ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Κυριακή, 19 Ιανουαρίου 2025 - 9:42:41μ.μ.
28
Δεκεμβρίου

"Μια Ιστορία Χριστουγεννιάτικη" διήγημα της Στέλλας - Ροζίτας Κωνσταντίνου

Κατηγορία Πεζογραφία

Ο πατέρας μου – ο Θεός να αναπαύσει την ψυχούλα του στο χώρο των αναμάρτητων – μερακλής σε όλα του, ακόμη και στο φαγητό του (έτρωγε λίγο, μα τοθελε καλομαγειρεμένο και με τέχνη), μάλωνε συχνά με τη μάνα μου,

που αν και πολύ καλή νοικοκυρά σε όλα της (σιγύρισμα, κέντημα, ράψιμο και τα υπόλοιπα του νοικοκυριού παιδέματα), στο φαγητό ήτανε λιγάκι τεμπέλα. Άνοστο και πολλές φορές κακοψημένο το φαγητό – όχι γιατί δεν είχε χρόνο διαθέσιμο, αλλά γιατί καθώς έλεγε στον πατέρα μου, ο άνθρωπος δεν χρειάζεται και να απασχολείται και πολύ με το τι θα ταΐσει το γουρούνι που κουβαλά στο στομάχι του και πως άλλα πράγματα είχε εκείνη στο μυαλό της σαν πρώτα κι άξια για ν’ ασχοληθεί μαζί τους...


Κάπως έτσι άρχιζε πολλές φορές ο καυγάς, και κάπως έτσι οι κατσαρόλες γίνονταν ιπτάμενες και πετούσαν, τη βοήθεια βέβαια του πατέρα μου, κατά τη μεριά του μικρού κήπου ή της αυλής του σπιτιού μας. Οι αγριάδες όμως και οι απειλές του, έσβηναν σε χρόνο αστραπής, γιατί ο καημένος μου ο πατερούλης, έμοιαζε του κεραυνού... Ο θυμός του περνούσε γρήγορα και χωρίς πολλές ζημιές, αντίθετα με το θυμό της μάνας μου που κρατούσε, και κρατούσε...


Τα μαύρα μάτια της, πετούσαν σπίθες και φωτιές (ο Θεός να συγχωρήσει κι αυτηνής την ψυχούλα της – αν και η ψυχή της γυναίκας είναι συγχωρεμένη απ’ την ώρα που θα γεννηθεί – το γιατί δεν είναι της παρούσης) και τα χάδια, τα παρακάλια και οι θωπείες στοργής, μετάνοιας και συγγνώμης του πατέρα μου, έμεναν πεισματικά αναπάντητα και πολλές φορές για κάμποσες ημέρες...


Γυναίκα μιας ράτσας αλλοιώτικης η μάνα μου, αγαπούσε και μισούσε με την ίδια δύναμη...


Ας είναι, ο πατέρας μου το πήρε απόφαση και τις περισσότερες φορές μαγείρευε μόνος του κι όταν δεν είχε χρόνο να το ψήσει έβαζε το φαγητό στο ταψί και μου το έδινε να το πάω να ψηθεί στο φούρνο του Τζέλεση.
Με τον πατέρα μου κι εμένα, τα πράγματα ήταν εύκολα – του έμοιαζα καθώς έλεγε η μάνα μου – και με μεγάλη μου χαρά έπαιρνα τον κεντρικό δρόμο της πόλης κρατώντας το ταψί με τα δυο χέρια μου και το μετέφερα όταν ήταν μεγάλο πάνω στο κεφάλι μου τραγουδώντας. Με το τραγούδι πήγαινα στο φούρνο και με το τραγούδι γυρνούσα, αδιάφορη για των περαστικών τα χαμόγελα που είχαν άλλωστε συνηθίσει να μ’ ακούν να τραγουδώ σε κάθε μου έξοδο από το σπίτι, και πολλές φορές κοντοστέκονταν για να μ’ ακούσουν.
Τούτη η συνήθειά μου, να τραγουδώ όπου κι αν βρισκόμουνα εξενεύριζε την μάνα μου που μού λεγε συχνά και κατά τη δική της φρασεολογία:


-Γλώσσα δεν βάζεις στο στόμα ε; Τρως, κοιμάσαι, κάθεσαι, περπατάς, ακόμη και στον ... απόπατο, τραγουδάς!...


Δεν καταλάβαινα γιατί θύμωνε. Καμιά φορά βέβαια, την έβλεπα που κρυφόκλαιγε σαν τραγουδούσα, μα όσο κι αν το προσπαθούσα να καταπιώ καθώς μούλεγε τη γλώσσα μου και την φωνή μου, ήταν αδύνατο να συμμορφωθώ με τη θέλησή της. Μου έμεινε πάντα η συνήθεια του τραγουδιού... Ακόμη και στου πατέρα μου – αργότερα – τον θάνατο, αντί για μοιρολόι έπιασα το τραγούδι...


Την ημέρα των Χριστουγέννων, εκτός από το ψητό γουρουνάκι – και κατά το έθιμο – πάντα ψήναμε δυο κοτόπουλα ή μια μικρή γαλοπούλα. Πήγα στο φούρνο του Τζέλεση, πήρα το ταψί με την ψητή γαλοπούλα και τα μικρά ολόκληρα πατατάκια, το τοποθέτησα στο κεφάλι μου και πήρα τον δρόμο ψέλνοντας χαρούμενα το «Η γέννησή Σου Χριστέ...», όταν άκουσα πλάι μου ένα δυνατό γέλιο.


-Χι...χι...χε...χε... ώστε ψέλνεις κιόλας;


Ήταν ο Ατσιποπουλιανός, όπως τον έλεγαν. Κοντά στην πόλη μας το Ρέθυμνο, είναι το χωριό Ατσιπόπουλο. Ο Ατσιποπουλιανός πηγαινοερχόταν συχνά στην πόλη για ψώνια. Εγώ κι εκείνος είμαστε εχθροί για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως γιατί όσες φορές τύχαινε να με συναντήσει (και με συναντούσε αρκετά συχνά τις μέρες που πήγαινα στο σχολειό – στην πρώτη εξαταξίου Γυμνασίου), πότε με πείραζε, πότε γελούσε και πότε με ειρωνευόταν και χαχάνιζε κοροϊδευτικά, κουνώντας ρυθμικά τα πόδια του καθώς κάθονταν απάνω στο σαμάρι του γαϊδουριού του.


Κάποτε όταν ο γάιδαρος του μαζί με τις ακαθαρσίες του άφησε και κάτι βροντερά αέρια, καθώς προχωρούσε στο δρόμο κι εγώ έτυχε να περνώ απέναντι, ο Ατσιποπουλιανός στράφηκε προς το μέρος μου, με κοίταξε με αναίδεια και δήθεν ξαφνιασμένος μου είπε:


-Μπράβο σου, μπράβο σου! Κορίτσι, και πας και στο Γυμνάσιο...


Ύστερα έδωσε ένα δυνατό χτύπημα στα καπούλια του γαϊδάρου του που έφυγε τρέχοντας, ενώ εκείνος χαχάνιζε κοιτώντας με κοροϊδευτικά.


-Πατέρα, ο Ατσιποπουλιανός με πρόσβαλλε, παραπονέθηκα στον πατέρα μου σαν έφτασα στο σπίτι.


-Σε πρόσβαλλε; Δηλαδή;


-Να! Ο γάιδαρος του το ... και το.... και εκείνος είπε πως εγώ...


-Μη σκοτίζεσαι. Το ξέρω, είπε γελώντας ο πατέρας μου. Είναι πειραχτήρι, μα καλός άνθρωπος.


Την άλλη μέρα ο μισητός εχθρός μου από το Ατσιπόπουλο, καθώς προχωρούσα στο δρόμο για το σχολείο, με πλησιάζει καβάλα όπως πάντα στο γάιδαρο του, και μου λέει:


-Δε μου λες εσύ, που είσαι και καλή μαθήτρια καθώς λένε – έβαλα χθες το βράδυ άχυρα στη μαντζιαδούρα του γαϊδάρου μου και το πρωί δεν τα βρήκα. Ποιος τάφαγε;


-Εσύ! του απάντησα θυμωμένα. Εσύ!


Όταν πήγα στο σπίτι και είπα στη μάνα μου χαρούμενη πως έδωσα απάντηση «πληρωμένη» στον Ατσιποπουλιανό, εκείνη μούδωσε ένα δυνατό χαστούκι και μούπε:


-Nα! για να μάθεις να μην προσβάλλεις γέρους ανθρώπους.


Από κείνη την ημέρα ο Ατσιποπουλιανός – που μπορεί νάτανε γέρος και νάχε την μορφή καλοκάγαθου Αη-Βασίλη – εμένα μου έγινε ακόμα πιο μισητός και προσπαθούσα με κάθε τρόπο να τον αποφεύγω. Εκείνος άλλωτε περνούσε πλάι μου αδιάφορος, άλλοτε σφυρίζοντας κι άλλοτε στριφογύριζε δίπλα μου σα σβούρα από τον κεντρικό δρόμο της πόλης μας.


Εκείνη την ημέρα των Χριστουγέννων, με ξάφνιασε το γέλιο του καθώς προχωρούσα με το ταψί στο κεφάλι.
-Χα...χα...χι...χι..., ώστε ψέλνεις κιόλας;


Με πλησίασε για λίγο κι ύστερα απομακρύνθηκε πίσω μου, ενώ η φωνή του ακούστηκε από μακρυά όπως πάντα κοροϊδευτικά:


-Καλά Χριστούγεννα Ξανθομπουρμπουρίτσα! (Έτσι με φώναζε συχνά, όταν με συναντούσε. Ξανθομπουρμπουρίτσα...).


Καθώς απομακρύνονταν σα να μου φάνηκε, πως το ταψί στο κεφάλι μου είχε λιγότερο βάρος, μα δεν έδωσα και τόσο σημασία, ως την ώρα που πήγα στο σπίτι κι ακούμπησα πάνω στο τραπέζι το ταψί. Η γαλοπούλα είχε κάνει φτερά...


Στην αρχή ξαφνιάστηκα... Τι έγινε, είπα μονολογώντας, η γαλοπούλα; Εγώ το ταψί δεν το άφησα πουθενά. Από του Τζελέση τον φούρνο ήρθα στο σπίτι. Ύστερα κατάλαβα, κι άρχισα να βρίζω...


-Τι έπαθες και βρίζεις; Αυτά δεν είναι λόγια για κορίτσι, μου λέει ο πατέρας μου σαν μ’ άκουσε, κι η μάνα μου τ’ απάντησε αυτή για μένα:


-Σου μοιάζει η κορούλα σου, σου μοιάζει ακόμα και στις βρισιές. Της έκλεψαν τη γαλοπούλα. Γι΄αυτό βρίζει.
-Τη γαλοπούλα; Απ’ το ταψί; Μα πώς;


-Ο Ατσιποπουλιανός! απάντησα εγώ γεμάτη κακία και με σφιγμένες γροθιές –καθώς θυμήθηκα πως με πλησίασε στο δρόμο για να ψάλλουμε δήθεν μαζί το «Η γέννησή σου Χριστέ...».


Την άλλη μέρα στην εξώπορτα του σπιτιού μας ξεπρόβαλλε η μισητή μορφή του εχθρού μου, φωνάζοντας καθώς με είδε:


-Ε, Ξανθομπουρμπουρίτσα, άνοιξε!


Ήταν καλοντυμένος και κρατούσε στα χέρια του ένα μεγάλο κάτασπρο σάκο, που τον άφησε πλάι στα πόδια μου, λέγοντας:


-Καλή μέρα! Χρόνια Πολλά. Νόστιμη και καλοψημένη ήταν η γαλοπούλα σου...χι...χι...χα...χα... Εσύ μου της έδωσες ψημένη.


-Δεν στην έδωσα. Την έκλεψες, του απάντησα βιαστικά.


-Το ίδιο κάνει, το ίδιο κάνει και μη θυμώνεις. Εσύ μου την έδωσες ψημένη, μια κι εγώ δεν έχω κανέναν να μου τη μαγειρέψει. Να, έλα, πάρε...


Πλάι στον άσπρο σάκο τοποθέτησε κι ένα μεγάλο χαρτοκιβώτιο με τρύπες και καθώς το άνοιξε πετάχτηκε από μέσα ο μακρύς λαιμός μιας ζωντανής γαλοπούλας, που χτυπούσε πέρα δώθε τα φτερά της, προσπαθώντας να λευτερώσει τα δεμένα πόδια της.


-Χαιρετισμούς στη μάνα και στον πατέρα σου, μου είπε καθώς έφευγε.
-Είναι στην εκκλησιά, του απάντησα.

-Το ξέρω... τους είδα.


Καβάλισε με σβελτάδα το σαμάρι του γαϊδουριού κι απομακρύνθηκε σφυρίζοντας ενώ ψιλόβρεχε.
Πού είχε πάει ξαφνικά εκείνο το μίσος κι ο θυμός μου , καθώς τον είδα να φεύγει και να χάνεται στη στροφή του δρόμου και μέσα στη βροχή;


Έκανα να τον φωνάξω, όταν άκουσα από μακρυά τη φωνή του:
-Χρόνια Πολλά, Ξανθομπουρμπουρίτσα!...
Μέσα στο μεγάλο άσπρο σακούλι, λογιών, λογιών μικρότερες σακουλίτσες. Καρύδια, αμύγδαλα, φυστίκια, σταφίδες, κουλουράκια...


Τα χρόνια πέρασαν... Η πολιτεία υπάρχει. Πάντα όμορφη και αγαπημένη. Ο φούρνος έγινε κατάστημα με διάφορες πραμάτειες. Το μικρό χωριό μεγάλωσε. Εγώ δεν βάζω πια ταψιά στο κεφάλι μου, μήτε τραγουδώ στους δρόμους – αν και θα το ήθελα. Κι ο Ατσιποπουλιανός έγινε σκόνη τ’ ανέμου, διήγημα Χριστουγεννιάτικο κι ένα από τα μικρά σημαδάκια της παιδικής ψυχής και της καρδιάς μου, που καθώς λένε δεν γερνά για να τα σκεπάσει η λήθη...

 

 


Στέλλα-Ροζίτα Κωνσταντίνου
Πεζογράφος - Ποιήτρια
Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών

 

Από τη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «ΔΡΟΜΟΙ ΚΑΙ ΣΤΑΘΜΟΙ»
(Αθήνα 1985)

 

 

12os-MCNews book bannerB

Διαβάστηκε 276 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr μετά από δέκα χρόνια συνεχούς λειτουργίας είναι ένα site που βοηθάει, ενημερώνει, ψυχαγωγεί και συναρπάζει τους αναγνώστες του παγκοσμίως.

Διαβάστε περισσότερα