Από το σχολείο στην οδό Ζαϊμη θυμάμαι πως καθόμασταν τρεις τρεις στα θρανία – οι τάξεις ήτανε δωμάτια ενός σπιτιού. Θυμάμαι πως ο λαιμός του κυρίου Αναστασίου θαρρείς και είχε λεπτύνει και μακρύνει κι έχασκε το πουκάμισό του. Το ράσο-φόρεμα της κυρίας Μίνας, πότε μπλε πότε καφέ, το ίδιο, δεν τσίτωνε πια απάνω της, μόνο κρεμότανε χαλαρό.
Θυμάμαι το διάλλειμα που κάναμε στον δρόμο στην οδό Ζαϊμη μπροστά στο σχολείο και την κυρία Μίνα ψηλά από ένα παράθυρο να μας παρακολουθεί – το μάτι περισκόπιο – μην στρίψουμε σε καμιά γωνιά. Θυμάμαι το χρονογράφημα που είχα γράψει στην εφημερίδα του τοίχου. Το περιοδικό δεν έβγαινε, χαρτί όμως για την εφημερίδα του τοίχου κάθε βδομάδα βρισκότανε. «Διάλειμμα στον δρόμο». Αυτός ήτανε ο τίτλος του χρονογραφήματος. Έγραφα πως στο παλιό μας σχολείο είχαμε ένα θυρωρό τον μπάρμπα-Γιαννακό, κέρβερο – έτσι κι έκανες να περάσεις την πόρτα πριν σχολάσουμε, ζητούσε πιστοποιητικό από τους γονείς, επικυρωμένο με σφραγίδα από την κυρία Μίνα-, και τώρα εκείνη μας αμολούσε στον δρόμο σαν κοτόπουλα που τα βγάζουν από το κοτέτσι να βοσκήσουν ελεύθερα. Μα και πού να πάμε; Κατοχή, στην άλλη γωνιά η Κομαντατούρα με γερμανό φρουρό και πιο κάτω η Κομαντοτάπα των Ιταλών. ΄Οχι, δεν συναντιόμασταν πια με τη Ζωρζ στη γωνία Ιθάκης και Πατησίων όταν σχολούσαμε. Κάθε σχολείο τώρα είχε τις δικές του ώρες.
Εκεί όμως που δεν το περίμενα την έβλεπα ξαφνικά μπροστά μου λίγους δρόμους πριν φτάσω σπίτι. ΄Ελεγε πως βρέθηκε τυχαία, το ήξερα όμως πως με περίμενε.
Μια ζωή με περίμενε η Ζωρζ. Σε λιμάνια, σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, σε αεροδρόμια. Μόνο τώρα δεν με περίμενε κι έφυγε...
Τις Κυριακές όμως τις θυμάμαι και νομίζω πως η μνήμη μου θα τις κρατήσει για πάντα.
Δεν χρειάστηκε να συνεδριάσει η επιτροπή κουκλοθέατρου για να μου πει να γράψω τον Κλούβιο. Αυτά ήτανε προπολεμικές πολυτέλειες. Τώρα ούτε επιτροπή ούτε τίποτα.
- Ελάτε την Κυριακή το πρωί στο σπίτι να δούμε τι θα κάνουμε με το κουκλοθέατρο, μας
είπε μια μέρα η Περάκη.
΄Ητανε Δευτέρα. Την Κυριακή θα τους έκανα έκπληξη, θα είχα γράψει τον Κλούβιο.
Παρόλο που είχε μπει ο Απρίλης, στα σπίτια μέσα είχε κρύο. Η μαμά έστρωσε στο μαρμάρινο τραπέζι της κουζίνας που ήτανε παγωμένο μια μάλλινη κουβέρτα. Μέσα στην κουζίνα είχε ζέστη γιατί εκείνη μαγείρευε σε μια φουφού που άναβε με πριονίδι. Με το μολύβι φάμπερ νούμερο δύο – ο θείος Πλάτων μου είχε χαρίσει πριν από τον πόλεμο για τα γενέθλιά μου δέκα μολύβια φάμπερ νούμερο δύο – χωρίς να βάζω καρμπόν για να έχω αντίτυπο – τι μου χρειαζότανε και θα ξόδευα χαρτί - έγραψα τον πρώτο μου Κλούβιο. Χωρίς γομολάστιχα για να σβήσω, δεν μου χρειαζότανε άλλωστε, το είχα όλο λέξη λέξη γραμμένο στο νου μου.
Κλαψωδία νούμερο ένα. «Ο Οδυσσέας και ο Κλούβιος στη Σκύλα και τη Χάρυβδη». Η Σκύλα ήτανε μια αραπίνα και η Χάρυβδη τσιγγάνα. Μπορεί ο Κλούβιος να έκανε τα αστεία του και ο Οδυσσέας τις παλικαριές του, ήτανε όμως Κατοχή κι ήθελα κάτι να πω για τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι και τους συμμάχους που τους πολεμούσαν. Έτσι εφηύρα τα παράθυρα.
Μήπως είμαι η πρώτη που τα ανακάλυψα και τα πήρε μετά η τηλεόραση;
Στη μέση λοιπόν της σκηνής παιζότανε το έργο με τις περιπέτειες του Οδυσσέα, τις Κλαψωδίες, και σε κάθε άκρη τα παράθυρα. Από το ένα έβγαινε η Αθηνά και από το άλλο ο Ποσειδώνας και τσακωνόντανε φριχτά – όπως τώρα οι καλεσμένοι που βγαίνουν στα παράθυρα στην τηλεόραση.
ΑΛΚΗ ΖΕΗ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
(Απόσπασμα από το βιβλίο "Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο"
Eκδόσεις Μεταίχμιο (2013)