ίσως». Έτσι, τονίζεται η υπόθεση που διατυπώνεται στη συνέχεια: ο ύπνος νοείται ως φυσική κατάσταση αλλά και ως πνευματική: περιγράφεται η εικόνα ανθρώπου που αγρυπνεί διώχνοντας τα όνειρα, δίπλα σε φωτιά. Ως πνευματική κατάσταση, η πνευματική επαγρύπνηση, η εγρήγορση, είναι επιταγή της χριστιανικής θρησκείας.


Στίχοι 11-14: το «ίσως» εισάγει και τον 11ο στίχο, η υπόθεση τώρα μεταφέρεται στην κενότητα της εποχής μας που χαρακτηρίζεται από κούφια μόρφωση, χωρίς περιεχόμενο αυτή συμβολίζουν οι λέξεις που «δεν ανταποκρίνονται». Η λέξη «ασυλλόγιστα» στο 13ο στίχο τονίζει την ελαφρότητα με την οποία η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει τα μεγάλα ζητήματα.


Στίχοι 15-20: η προσοχή του ποιητή μεταφέρεται στην καθημερινότητα, στην ανθρώπινη ύπαρξη, στην ταλαιπωρία που προκύπτει από την ανευθυνότητα η οποία επισύρει την τιμωρία της εποχής: οι πράξεις των ανθρώπων δε μένουν χωρίς αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά, το μήνυμα του ποιήματος διαγράφεται χαρμόσυνο καθώς γίνεται λόγος για ημέρωμα των ηθών και για συγγνώμες.


Στίχοι 20 – 26: με την αντίθεση «αργά ή γρήγορα» δηλώνεται το αναπόφευκτο. Οι λέξεις «γέννηση» και «ανάσταση» μπορεί να κρύβουν πολλαπλά νοήματα: ίσως αναφέρονται στη γέννηση και την ανάσταση του Κυρίου, τη γέννηση και την ανάσταση του ανθρώπινου γένους (Δευτέρα παρουσία), ίσως, απλώς, να μιλούν για τη επικράτηση της πίστης, εφόσον το κήρυγμά της έχει διαδοθεί («ο ποίημα . . . έχει ακουστεί»). Στο στίχο 22 τα ρήματα «θα λάμψει» και «θα αρκεστούμε» δηλώνουν βεβαιότητα για ό, τι θα συμβεί, ενώ ο στίχος «το πρόσωπό μας θα λάμψει» κάνει λόγο για μεγάλη χαρά που θα αγγίξει την ψυχή.


Ο καταληκτικός στίχος «απλά χαρείτε» ηχεί ολιγόλογος αλλά άκρως χαρμόσυνος και αισιόδοξος. Πρόκειται για την προτροπή του ποιητή προς όλους τους αναγνώστες και όχι μόνο: προς όλους τους ανθρώπους. Η χαρά θα προκύψει από το περιεχόμενο των προηγούμενων στίχων.

 

 

2. Κατερίνα Παπά : Άτιτλο (σελίδα 42)


Το ποίημα έχει ημερομηνία 14-01-2014, άρα είναι πρόσφατο και άκρως βιωματικό. Έχει χαρακτήρα και περιεχόμενο εξομολογητικό. Αποτελείται από δεκαεπτά στίχους, ανισοσύλλαβους, που δε χωρίζονται σε στροφές. Η δημιουργός δεν τιτλοφορεί το ποίημα, ο αναγνώστης μπορεί, αν θέλει, να το ονομάσει, να επινοήσει έναν τίτλο, ανάλογα με την απήχηση που θα έχει στην ψυχή του.


Στίχοι 1-3: το αρχικό «κι» δηλώνει επανάληψη, κάτι που γίνεται επανειλημμένα μέσα στο χρόνο: «στιγμές». Με τη φράση «που χάνομαι» η ποιήτρια δηλώνει την ολοκληρωτική της απορρόφηση, αποκοπή από την πραγματικότητα που την περιβάλλει. Στο 2ο στίχο εξηγεί το λόγο: είναι οι «τόσες θύμησες», οι πολλές αναμνήσεις που την αποσπούν, την απορροφούν. Τα χρώματα του 3ου στίχου φανερώνουν την ποικιλία των αναμνήσεων και, συνεπώς, των συναισθημάτων που αυτές δημιουργούν. Είναι κόκκινες, ροζ= χαρούμενες, ανάμικτες, αισιόδοξες, αλλά και γκρίζες, σκοτεινές, απαισιόδοξες. Με έκφραση ελλειπτική και συμβολική γίνεται αναφορά σε εναλλαγές συναισθημάτων, ανάμεσα στην αίσθηση αισιοδοξίας, πίκρας, απογοήτευσης, πόνου, μοναξιάς.


Στίχοι 4-8: το συναίσθημα της μοναξιάς κατονομάζεται ιδιαίτερα στον 5ο στίχο, τότε που οι αναμνήσεις κάνουν πιο ταιριαστή την παρουσία τους: ανθρώπινη κατάσταση γνωστή και στον κάθε αναγνώστη: πόσες φορές, σε ώρες μοναξιάς δε βρίσκουν πρόσφορο έδαφος οι αναμνήσεις, τα συναισθήματα που προκαλούν; Με τη λέξη «εκείνες» στην αρχή του 4ου στίχου, η ποιήτρια αναφέρεται στις θύμησες, όμως δε διευκρινίζει ποιες από όλες θεωρεί ταιριαστές στη μοναξιά της, τις αισιόδοξες, τις απαισιόδοξες, όλες;


Με το «μοναξιά μου» στον 5ο στίχο, το ποίημα παίρνει τόνο εξομολογητικό, όπως προαναφέρθηκε. Στη συνέχεια, 6ος στίχος, η ποιήτρια ομολογεί πως κανένας δεν κατανοεί αυτό το συναίσθημα – στίχος 7 - κανένας δεν υποψιάζεται τη σκληρότητά του. Με την οπτική εικόνα του 8ου στίχου τονίζεται η οξύτητα του πόνου που προκαλεί η μοναξιά, το «μισοτραβηγμένο βέλος» όμως υπονοεί ότι ο πόνος είναι πολύ πιο έντονος, πως δεν βιώθηκε σε όλη του την ένταση, ή πως πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο πιο μεγάλου, πιο έντονου πόνου.


Στίχοι 9- 13: συνεχίζοντας την εξομολόγησή της και σε προσωπικό τόνο, η ποιήτρια ομολογεί πως προσπάθησε να κατανικήσει τη μοναξιά της αλλά μάταια. Πρόσφερε δεκτικό τον εαυτό της στον ερχομό της αγάπης (στίχοι 9-11). Να εννοήσουμε ερωτικής αγάπης; Τη δεκτικότητα και την προσμονή δηλώνουν οι λέξεις «τον ανθισμένο κόρφο μου». Στο στίχο 11 η αγάπη προσωποποιείται, ενώ έχουμε και άλλη μια οπτική, τρυφερή εικόνα, της αγάπης που γέρνει στον κόρφο της ποιήτριας.


Στη συνέχεια, ακολουθεί άλλη μια ομολογία: ούτε και η προσφορά αγάπης από την πλευρά της δημιουργού της απάλυνε το συναίσθημα της μοναξιάς.


Στίχοι 14-15 : την απογοήτευση από την έλλειψη κατανόησης από την πλευρά των άλλων, την απόλυτη μοναξιά, δηλώνει το «κανένας» στην αρχή του 14ου στίχου, ενώ το «δεν μπορεί» τονίζει την αδυναμία κατανόησης άρα και παρηγοριάς.


Στον 16ο και 17ο στίχο η ποιήτρια διαπιστώνει και ταυτόχρονα διατυπώνει το μήνυμα του ποιήματος: «μονάχα ο Θεός και ο πληγωμένος». Αλήθεια, ποιος άλλος μπορεί να καταλάβει καλύτερα την αγωνία της, και την αγωνία του ανθρώπου; Μόνο ο Θεός που βαδίζει δίπλα μας. Όμως, υπάρχει και μια δεύτερη πηγή κατανόησης: ο πληγωμένος, αυτός που βασανίστηκε και πόνεσε σωματικά και ψυχικά. Έτσι, χτίζεται μια γέφυρα, ανοίγει ένα κανάλι επικοινωνίας ανάμεσα στην ποιήτρια, το Θεό και όσους πόνεσαν από εδώ θα προκύψει η ανακούφιση και η λύτρωση.

 

 

3. Βασιλική Παππά: Untitled (Άτιτλο), σελίδα 50


Άλλο ένα άτιτλο ποίημα της συλλογής. Το αποτελούν εννέα ανισοσύλλαβοι στίχοι, χωρίς μέτρο. Φέρει ημερομηνία 10-01-2013 και τόπο γραφής την Πλαταριά Θεσπρωτίας. Έχει και αυτό τόνο απολογητικό, εξομολογητικό, καθώς είναι γραμμένο σε α’ πρόσωπο.


Ο πρώτος στίχος εκφράζει άρνηση: «δε θέλω να κάνω τίποτα». Δηλώνεται διάθεση παραίτησης, η ποιήτρια δεν εξηγεί το λόγο όμως. Στο δεύτερο στίχο υπάρχει η λέξη «αμφισβήτηση». Τι αμφισβητεί η ποιήτρια; Κάτι αναζητά, γι’ αυτό και αμφισβητεί, η αίσθηση της αναζήτησης είναι έντονη.


Στη συνέχεια, 2ος ως 5ο στίχο, δηλώνονται η εξουθενωτική άρνηση, το ψυχικό κενό, η πνευματική εξάντληση που προέρχονται από την αμφισβήτηση.


Ο 6ος στίχος αναιρεί το προηγούμενο κλίμα απαισιοδοξίας γιατί μιλά για το ξεπέρασμα των αρνητικών συναισθημάτων που είχαν κυριέψει την ποιήτρια, βρίσκει τη δύναμη να αντιδράσει : «και ξεκινώ από την αρχή» (7ος στίχος). Αν το ερώτημα που είχε τεθεί είναι το αν υπάρχουν όρια στην ανθρώπινη αναζήτηση, τώρα με τον καταληκτικό στίχο, δίνεται η απάντηση: υπάρχουν, βρίσκονται στον ουρανό. Η υπέρβαση όμως των ανθρώπινων ορίων και η τοποθέτησή τους στον ουρανό, στην πνευματική διάσταση, βοηθά στην ανύψωση, την πνευματική και ψυχική ανάταση. Αυτό ήταν το ζητούμενο από την αρχή του ποιήματος, εδώ καταλήγει η ποιήτρια, ταυτόχρονα, αυτό είναι και το μήνυμα του ποιήματος.

 

 

4. Νικόλαος Παππάς : Θερμοφόρες, (σελίδα 56)


Πρόκειται για μικρό, ολιγόστιχο ποίημα (δεκατέσσερις στίχοι). Ο τίτλος «Θερμοφόρες» προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη: πρόκειται για αντικείμενο καθημερινής χρήσης, καταλαβαίνουμε όμως ότι ο ποιητής το χρησιμοποιεί συμβολικά, πως θα μιλήσει για κάτι σημαντικό.


Στον πρώτο στίχο υπάρχει προτροπή που διατυπώνεται με άρνηση: «μη φοβάσαι». Ο ποιητής μιλά σε β΄ πρόσωπο απευθυνόμενος σε έναν υποθετικό ακροατή, άρα και στον καθένα μας. Έτσι, το ποίημα παίρνει τόνο οικειότητας, έχει μορφή συμβουλής που δίνεται κουβεντιαστά, ζεστά και ανθρώπινα. Ακολουθεί μια υπόθεση: «μην τυχόν τα άκρα παγώσουν». Στον τρίτο στίχο δίνεται η απάντηση για την προτροπή αυτή: ο σωματικός πόνος αντιμετωπίζεται.


Στον τέταρτο στίχο ακολουθεί δεύτερη προτροπή, με θετική διατύπωση τώρα. Τα αποσιωπητικά στο τέλος του στίχου σημαίνουν τη διάρκεια της απειλής, του πιθανού κακού που μπορεί να βρει τον αναγνώστη – ακροατή - συνομιλητή του ποιητή.


Από τον 5ο στίχο και εξής ο ποιητής αναφέρεται στο ψυχικό – πνευματικό πόνο. Προτρέπει να δοθεί προσοχή στην καρδιά, στο συναίσθημα, στο πνεύμα, την ψυχή. Με τους στίχους 7 και 8 διατυπώνει δύο υποθέσεις: αν η καρδιά μας πληγωθεί, αν λείψει από αυτήν η πίστη, τότε ο πόνος είναι αγιάτρευτος: «θερμασία γι’ αυτήν δεν υπάρχει». Το να αναζητούμε γιατρειά σε πηγές έξω από την πίστη είναι μάταιο: στίχοι 12 - 14.


Ο ποιητής, με το μικρό αυτό ποίημα, διατυπώνει την άποψη – μήνυμα ότι το βάσανο της ψυχής είναι πολύ μεγαλύτερο από το βάσανο του σώματος. Ποιος μπορεί να μαλακώσει μια πληγωμένη ψυχή, μια πληγωμένη καρδιά που έχει πληγεί; Που δεν κατοικεί εντός της η Θεία Χάρη; Δεν υπάρχει, δυστυχώς, γι’ αυτήν γιατρειά, δεν υπάρχει παρηγοριά.

 

 

5. Σωτήριος Νικολαΐδης: Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος (σελίδα 31)


Πολύστιχο αφηγηματικό και παράλληλα βιωματικό ποίημα. Χωρίζεται σε 14 στροφές – ενότητες που αποτελούνται από άνισο αριθμό στίχων. Η δέκατη (10η) στροφή – ενότητα είναι απόσπασμα από τον «παρακλητικόν κανόνα εις τον Τίμιον Πρόδρομον του Χριστού», (Χαιρετισμοί εις τον Πρόδρομον του Χριστού). Το περιεχόμενο χαρακτηρίζεται από βαθύ συναίσθημα πίστης. Κυριαρχεί η ταύτιση με το μαρτύριο του Αγίου.


Πρώτη ενότητα: με τον πρώτο και δεύτερο, στίχο ο ποιητής εξομολογείται την απόφασή του να μπει στο ερημοκλήσι του Αγίου, πρόκειται για οπτική εικόνα ενός ερημοκλησιού που είναι σκοτεινό, χωρίς αναμμένα καντήλια. Ο σκοπός του: να προσευχηθεί. Το ρήμα «να ψελλίσω» φανερώνει την ταπεινότητα, την ευλάβεια με την οποία προσεγγίζει τον άγιο για να προσευχηθεί. Η υποβλητική ατμόσφαιρα μέσα στο εκκλησάκι δηλώνεται από τη λέξη «σύθαμπο», αυτό όμως που μαγνητίζει και καθηλώνει τον ποιητή είναι το βλέμμα του αγίου: αισθάνεται να τον «καρφώνει ελεγκτικά». Γιατί «ελεγκτικά»; Για ποιο λόγο τον ελέγχει ο άγιος; Η αιτία δεν αναφέρεται. Πάντως, ο ποιητής απευθύνεται στον Πρόδρομο σε β΄ πρόσωπο, κάτι που δείχνει σεβασμό αλλά και οικειότητα. Με τον 5ο στίχο, απευθυνόμενος και πάλι σε β΄ πρόσωπο, ομολογεί ότι παρέμεινε ώρες να κοιτά την εικόνα του αγίου.


Από τον 6ο ως τον 16ο στίχο, ο ποιητής περιγράφει την εικόνα του Ιωάννη, όπως η μορφή του επικράτησε να αγιογραφείται. Αυτό που τραβά την προσοχή του είναι τα «σεπτά χέρια» που κρατούν μέσα σε «πιάτο ακριβό» το κεφάλι. Η ένταση του μαρτυρίου δίνεται από το πορφυρό, άλικο (=βαθύ κόκκινο) χρώμα του αίματος, ενώ η θεόρατη μορφή ετοιμάζεται να μεταβεί στους ουρανούς. Τη μορφή του αγίου πλαισιώνουν τα όρη, σύμβολο της ερημίας και άσκησης μέσα στην οποία έζησε και κήρυξε.


Η αφηγηματικότητα του ποιήματος δηλώνεται από το «και» ή το «κι» που υπάρχει στην αρχή πολλών στίχων, για παράδειγμα στους 2ο, 3ο, 5ο, 9ο, 10ο, αλλά και σε άλλους πολλούς ως το τέλος.


Στη συνέχεια, ενώ σταδιακά επέρχεται η ταύτιση με το μαρτύριο του Προδρόμου, ο ποιητής αφηγείται την ιστορία του αγίου, όπως τη γνωρίζουμε από την Καινή Διαθήκη. Περιληπτικά και με συντομία:


2η ενότητα – στροφή: αφηγείται την ιστορία της σύλληψης του Προδρόμου και της αλαλίας του Ζαχαρία.
3η ενότητα: το περιστατικό με τη συνάντηση της Παναγίας με την Ελισάβετ, όταν ο Ιωάννης, αγέννητος, από την κοιλιά χαιρέτησε τον ερχομό του Χριστού.


4η ενότητα: τη φυγή στην έρημο για να γλυτώσει και αυτός από τον Ηρώδη, την επιστροφή του σ’ αυτήν αργότερα, την ασκητική ζωή του, το κήρυγμά του.


Η 5η ενότητα αρχίζει με την ουσία του κηρύγματος, το «μετανοείτε», συνεχίζεται με την απήχησή του. Παράλληλα, γίνεται λόγος για τους Σαδδουκαίους που μηχανεύονταν την εξόντωσή του.


Στην 6η ενότητα, ο ποιητής αναφέρεται στον έλεγχο που ασκεί στους Σαδδουκαίους ο άγιος, στην προειδοποίηση ότι ο εκλεκτός έρχεται, ότι ο ίδιος δεν είναι ικανός «ούτε να λύσω το λουρί απ’ τ΄ακριβά του πόδια», όπως γνωρίζουμε πως έλεγε.


Η 7η και 8η ενότητα αφηγούνται τον ερχομό του Ιησού στον Ιορδάνη, τη Βάπτιση, το άνοιγμα των ουρανών.
Με την 9η ενότητα μαθαίνουμε, το γνωρίζουμε άλλωστε από την Καινή Διαθήκη, ότι το κήρυγμά του ενόχλησε τον Ηρώδη που διέταξε τη φυλάκιση του αγίου, το κήρυγμα όμως συνεχίστηκε μέσα από τη φυλακή.


Η 10η ενότητα είναι απόσπασμα από τους «Χαιρετισμούς εις τον Πρόδρομον του Χριστού», ο ποιητής το παραθέτει αυτούσιο.


11η, 12η, 13η ενότητες: η διασκέδαση στο παλάτι του Ηρώδη, ο χορός της Σαλώμης, η αποκοπή της κεφαλής, τη ταφή του αγίου από τους μαθητές του, η συνέχιση του κηρύγματος στους ουρανούς, στις ψυχές των ανθρώπων που είχαν ζήσει πριν την εποχή του Χριστού.


Με την 14η και τελευταία ενότητα, ο ποιητής επανέρχεται στο βίωμά του, ανακοινώνει ότι η ιστορία του Προδρόμου τον απορρόφησε όση ώρα στεκόταν μπροστά στην εικόνα του. Όλη αυτή η κατάνυξη τον ανύψωσε σε ένα άλλο επίπεδο συνείδησης. Αισθανόμενος δέος, οδηγήθηκε σε άμεση επικοινωνία με το Θείο, βίωσε βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα που τον οδήγησε στην ταύτιση με το μαρτύριο του αγίου. Ο πόνος του αγίου έγινε βίωμα του προσευχόμενου.

 


6. Θεόδωρος Σαντάς: Ο Άγιος Αθανάσιος» της Χρυσόπετρας (σελίδα 63)


Το ποίημα αποτελούν τριάντα ανισοσύλλαβοι στίχοι, χωρίς μέτρο. Δε χωρίζεται σε στροφές. Ο τίτλος αναφέρεται στην εκκλησία του χωριού Χρυσόπετρα του νομού Κιλκίς. Στο χωριό κατοικούσαν μέχρι πρόσφατα 113 κάτοικοι (απογραφή 2011). Από τη μετανάστευση έχει πληγεί καθοριστικά, όπως και ολόκληρη η ελληνική επαρχία.


Με τον πρώτο στίχο, ο ποιητής προσδιορίζει με ακρίβεια τον τόπο τα υποκοριστικά «πλατεΐτσα» και «εκκλησούλα» δηλώνουν το μέγεθος του χώρου, προκαλούν αισθήματα συμπάθειας για το χωριό και την εκκλησία του.


Με τους 3ο, 4ο, 5ο στίχους ο ποιητής θέτει δύο ρητορικά ερωτήματα: κανείς δε γνωρίζει το μικρό αυτό χωριό, κανείς δε νοιάζεται για τους λιγοστούς κατοίκους του. Προβληματίζεται από το ζήτημα της ερήμωσης της επαρχίας, φαινόμενο που έπληξε και το συγκεκριμένο χωριό. Παράλληλα καταγγέλλει την αδιαφορία όχι μόνο των αρχών ή του επίσημου κράτους: κανείς δε γνωρίζει, κανείς δε νοιάζεται.


Στίχοι 6, 7, 8: ο ποιητής μας μεταφέρει στη σύγχρονη πραγματικότητα μέσα στην οποία «όλα λιγόστεψαν». Με τη λέξη «όλα» δε διευκρινίζει τι εννοεί, υποθέτουμε ότι έχει στο νου του την ταλαιπωρία των ανθρώπων εξαιτίας των προβλημάτων της εποχής, την οικονομική στέρηση πολλών, την έκπτωση που σημειώνεται στις αξίες. Με τη μεταφορική έκφραση των στίχων 7 και 8 εξηγεί πού οφείλεται η κακοδαιμονία της εποχής μας.


Στη συνέχεια, στίχοι 9 και 10, ξαναγυρίζει στο μικρό χωριό και τονίζει άλλη μια φορά την ερήμωσή του αναφέροντας πως η μικρή εκκλησία λειτουργεί μόνο κάθε δύο Κυριακές. Στους στίχους 11 και 12 διατυπώνει δύο υποθέσεις που όμως ισοδυναμούν με αιτιολόγηση «κι αν δεν έχουμε…», «κι αν δεν εκπληρώνει…» ισοδυναμεί με το: «επειδή δεν έχουμε…», «επειδή δεν εκπληρώνει…» κατάσταση που είναι φυσικό επακόλουθο της ερήμωσης του χωριού: επειδή δεν υπάρχουν κάτοικοι να παρακολουθήσουν τη λειτουργία που γίνεται Κυριακή παρά Κυριακή, γι’ αυτό και τα έσοδα στο παγκάρι είναι λιγοστά. Όμως, αυτό αφήνει αδιάφορη την επίσημη Εκκλησία, αυτή ζητά περισσότερα έσοδα, αλλιώς, προειδοποιεί, θα «τον πάρουμε τον παπα – Ανδρέα σας», θα στερήσει από τους ελάχιστους κατοίκους και αυτή τη δυνατότητα επικοινωνίας με το Θεό (στίχοι 13-15).


Στην αρχή του στίχου 16, ο ποιητής στρέφεται προς το Θεό, αγανακτώντας επειδή διαπιστώνει ότι και στο μικρό αυτό χωριό, σε έναν κατεξοχήν πνευματικό χώρο όπως η εκκλησία, ισχύουν οι νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης (στίχοι 16, 17, 18). Στη συνέχεια συγκρίνεται η ηρεμία του χωριού, «ησυχαστήριο» το ονομάζει, με την ταραχή της πόλης. Η ομόνοια των κατοίκων του χωριού δηλώνεται με τους στίχους 20 και 21: όλοι αναπνέουν με μια ανάσα «μην τους πνίξει η μοναξιά»: αυτή η ερημιά τελικά δεν αποπνέει ασφάλεια, προκαλεί πνιγμό, μόνο με την ανθρώπινη παρουσία, το αλληλέγγυο δέσιμο αντιμετωπίζεται. Η σιωπή που επικρατεί στη φύση μοιάζει με δέηση σιωπηλή (στίχοι 22, 23). Στους ίδιους στίχους έχουμε και οπτική εικόνα: τα δέντρα που στέκουν σιωπηλά, σαν να δέονται. Η ψυχική και πνευματική ανάγκη των κατοίκων εκφράζεται με τους στίχους 24 και 25. Με το «κι έχουμε», το α΄ πληθυντικό πρόσωπο, ο ποιητής υπολογίζει τον εαυτό του ανάμεσα στους κατοίκους του χωριού και συμμερίζεται την ερημιά, τη γαλήνη τους και την ανάγκη τους να επικοινωνούν με το Θεό μέσα στη φύση.


Στο στίχο 26 επαναλαμβάνεται η επίκληση προς το Θεό. Ο ποιητής καταθέτει το ποίημά του αυτό ως προσευχή, δηλώνει ότι είναι «ανήμερα των Αγίων Θεοδώρων» - το ποίημα φέρει αυτή την ημερομηνία - και ζητά την ευσπλαχνία του Θεού. Καταλήγει έχοντας επίγνωση της ανθρώπινης φύσης του που δεν είναι απαλλαγμένη από «κρίματα». Αυτά όμως δεν τα ομολογεί ενώπιον των ανθρώπων, στην επικοινωνία του με τον Δημιουργό, θεωρεί ότι είναι γνωστά.


Σε ολόκληρο το περιεχόμενο του ποιήματος φανερό είναι το βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα του ποιητή και ο λυρισμός με τον οποίο το εκφράζει. Εκφράζει την αγανάκτησή του για το ότι όλα θυσιάζονται στο βωμό του κέρδους, του συμφέροντος. Κατανοεί ότι οι άνθρωποι που είναι ξεχασμένοι από όλους, κάπου θέλουν να στραφούν, χρειάζονται στήριγμα, ν’ αφήσουν στα πόδια του Θεού τα βάσανά τους. Αλλά ποιος νοιάζεται για τις ταλαιπωρημένες ψυχές; Ο καημός αυτών των ανθρώπων γίνεται δική του κραυγή και προσευχή προς το Θεό.

 

 

7. Γλυκερία Κακούρη: Ο άνθρωπος αυτός (σελίδα 24)


Το ποίημα χωρίζεται σε τέσσερις στροφές με άνισο αριθμό στίχων, χωρίς μέτρο. Φέρει ημερομηνία 18-01-2014 και τόπο γραφής τα Κωνσταντινουπολίτικα της Θεσσαλονίκης. Ο τίτλος συγκεντρώνει την προσοχή του αναγνώστη σε έναν ανθρώπινο τύπο, αρκετά συνηθισμένο είναι αλήθεια. Παρόλα αυτά η ποιήτρια ενοχλείται από την ύπαρξή του και στηλιτεύει τη συμπεριφορά του.


1η στροφή: επαναλαμβάνεται ο τίτλος στον 1ο στίχο, έτσι συγκεντρώνεται η προσοχή και προκαλείται το ενδιαφέρον του αναγνώστη: γιατί αυτός ο άνθρωπος; Τι ξεχωριστό έχει;


Στη συνέχεια, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του εκφράζονται με δύο αντιθέσεις: ενώ περηφανεύεται για τη σχέση του με το Θεό, αδιαφορεί για τους ανθρώπους. Ενώ παρουσιάζει μια, υποτίθεται, αξιοπρεπή εξωτερική εμφάνιση στα θρησκευτικά του καθήκοντα, παρουσιάζει αναλγησία στα προβλήματα του πλησίον του. Έτσι, στο ποίημα, από την αρχή τίθεται το θέμα της υποκρισίας, της επιφανειακής πίστης.
2η στροφή: η επιφάνεια συνεχίζεται. Η εξωτερική συμπεριφορά κρύβει κατά την ποιήτρια έναν ανεξερεύνητο εσωτερικό κόσμο. Τα λόγια, όμορφα, παραπλανούν. Όλους; Απ’ ό, τι φαίνεται όχι την ποιήτρια που, με τέσσερις ερωτήσεις, προβληματίζεται για το περιεχόμενο αυτού του ανθρώπου. Ομολογεί ότι το βλέμμα του την μπερδεύει, όπως και το χαμόγελο, η στάση του σώματος, η έκφραση του προσώπου. Η λέξη «διφορούμενο» φανερώνει την υποκρισία. Στους τρεις τελευταίους στίχους της στροφής, έχουμε οπτική εικόνα, το πορτρέτο ενός ανθρώπου με άκαμπτο βλέμμα, ωραία εμφάνιση.


Ανάμεσα στη 2η και 3η στροφή υπάρχει μόνος ένας στίχος: «δηλώνει ευτυχισμένος». Ο αναγνώστης, μαζί με την ποιήτρια αναρωτιέται: είναι όντως ευτυχισμένος;


Η απάντηση έρχεται στον πρώτο στίχο της 3ης στροφής: «κάτι λείπει», η ποιήτρια δε ξεγελιέται: από την ψυχή αυτού του ανθρώπου, αυτών των ανθρώπων κάτι λείπει. Αυτό που κατά τη γνώμη της απουσιάζει είναι η πραγματική ενασχόληση με τον πνευματικό κόσμο, η αναζήτηση της ίδιας της ψυχής.


Και πάλι απομονώνεται ένας στίχος που αποτελείται από δύο προτάσεις. «Δεν τον κατηγορώ»: αυτή είναι η επιλογή της ποιήτριας. Κατακρίνει τη συμπεριφορά του, του αναγνωρίζει όμως το δικαίωμα να τη διατηρεί: «Δικαίωμά του».


4η στροφή: ο υποκριτής δεν έχει τη δύναμη ούτε απέναντι στον εαυτό του να είναι ειλικρινής. Όταν φτάσει «η ώρα της αλήθειας», ούτε και τότε παραδέχεται την υποκρισία του. Κι αυτό επειδή, στην ψυχή του κυριαρχεί ένα απέραντο κενό.


Με το έργο της αυτό η ποιήτρια δηλώνει ότι ενοχλείται και καταγγέλλει την υποκρισία, την αδιαφορία, τη θεοκαπηλία, την επιφανειακή προσέγγιση της μεταφυσικής προέλευσης του ανθρώπου που πλάστηκε κατ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση του Θεού. Τι καταλαβαίνει όμως ένας κενός άνθρωπος; Αυτός μόνο κομπάζει για τα θεία. Στα μάτια των συνανθρώπων του δεν αντίκρισε ποτέ το θεϊκό βλέμμα, ούτε και το θεϊκό νεύμα. Πηγαίνει στην εκκλησία, δικαίωμά του όντως. Το ατσαλάκωτο ΕΓΩ του, ισχυρό στα εύκολα, ετοιμόρροπο στα δύσκολα – δυστυχώς με επώδυνο τρόπο γκρεμίζεται. Τον χαρακτηρίζει κενότητα που καλύπτεται από φανταχτερή επιφάνεια. Όταν κάποτε φτάσει η μεγάλη ευκαιρία - ποια άραγε; - για την ψυχή, θα την ακολουθήσει; Η απάντηση της ποιήτριας είναι: όχι. Τον εμποδίζει η κενότητα, η υποκρισία.

 


8. Αρχοντία Δέρβου: Η Αναζήτηση (σελίδα 16)


Εξομολογητικό ποίημα – βιωματικό ποίημα, αποτελείται από 29 στίχους χωρίς μέτρο. Δε χωρίζεται σε στροφές. Μπορούμε όμως να το χωρίσουμε σε δύο νοηματικές ενότητες. Ο τίτλος φανερώνει το περιεχόμενο: περιμένουμε να εκφράζεται με αυτό ανησυχία πνευματική, ενασχόληση με ερωτήματα ουσιαστικά. Παράλληλα παρακινείται το ενδιαφέρον του αναγνώστη: υπάρχει η απάντηση κάπου;


1η ενότητα, στίχοι 1 – 13: αρχίζει με τέσσερα ερωτήματα. Τα τρία πρώτα αναφέρονται στο σύμπαν, στη Δημιουργία, στον μακρόκοσμο. Με το τέταρτο ερώτημα, η ποιήτρια στρέφει το ενδιαφέρον της, την αναζήτησή της στον άνθρωπο, τον μικρόκοσμο. Το κτητικό «μου», της «ψυχής μου» φανερώνει ότι ένα από τα βασικά – και βασανιστικά; - ερωτήματα που απασχολούν την ποιήτρια είναι και αυτό της ουσίας, των ορίων, των δυνατοτήτων της δικής της ψυχής, κατ’ επέκταση και της ανθρώπινης ψυχής.


Στίχοι 5-13: η ενδοσκόπηση, η εμβάθυνση στο περιεχόμενο, στην ουσία της ψυχής γίνεται σκοπός που απορροφά το πνεύμα. Η ποιήτρια ομολογεί ότι απώτερος στόχος της είναι να ανακαλύψει στο βάθος της ψυχής της το Δημιουργό. Παράλληλα αναρωτιέται: τι είναι η Δημιουργία; Διαπιστώνει και απαντά: τα πάντα. Από την άποψη της έκφρασης να σημειώσουμε ότι κάθε στίχος είναι μία μεταφορά.


2η ενότητα, στίχοι 14-29: με τον 14ο στίχο, η ποιήτρια στρέφεται προς το Θεό. Διαπιστώνει ότι κάθε προσπάθεια να ανιχνεύσει την ψυχή της, κάθε προσπάθεια να βρει την Παρουσία του αρχίζει και τελειώνει σ΄ Αυτόν. Στο ερώτημα πού βρίσκεται ο Δημιουργός, η απάντηση είναι: παντού αλλά, κυρίως, μέσα στην ψυχή της. Όλες οι αναζητήσεις καταλήγουν στην απεραντοσύνη Του. Αυτό είναι και το μήνυμα του ποιήματος. Με τη λέξη «Θεέ μου» τοποθετημένη στην αρχή και το τέλος της ενότητας σχηματίζεται ένας συμβολικός κύκλος, μια συμβολική απεικόνιση της αρχής και του τέλους των πάντων, εφόσον τα πάντα πηγάζουν, εμπεριέχονται και καταλήγουν στο Θεό.

 

 

9. Εβίτα Κασαγιάννη: Η πίστη (σελίδα 27)


Ποίημα που το αποτελούν τέσσερις στροφές με 5, 4, 5, 6 στίχους. Ο τίτλος θέτει το ζήτημα της πίστης που, προς το παρόν, θεωρείται δεδομένο. Στην πορεία του ποιήματος, η ποιήτρια θα εξομολογηθεί ότι η πίστη δεν είναι δεδομένη ψυχική κατάσταση, ότι είναι κάτι που αγωνίστηκε να κατακτήσει και το πέτυχε. Το ποίημα έχει εξομολογητικό χαρακτήρα, η ποιήτρια μοιράζεται με τους αναγνώστες τα προσωπικά της βιώματα, κάθε δημιουργός όμως μπορεί να μιλά κατά κάποιο τρόπο εκ στόματος άλλων που έτυχε να βιώσουν παρόμοιες καταστάσεις, έτσι το έργο του γίνεται αντιπροσωπευτικό μιας γενικότερης πνευματικής κατάστασης ή αναζήτησης. Σε ολόκληρο το ποίημα μιλά σε α΄ πρόσωπο: για το λόγο αυτό ο χαρακτήρας του ποιήματος είναι εξομολογητικός – βιωματικός.


1η στροφή: στον πρώτο στίχο εκφράζεται η δήλωση της ποιήτριας ότι πίστεψε σε κάτι. Τι είναι αυτό δε διευκρινίζεται, μαντεύουμε όμως ότι υπονοεί την πίστη της στο Θεό. Με τον 2ο στίχο: «ρώτησα», ομολογεί την αμφιβολία της για την πίστη της: όταν κάποιος δεν αμφιβάλει, δε ρωτά κανέναν. Η απάντηση χειροτερεύει την αμφισβήτηση, την αναζήτηση. Επειδή η αρνητική απάντηση βρήκε πρόσφορα έδαφος, την επηρέασε καθοριστικά και την οδήγησε στον αντίποδα: «δεν πίστεψα σε τίποτα». Και αυτή η στάση της κατακρίθηκε από τους άλλους: « μου είπαν πως είμαι τυφλή».


Η βασανιστική εναλλαγή πίστης – αμφιβολίας – δυσπιστίας φανερώνει ότι δεν υπάρχει εξωτερική απάντηση εφόσον δεν ακούει τη ψυχή της. Η έλλειψη βεβαιότητας οδηγεί σε αναζήτηση χωρίς όμως ψυχικά ή πνευματικά ερείσματα, δεν υπάρχει απάντηση ούτε και γαλήνη.


2η στροφή: αποτελείται από πέντε ρήματα, όλα δηλωτικά της αναζήτησης που εξακολουθεί να υπάρχει. Η ποιήτρια δηλώνει ότι αναζητούσε απάντηση σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής, σε όλες τις εμπειρίες, σε όλα της τα βιώματα.


3η στροφή: κατάπτωση από τις τραυματικές εμπειρίες της ζωής. Αναμενόμενο αποτέλεσμα για όσους αντιμετωπίζουν τη ζωή χωρίς ένα πνευματικό έρεισμα, χωρίς πίστη σε κάτι ουσιαστικό και καθοδηγητικό.


4η στροφή: στην έσχατη ώρα της κατάπτωσης έρχεται η απάντηση - σωτηρία μέσα από τη βιωματική εύρεση του άυλου. Η πίστη έρχεται «ξαφνικά», πλέον έχει περιεχόμενο ουσιαστικό και αφορά κάτι υπαρκτό. Με τον τελευταίο στίχο, η ποιήτρια δηλώνει ότι πλέον βρήκε την εσωτερική γαλήνη, τη βεβαιότητα, τη σταθερότητα της πίστης. Η ψυχή της γνωρίζει.

 


10. Τζούλια Πουλημενάκου: Άγγελος σαλπιγκτής (σελίδα 60)


Μικρό ποίημα που το αποτελούν δύο πεντάστιχες στροφές. Στο τέλος υπάρχει ένας στίχος που λειτουργεί μόνος του ως κατακλείδα.


Η πρώτη στροφή αρχίζει με επίκληση στον Άγγελο. Η διατύπωση «Άγγελέ μου» φανερώνει εμπιστοσύνη και επικοινωνία με τον πνευματικό – αγγελικό κόσμο. Ως το τέλος της τονίζεται η σημασία των ρημάτων δέξε, σάλπισε, μετάλαβε, κυριάρχησε: πρόκειται για παρακλήσεις – προτροπές – ευχές προς τον άγγελο από την πλευρά της ποιήτριας η οποία ζητά και εύχεται να επέλθει η βασιλεία του Χριστού, να φτάσει η Ανάσταση, να επικρατήσει μέσα στη χρονική απεραντοσύνη.


Στη δεύτερη στροφή μαθαίνουμε την «ταυτότητα» του αγγέλου προς τον οποίο απευθύνει έκκληση η ποιήτρια: «ο έβδομος σαλπιγκτής» είναι ο έβδομος άγγελος της Αποκάλυψης, αυτός που θα σημάνει το τέλος του παρόντος χρόνου και την έλευση της Δευτέρας Παρουσίας την οποία θεωρεί χαρμόσυνη και σωτήρια για το ανθρώπινο γένος.


Ο τελευταίος στίχος είναι μια θριαμβευτική επίκληση προς αυτόν τον άγγελο, προς το τελικό του σάλπισμα. Απλά πράγματα θα έλεγα αλλά πόσο σημαντικά αλήθεια… στα σήμερα μάλιστα, σε αυτή την απεραντοσύνη της πνευματικής ερήμου, της απαξίωσης αξιών και ιδεών… Με μια δύναμη ενός λόγου… του λόγου της, με στιχιοπλοκία καταπληκτική, - στίχοι μεστοί ιδεών και υψηλών νοημάτων-ποιότητα, ευγένεια αισθημάτων υψηλής υφής, τρυφερότητα, θέματα ουσιώδη μα και επίκαιρα, αυτά δηλαδή που απασχολούν όλους… Τώρα, αν, λέω αν διαβάσει κάποιος τα ποιήματά τους, βάσιμα πιστεύω πως μπορεί να διαπιστώσει τη συνειδητή, το τονίζω, τη συνειδητή προσπάθειά τους να υψωθεί η ψυχή – πνεύμα του αναγνώστη σε σφαίρες ιδεατές, που στη συνέχεια μπορούν να μετουσιωθούν σε οδηγό ζωής για κάθε νοήμονα άνθρωπο, βοηθούν στον προβληματισμό και συντελούν στη διαμόρφωση χαρακτήρων, μιας και θίγουν καίρια σημεία και τομές ζωής… με την ποίησή τους να ακραγγίζει με λεπτότητα περίσσια τον ψυχισμό του αναγνώστη προκαλώντας του συναισθηματικούς κραδασμούς…

 

 


Τoυ Κώστα Νίγδελη
Φιλόλογος - Λογοτέχνης

 

(Επιμ. Βασιλική Β. Παππά)
Θεσσαλονίκη 2014

Διαβάστηκε 420 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(10 ψήφοι)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr μετά από δέκα χρόνια συνεχούς λειτουργίας είναι ένα site που βοηθάει, ενημερώνει, ψυχαγωγεί και συναρπάζει τους αναγνώστες του παγκοσμίως.

Διαβάστε περισσότερα