Στάθηκε αναποφάσιστος, η συνείδησή του λειτούργησε στα βάθεια της σκέψης του. ΄Ακουσε μέσα του καθαρά τη φωνή του δέντρου.
- Γιατί στέκεσαι νυχτιάτικα μπροστά μου; Τι θέλεις από μένα; Το πρόσωπό σου μαύρισε, έγινε ένα με το σκοτάδι. Γιατί σφίγγεις το πριόνι στο δεξί σου χέρι και απειλητικά ακουμπάς τη φοβερή ψυχρή του λεπίδα πάνω στο κορμό μου; Θέλεις να με κόψεις στα δύο; Να μου αφαιρέσεις τη ζωή; Ξέρεις καλά, πως αυτή τη στιγμή που διάλεξες, για την πράξη σου, ο νοικοκύρης μου κοιμάται. Κανένας δεν είναι δίπλα μου, για να με προστατέψει.
Για ποιο κρίμα μου με κατηγορείς και θέλεις να με σκοτώσεις; Σε τι έφταιξα; Όλος ο κόσμος γνωρίζει πως ποτέ μου δεν έκανα κακό σε κανένα. Και συ ο ίδιος ασφαλώς παραδέχεσαι πως είμαι μια πολύχρονη αθώα ελιά, που όλο δίνει ό,τι έχει, χωρίς να περιμένει τίποτα.
- Σωστά τα λες, καλή μου!
(Μίλησε ο άνθρωπος με τη σκέψη του και τη σιωπή του μέσα στην ήσυχη νύχτα).
Σωστά τα λες! Δεν σε κατηγορώ για τίποτα. Είσαι ένα αγνό παιδί της φύσης, ένα εργατικό λιόδεντρο, που ξέρεις μόνο να δίνεις στους ανθρώπους τους ευλογημένους καρπούς σου για το λάδι της χρονιάς τους, τα φύλλα σου για τα ζώα τους ακόμη και τα χοντρόκλαδα του κορμού σου που περισσεύουν για τη θέρμανσή τους το χειμώνα.
΄Ομως θα σε κόψω, γιατί μεγάλωσες πολύ και με κάποια κλαδιά σου στα χαμηλά που πετάνε, εμποδίζεις το πέρασμα.
- Οσο γι’ αυτό, ομολογώ πως έχεις δίκιο. Αλλά, γιατί δεν περιμένεις να ξημερώσει, να μιλήσεις και με τον άνθρωπο που του ανήκω; Με μια καλή συνεννόηση μαζί του, θα μπορούσατε να μου αφαιρέσετε κάποια κλαδιά μου, μικρά ή μεγάλα, που δυσκολεύουν τη χρήση του δρόμου. Το καταλαβαίνω, αλλά δεν φταίω εγώ. ΄Ετσι είμαι φτιαγμένη να μεγαλώνω εδώ στο πεζούλι από τότε που με φυτέψανε. Βλέπεις από τη φύση μου, δεν μπορώ να μετακινηθώ σε άλλη θέση για να προστατέψω τον εαυτό μου, ακόμη και τώρα που απειλούμαι, όπως κάνετε σείς οι άνθρωποι και τα ζώα σε παρόμοιες περιπτώσεις. Στέκομαι μπροστά σου, ένα απλό και ανυπεράσπιστο δέντρο, και σου ζητάω να σεβαστείς το δικαίωμα της ζωής μου. Είναι για σένα έντιμο, να έρχεσαι κακόβουλα μέσα στη νύχτα, προφανώς για να μη σε δει κανένας, και να απειλείς με αφανισμό την αιώνια και παραγωγική, όπως παραδέχτηκες, ύπαρξή μου;
΄Ομως και ο ίδιος καταλαβαίνεις πως με το σκοτάδι της νύχτας που διάλεξες για την άδικη πράξη σου, γίνεσαι ταυτόχρονα ο ίδιος, όχι μόνο φονιάς μου, αλλά και ο αυτόπτης μάρτυρας και δικαστής της ενοχής σου. Η ίδια η συνείδησή σου θα σε παραδώσει στη δίκαιη κρίση της αιωνιότητας, έστω κι αν γλυτώσεις, αν γλυτώσεις, απ’ τα ανθρώπινα δικαστήρια.
Αυτά μίλησε η ελιά στη συνείδηση του θύτη της.
Αλλά, δυστυχώς, φαίνεται πως δεν τον έπεισε, για να αλλάξει την απόφασή του. ΄Ετσι με το φως της ημέρας, οι πρώτοι απ’ εκεί περαστικοί του χωριού βρήκανε το αθώο δέντρο κατά γης με τον κορμό του κομμμένο στα δύο.
Γεώργιος Σ.Καραμπατέας
Συγγραφέας-Ποιητής
τ. Καθηγητής του 1ου Λυκείου Σπάρτης
Πτυχιούχος Θεολογίας, Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
Από τη συλλογή διηγημάτων «Μηνύματα Αγάπης»
Αθήνα 2011