ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024 - 12:19:15μ.μ.
09
Οκτωβρίου

Μες στους καθρέφτες κατοικούν έρωτες - Μυθιστόρημα της Σοφίας Θωμοπούλου

Κατηγορία Πεζογραφία

»Αργά το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής, η πομπή του Επιτάφιου ξεκίνησε από τον Άγιο Γεώργιο, για τον καθιερωμένο γύρο του χωριού.

Παρ’ όλο που τις προηγούμενες μέρες κάποιοι, από φόβο στους αντάρτες, είχαν υποστηρίξει ότι δεν έπρεπε να γίνει φέτος η περιφορά μέχρι ψηλά, γύρω από το χωριό, επικράτησε η αντίθετη άποψη, ύστερα από έναν εκπληκτικό λόγο που εκφώνησε την Κυριακή των Βαϊων από τον άμβωνα ο παπα-Αλέξης και ενθουσίασε όλους μας.


»Είχε μιλήσει για την Αρχαία Ελλάδα, για τον πολιτισμό και την τέχνη, για τη φιλοσοφία, τη δημοκρατία που γεννήθηκαν στον τόπο μας. Διαπίστωνε, στη συνέχεια, την οπισθοδρόμηση της ανθρωπότητας με την επικράτηση του φασισμού και την εξάπλωση του πολέμου. «Η μόνη ελπίδα», είπε τελειώνοντας, «είναι η αδούλωτη ψυχή των Ελλήνων.

Να μου το θυμάστε, πατριώτες, σ’ αυτόν τον τόπο πολλοί ήρθαν ως κατακτητές κι έφυγαν νικημένοι. Το ίδιο θα γίνει και τούτη τη φορά».

 

»Ο κόσμος έκλαιγε και γελούσε από συγκίνηση, αυτά τα λόγια είχαν βρει γόνιμο έδαφος στις βασανισμένες ψυχές κι η απόφαση ήταν μία: να δοθεί πανηγυρικός χαρακτήρας στις επόμενες μέρες, αφού η πορεία των παθών του Χριστού έμοιαζε με το γολγοθά του λαού μας. Με τέτοιο συμβολισμό, απ’ το μεγάλο μας όνειρο, που ήταν η Ανάσταση, δε μας χώριζαν παρά λίγες μέρες.


»Οι γυναίκες ξεκίνησαν απ’ το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής να στολίζουν με λουλούδια τον Επιτάφιο, να τον ραίνουν με αρώματα κι ύστερα, στα σπίτια, σιδέρωναν τ’ άσπρα γαμπριάτικα πουκάμισα για τους άντρες και τις καλύτερες φορεσιές τους για το βράδυ.


»΄Αστραφταν στον ήλιο τα πολύτιμα κοσμήματα και τα πρόσωπα, όταν ξεκινούσε η πομπή, πιότερο κι απ’ τα χρυσά εξαπτέρυγα και τα κηροπήγια. Σ’ αυτό το λαϊκό προσκλητήριο που μόνο τα μωρά κι οι ανήμποροι δεν έπαιρναν μέρος, αν ήταν κάποιος παρατηρητής θα νόμιζε πως βρίσκεται σε γάμο ή γιορτή. Η ανυπομονησία των ψυχών είχε φέρει την Ανάσταση νωρίτερα κι η ατμόσφαιρα, που ήταν βαριά τις προηγούμενες μέρες, τώρα κύλησε εύκολα στο άλλο άκρο.


»Τ’ αγόρια έψελναν εγκώμια απ’ τη “Ζωή εν τάφω”. ΄Ενα περαστικό σύννεφο σκίασε το δρόμο μας, όταν ο αγέρας ταξίδευε στο βουνό “τον ήλιο κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας” και “το καταπέτασμα του ναού διαρραγέν”.


»Είχαμε φτάσει στο πιο ψηλό σημείο του χωριού κι η κορυφή της πομπής ετοιμαζόταν να κάνει τη στροφή, για το δεύτερο μισό της διαδρομής. Το καμπαναριό του προφήτη Ηλία φάνταζε μυθικό στο ρόδινο ορίζοντα κι οι ευωδιές του λιβανιού και των κεριών εξωράιζαν τους αναστεναγμούς και τα βάρη των ψυχών.


»Κρατήσαμε τις ανάσες μας, καθώς ο παπα-Αλέξης έψελνε: “ώσπερ πελεκάν τετρωμένος την πλευράν σου, Λόγε, στους θανέντες παίδας εζώωσας, επιστάξας ζωτικούς αυτοίς κρουνούς”.


»Τότε, μια φωνή από μπροστά διατάραξε τη γαλήνη των στιγμών.
«Κοιτάξτε εκεί κάτω!»


Όλων τα βλέμματα στράφηκαν στο σημείο που έδειχνε. Κουρνιαχτός σηκώθηκε και ποδοβολητά ακούστηκαν, μόλις σώπασαν οι ψαλμωδίες. Η πομπή πάγωσε. Κάποιοι μουρμούρησαν ότι δεν κάναμε καλά που βγήκαμε ως εδώ κι ότι αυτοί σωστά το έλεγαν απ’ την αρχή.


»Οι καβαλάρηδες πλησίαζαν όλο και πιο κοντά. Μια συλλογική ψυχολογία άμυνας αναπτύχθηκε αυτόματα, η ίδια κάθε φορά που εμφανίζονταν. ΄Ισως επειδή οι προμήθειες ήταν, έτσι κι αλλιώς, λιγοστές και θα λιγόστευαν κι άλλο αν μοιράζονταν. Όμως, οι πιο λογικοί καταλάβαιναν ότι έτσι έπρεπε να γίνει κι ότι, αφού αυτά τα παλικάρια έπαιζαν τη ζωή τους κορόνα-γράμματα για να υπερασπιστούν τα σπίτια και τις οικογένειές μας, δικαιούνταν τα απαραίτητα για να συντηρηθούν.


»Κανείς μας δεν κινήθηκε. Πλησίασαν και στάθηκαν σε κάποια απόσταση από την αρχή της πομπής. Ένας ξεχώρισε πιο μπροστά και κρατώντας τα χαλινάρια έκανε έναν κύκλο στο ίδιο σημείο. Φορούσε μαύρα και είχε στη μέση του ζωσμένες δυο σειρές φυσίγγια. Κατέβηκε από τ’ άλογο, αφήνοντας το τουφέκι του στο χώμα, προχώρησε λίγο κι ύστερα έσκυψε και φίλησε το χέρι του παπα-Αλέξη.


«Καλώς τα παλικάρια μας!» είπε εκείνος και στράφηκε στους καβαλάρηδες.
Ήταν περίπου είκοσι. Στην πρώτη σειρά διέκρινα το Λεμονή να κοιτάζει προς το μέρος μας. Η Παρή έσφιγγε μηχανικά στον κόρφο της το πακέτο με τ’ αντίγραφα.


»Ο καπετάνιος πλησίασε τον Επιτάφιο και πήρε ένα μεγάλο κόκκινο τριαντάφυλλο, απ’ αυτά που στόλιζαν το επάνω μέρος της εικόνας. Ψίθυροι απλώθηκαν.


»Οι αντάρτες, με την κάννη στραμένη στον ουρανό, έριχναν ντουφεκιές που ο αντίλαλος από την απέναντι ράχη τις έφερνε πίσω ξανά και ξανά. Εκείνος ανέβηκε στ’ άλογό του και πλησίασε τους άλλους. Κάτι είπαν κι ετοιμάζονταν να φύγουν.


»Κατάπληκτος, είδα την Παρή να ξεκουμπώνει το χρυσό μενταγιόν με το πράσινο τοπάζι, που ήταν παλιό οικογενειακό κειμήλιο, να βγάζει το βραχιόλι και τα μικρά μαργαριτάρια που κρέμονταν στ’ αφτιά της και προχωρώντας με γρήγορο βήμα μπροστά, ν΄απλώνει τα χέρια της στον πρώτο καβαλάρη.


«Πάρτε τα. Σε μένα δε χρησιμεύουν, ενώ για σας είναι όπλα και φυσίγγια»,είπε θαρρετά.
«Κράτησέ τα, κοπελιά», είπε ο καπετάνιος πλησιάζοντάς τη «να τα φορέσεις τη μέρα της λευτεριάς που δε θ’ αργήσει».
«Τα στολίδια μου θα είναι οι νίκες σας», απάντησε η Παρή, «δεν υπάρχει τίποτα πιο ακριβό από τούτο».


»Αυτή τη φορά, δεν μπόρεσε να της αρνηθεί, γιατί πίσω απ’ αυτήν ακολουθούσαν κι άλλες γυναίκες, στη σειρά, που πρόσφεραν ό,τι πολύτιμο είχε η καθεμιά επάνω της. Το πλήθος παρακολουθούσε σιωπηλό. Η Παρή βρήκε την ευκαιρία κι έδωσε στα χέρια του Λεμονή το πακέτο με τ’ αντίγραφα. »Ύστερα, χαρίζοντάς μου ένα ουράνιο βλέμμα, ήρθε και στάθηκε δίπλα μου, με το κεφάλι ψηλά.


»Τα παλικάρια έσφιξαν δυνατά τα γκέμια, περιμένοντας το σύνθημα κι ο καπετάνιος, αφού προχώρησε μερικά μέτρα πιο πέρα απ’ το σημείο που βρισκόμασταν, πέταξε στον αέρα το κόκκινο τριαντάφυλλο του Επιτάφιου. Εκείνο ήρθε κι απογειώθηκε σοφά στην αγκαλιά της Παρής. Ο μαυροντυμένος καβαλάρης έριξε δυο τουφεκιές στον αέρα, ύστερα σπιρούνισε τ’ άλογο κι άρχισε να καλπάζει προς το δάσος, ενώ τα παλικάρια τον ακολούθησαν».

 

Η φλόγα της λάμπας έριχνε ένα κίτρινο, αδύναμο φως στο δωμάτιο, ενώ έσφιγγα στα δάχτυλά μου το γυάλινο κουτί. Δίπλα μου, στο τραπέζι, ήταν ακουμπισμένο το σημειωματάριο, έτοιμο να καταβροχθήσει τα γεγονότα και τις ημερομηνίες.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σοφία Θωμοπούλου
Συγγραφέας

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «ΜΕΣ ΣΤΟΥΣ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝ ΕΡΩΤΕΣ»
Δεύτερη ΄Εκδοση
Εκδόσεις «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» -Α.Α.ΛΙΒΑΝΗ - Αθήνα 1995

 

Επιλογή κειμένου: Τζούλια Πουλημενάκου

Διαβάστηκε 860 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr είναι ένα site, που φιλοδοξεί να δώσει στους αναγνώστες του αντικειμενική και ανεξάρτητη ενημέρωση, χωρίς υπερβολές, παραποιήσεις και σκοπιμότητες...

Διαβάστε περισσότερα