ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024 - 7:32:23π.μ.
27
Μαΐου

Μια ρομαντική ιστορία αγάπης- Διήγημα της Ζαννέτας Καλύβα Παπαϊωάννου

Κατηγορία Πεζογραφία

Ήτανε Μάιος μήνας, όταν ένα ολόδροσο απογευματινό, μια ωραία συντροφιά, αποφάσισε να πάει βόλτα στην Βαρυμπόμπη.

Όταν έφθασαν εκεί αντίκρισαν το καταπράσινο τοπίο, που σχημάτιζε ένα ωραιότατο φυσικό χαλί της Ανατολής, στολισμένο με λογής – λογής αγριολούλουδα, λευκές και κίτρινες  μαργαρίτες, ανεμώνες, κυκλάμινα, σπάρτα, θυμάρι και διάφορα άλλα άγρια λουλούδια μέσα σε μια μεθυστική από το άρωμά της ατμόσφαιρα που σε έκανε να νοιώθεις μια απόλαυση και ευλογία για την ζωή σου.

 

     Όπου κι αν καθόσουν, όπου κι αν κοίταζες, όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα σου, ζούσες την απόλυτη ομορφιά και την δροσιά της Άνοιξης. Η αναγέννηση της φύσης σε προδιαθέτει για μια καινούργια ανανεωμένη ζωή, για μια νέα αρχή, ακόμη και  για μια νέα περιπέτεια.

 

     Η συντροφιά κυριολεκτικά επηρεασμένη και μεθυσμένη από τον οργασμό της φύσης, ξεχύθηκε μέσα στο λιβάδι για να απολαύσει  την δροσιά, την ευωδιά, να μαζέψει αγριολούλουδα, να μαδήσει την μαργαρίτα και να αστειευτεί με το «μ’ αγαπάς δεν μ’ αγαπάς», «Παναθηναϊκός ή Ολυμπιακός», «ταβερνάκι ή μπαράκι», να κυλιστεί ξένοιαστα πάνω στο καταπράσινο χαλάκι της γης, να χωριστεί σε καμιά απόμακρη γωνιά για να ανταλλάξει μια ζεστή αγκαλιά, ένα θερμό φιλί  και ότι άλλο ήθελε προκύψει.

 

     Εκείνη, μια καστανόξανθη κοπέλα, με γαλανά μάτια και σπινθηροβόλο βλέμμα, ντυμένη απλά και δροσερά με τζίν παντελόνι και ένα υπέροχο πολύχρωμο κοντομάνικο μακό μπλουζάκι, με τα μαλλιά της να πέφτουν με χάρη  στους ώμους της, χαρούμενη  και ευτυχισμένη, απομακρύνθηκε αθόρυβα από την υπόλοιπη παρέα και προχωρούσε σιγοτραγουδώντας, λικνίζοντας συγχρόνως το λυγερό κορμάκι της με τους ήχους της μελωδικής φωνής της, άφησε την φαντασία της να προχωρά πριν από εκείνη, για εκείνη.


     Πίσω της, αργά αλλά σταθερά, την ακολούθησε ο Περικλής, πατώντας ίσως στα νύχια των ποδιών του, με αθλητικά παπούτσια, φορώντας τζίν και μακρυμάνικο κίτρινο πουκάμισο, ένα λυγερόκορμο, γεροδεμένο και ευγενικό παλικάρι, με μάτια λαμπερά και αστραφτερά, γεμάτα ενθουσιασμό για την παρουσία αυτής της αεράτης κοπέλας. Την πλησίασε, άπλωσε  μεν διστακτικά το χέρι του γύρω από την μέση της, αλλά με αποφασιστικότητα, της είπε.

 

-    Μου επιτρέπεις να σου κάνω παρέα; Θα προσπαθήσω να είμαι καλός συνομιλητής και συνοδοιπόρος μαζί σου.

 

     Εκείνη ξαφνιάστηκε, κοντοστάθηκε, τον κοίταξε ερευνητικά μέσα στα μάτια του, σαν να ήθελε να διαπιστώσει τον χαρακτήρα  και την καλή του πρόθεση για μια νέα γνωριμία.

 

Η αλήθεια είναι ότι καρτερούσε την συντροφιά του, γιατί από την πρώτη στιγμή που τον συνάντησε στην καφετέρια της Πλατείας Εξαρχείων, τον είχε ξεχωρίσει από την υπόλοιπη  γνωστή παρέα της. ΄Αλλωστε έτσι έγιναν όλοι τους μια παρέα και ξεκίνησαν για την ρομαντική τους βόλτα στην Βαρυμπόμπη.

 

     - Και βέβαια σου το επιτρέπω, του απαντά χαριτολογώντας. Αλλά και μόνη μου δεν θα περπατούσα για αρκετή ώρα. Η δική σου παρέα είναι ευπρόσδεκτη.

 

     Η χειρονομία του αυτή να την πιάσει από την μέση, την ώρα που την είχε ανάγκη για να νοιώσει κάπως διαφορετικά μέσα σ’ αυτό το ανοιξιάτικο και ευωδιαστό περιβάλλον, την έκανε να αισθανθεί μια τρυφερότητα και μια εμπιστοσύνη που δεν είχε νοιώσει ποτέ για άλλον άνδρα.
                                       

     Ο Περικλής ενθουσιάστηκε με την απάντησή της. Άρχισαν στην αρχή να φλυαρούν. Εκείνος που και που της έκοβε και κανένα αγριολούλουδο και της πρόσφερε. Κατά διαστήματα έμεναν και οι δυο τους αμήχανοι και σιωπηλοί. Είχαν διανύσει αρκετή απόσταση, όταν αποφάσισαν να επιστρέψουν και να συναντηθούν με τα υπόλοιπα παιδιά.


     Ο ήλιος σιγά – σιγά άρχισε να δύει. Το ηλιοβασίλεμα φανταστικό. Το φεγγάρι άρχισε να βγαίνει από την κορυφή του βουνού. Αγκαλιάστηκαν και άφησαν το βλέμμα τους να βλέπει το φεγγάρι που ξεπρόβαλε Ήταν πανσέληνος. Το θεώρησαν καλό οιωνό για την γνωριμία τους. Τους φώτιζε. Τους δυνάμωνε. Τους έδινε δύναμη και κουράγιο να συνεχίσουν το δρόμο που είχαν χαράξει Άρχισε να απλώνεται και η υγρασία της ρομαντικής βραδιάς, η οποία δυνάμωνε το άρωμα των λουλουδιών. Στο δρόμο τους, ένας κομμένος τεράστιος κορμός δέντρου, προσφέρονταν για την ξεκούρασή τους από τον ποδαρόδρομο. Κάθισαν να ξαποστάσουν και οι δυο τους σκεπτικοί.

 

     Το ξαφνικό αεράκι και η υγρή ψύχρα της νύκτας, έκαναν την Πηνελόπη να ανατριχιάσει. Έβαλε τις παλάμες της στον κόρφο της  για να ζεσταθεί. Ο Περικλής αυθόρμητα έβγαλε το πουκάμισό του και την τύλιξε για να μην κρυώνει. Το μελαψό γυμνό του σώμα ακούμπησε σαγηνευτικά στα μπράτσα της. Ένοιωσε την ζεστασιά του, ένοιωσε να λυγίζει, ένοιωσε τα κοραλλένια χείλη της να τρέμουν, το σώμα της να λαχταρά το δικό του. Άπλωσε τα χέρια της και χάιδεψε τα μάγουλά του. Εκείνος τα κράτησε σφικτά μέσα στα δικά του. Η διέγερση και η έλξη των σωμάτων τους ήταν πλέον γεγονός αναπόφευκτο. Σφιχταγκαλιάστηκαν και έδωσαν με πάθος, το πρώτο ερωτικό φιλί τους!!

 

     Παρέμειναν έτσι αρκετή ώρα, προσπαθώντας να ανακαλύψουν το κάλεσμα της καρδιάς τους. Σταμάτησαν να μιλούν. Αφέθηκαν ελεύθεροι να νοιώσουν την μαγεία του κεραυνοβόλου έρωτα, τις καρδιές τους να πάλλονται, την γοητεία και την  ευτυχία της στιγμής.

 

-    Δηλώνω γοητευμένος!  Θα ήμουν πολύ τυχερός να βρίσκομαι κάθε μέρα κοντά σου, της ψιθυρίζει στο αυτί.

 

-    Κι εγώ, του απαντά η Πηνελόπη. Τον παρακολουθούσε σχεδόν χωρίς ν’ αναπνέει. Αισθανόταν μόνον την  ζέση που αναδυόταν από τα σώματά τους και την κολόνια του.

 

-    Πηνελόπη!!

 

-    Ναι, Περικλή!!

 

Έμειναν σιωπηλοί. Ο Περικλής κράτησε το αριστερό της χέρι μέσα στο δικό του και άρχισε να προχωρά γεμάτος από μια πρωτόγνωρη ευτυχία και χαρά. Η Πηνελόπη τον ακολουθούσε εκστατική. Ξαφνικά ξεκούμπωσε το πουκάμισό του, που φορούσε εκείνη για να μην κρυώνει, και τον τράβηξε περισσότερο κοντά της. Δεν βιαζόταν να συναντηθεί με τα άλλα παιδιά. Βασικά προτιμούσε να γυρίσουν  στην Αθήνα μόνοι τους. Να μην τους ενοχλήσει κανείς, να μην τους αστειευτεί, να τους κοροϊδέψει και να τους χαλάσει την ηρεμία της ψυχής τους.

 

Το ίδιο επιθυμούσε  κι εκείνος. Όταν συναντήθηκαν όλοι τους στο τέρμα των λεωφορείων, τους είπε ότι αυτοί θα παρέμεναν ακόμη για μια ώρα. Θα επέστρεφαν με το τελευταίο  δρομολόγιο της γραμμής.

 

Την επόμενη μέρα το πρωί ο Περικλής περίμενε την Πηνελόπη στην στάση του λεωφορείου, με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι του, κομμένο από την αυλή του σπιτιού του. Είχε διαλέξει το καλύτερο μπουμπούκι για εκείνη. Άλλωστε μπουμπούκι ήταν και ο παράφορος έρωτάς τους, ο οποίος σιγά – σιγά θα μεγάλωνε και θα άνοιγε τα φύλλα (φτερά) του, για να σκορπίσει το μεθυστικό άρωμά του.

 

Σε λίγο την βλέπει να ξεπροβάλλει από την γωνία του σπιτιού της, βιαστική, σχεδόν έτρεχε για να προλάβει το λεωφορείο που ερχόταν γεμάτο από επιβάτες.

 

-    Πηνελόπη, καλημέρα, της λέει και της προσφέρει με τρυφερότητα το τριαντάφυλλο.

 

-    Καλημέρα Περικλή μου, έλα μαζί μου, εάν μπορείς. Έχω αργήσει και θα γκρινιάζει το αφεντικό μου, μοσχομυρίζοντας συγχρόνως το βελούδινο τριαντάφυλλο, που της είχε προσφέρει ο αγαπημένος της.

 

-    Ωραίο άρωμα, ωραίο χρώμα, βελούδινη υφή, του λέει και τον τραβάει από το χέρι για να είναι μαζί.

 

-     Μπαίνει κι εκείνος στο λεωφορείο και την συνοδεύει μέχρις ότου φθάσει στο γραφείο της. Εργαζόταν σ’ ένα λογιστικό – φοροτεχνικό γραφείο. Παράλληλα σπούδαζε και στο Πολυτεχνείο. Το όνειρό της ήταν να γίνει αρχιτέκτων. Είχε μεγάλα σχέδια για το μέλλον της, αλλά και μεγάλη θέληση και επιμονή για την πραγματοποίηση των ονείρων της. Τον αποχαιρετά μ’ ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο.

 

-    Πηνελόπη, θα συναντηθούμε στις οκτώ στην καφετέρια;

 

-    Οπωσδήποτε, του απαντά και χάνεται μέσα στο ασανσέρ.

 

     Ο Περικλής εκείνη την ημέρα προτίμησε να μην περάσει από το μικρό εμπορικό κατάστημα που διατηρούσε ο πατέρας του, αλλά να γυρίσει στο σπίτι του και να συνεχίσει το εντατικό  διάβασμά του, γιατί τον Ιούνιο θα έδινε εξετάσεις για το πτυχίο του. Ήταν τελειόφοιτος της Νομικής Σχολής. Ο πατέρας του ονειρευόταν να τον καμαρώσει μεγάλο και επιτυχημένο δικηγόρο. ΄Εκανε  μεγάλες οικονομίες για να του ανοίξει δικηγορικό γραφείο στο κέντρο της Αθήνας. Είχε σχεδιάσει ακόμη στο μυαλό του και την ταμπέλα που θα αναρτούσε απέξω  από το μπαλκόνι και την πόρτα του γραφείου.

 

     Ήτανε μοναχογιός ο Περικλής, το καμάρι του, η ζωή του όλη, όπως συχνά έλεγε με υπερηφάνεια στους φίλους του. Δεν ήθελε να του λείψει τίποτα. Φτάνει που από μικρός έχασε την μητέρα του και του έλειπε το χάδι της, η στοργή της, η φροντίδα της και προπαντός η παρουσία και η παρηγοριά της.

 

     Επέστρεψε στο σπίτι του ικανοποιημένος γιατί την είχε συναντήσει πρωί – πρωί. Ο πατέρας του δεν είχε φύγει ακόμη για να ανοίξει το μαγαζί του. Τον περίμενε. Ήτανε από τις ελάχιστες φορές που ο γιός του βγήκε τόσο νωρίς έξω. Δεν ήξερε που είχε πάει. Εάν ήθελε κάτι για την σχολή του. Βλέπετε το προηγούμενο βράδυ δεν συναντήθηκαν με τον πατέρα του, όπως συνήθως συνέβαινε.

 

-    Καλημέρα πατέρα, πως και τέτοια ώρα είσαι ακόμη στο σπίτι; τον ρώτησε.

 

-    Άργησα να σηκωθώ. Με πήρε ο ύπνος του απάντησε. Εσύ τώρα έρχεσαι; δεν κοιμήθηκες  φαίνεται εδώ απόψε.

 

-    Έπρεπε να πάω κάπου νωρίς το πρωί και προσπάθησα να μην σε ενοχλήσω. Κοιμόσουν με μια ηρεμία και τόσο γαλήνιος που θα την ζήλευε κάθε ξενυχτισμένος.

 

-    Θέλεις να φέρω κάτι το μεσημέρι; φαγητό σου έχω μαγειρέψει. Το έχω βάλει στο ψυγείο και είναι και το φαγητό που σου αρέσει πολύ.
                          

-    Μην μου πεις ότι έφτιαξες αγκινάρες αλά πολίτα;

 

-    Ναι, αυτό σου μαγείρεψα. Είχα όρεξη χθες το βράδυ και ασχολήθηκα περισσότερο με το φαγητό. Προσπάθησα να το πετύχω, όπως η μητέρα σου.

 

-    Σ’ ευχαριστώ πατέρα. Καλό δρόμο και καλές δουλειές. Εγώ σήμερα θα μελετώ όλη την ημέρα και το βραδάκι θα βγω λίγο για να ξεμουδιάσω. Την περισσότερη ύλη την ξέρω καλά, μην ανησυχείς.

 

     Ακούστηκε το κλείσιμο της πόρτας. Ο Περικλής κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο και δοκίμασε το αγαπημένο του φαγητό. Θυμήθηκε την μάνα του και δάκρυσε. Έφτιαξε έναν καφέ και κάθισε στο γραφείο του για να διαβάσει. Το μυαλό του όμως στριφογύριζε σ’ εκείνη, στα όμορφα μαλλιά της, στα λάχνα μάτια της, στο λυγερό κορμάκι της, στο πρώτο τους φιλί, στον πόθο του να την συναντήσει και να την σφίξει στην αγκαλιά του, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Το βράδυ του φαινόταν αιώνας. Την είχε ερωτευτεί κεραυνοβόλα και παράφορα.

 

     Σήκωσε το ακουστικό να της τηλεφωνήσει, να ακούσει την παθιάρικη φωνή της. Μετάνιωσε. Δεν ήθελε να την ενοχλήσει στην δουλειά της, μήπως και την παρατηρήσει το αυστηρό αφεντικό της. Ρούφηξε τον καφέ του, όταν κτύπησε το τηλέφωνο.

 

-    Ναι, ποιος είναι; ρώτησε με απορία.

 

-    Περικλή μου, σ’ ευχαριστώ που ήρθες το πρωί. Ήταν μια μεγάλη έκπληξη για μένα. Σε σκεπτόμουν όλη την νύκτα. Δεν βλέπω την ώρα να συναντηθούμε το βράδυ. Μήπως μπορείς πιο νωρίς;

                                      
-    Μπορώ, μπορώ. Στις επτά είναι καλά; Προλαβαίνεις να ξεκουραστείς;

 

-    Σύμφωνοι, του απαντά. Να ξέρεις….., άστο καλύτερα για το βράδυ.

 

Έκλεισαν το τηλέφωνο.

 

Η Πηνελόπη πήρε στα χέρια της το τριαντάφυλλο. Το μύρισε, το ακούμπησε στο μάγουλό της, στο στήθος της. Νόμιζε  ότι την άγγιζε εκείνος. Ένοιωθε την αναπνοή του, το άρωμά του, το τρυφερό και γεμάτο πάθος φιλί του. Θυμήθηκε το αγκάλιασμά τους, την πανσέληνο, τον κορμό του δέντρου που βρέθηκε μπροστά τους και ξαποστάσανε…..


Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Ήταν αφηρημένη. Αλλά ευτυχισμένη.

 

-    Πηνελόπη, φέρε μου τις καταστάσεις και τα δελτία πληρωμών, φώναξε το αφεντικό της. Σήμερα μου φαίνεσαι αφηρημένη, κάπως διαφορετική.

 

-    Ορίστε κύριε τις καταστάσεις και τα δελτία. Είναι έτοιμα από χθες το πρωί. Δεν μου τα ζητήσατε για να τα υπογράψετε. Είχατε πολλές εξωτερικές υποχρεώσεις χθες. Ήταν πολύ κουραστική ημέρα για εσάς και δεν ήθελα να σας επιβαρύνω και εγώ περισσότερο.

 

-    Σ’ ευχαριστώ Πηνελόπη. Είσαι ένα θαυμάσιο πλάσμα. Ναι πράγματι χθες κουράστηκα πάρα πολύ. Βλέπεις τα χρόνια περνούν και αφήνουν πίσω τα σημάδια τους. Σήμερα όμως θα καθίσω να εργαστώ στο γραφείο. Δεν πειράζει, θα καταθέσω αύριο στην Τράπεζα και στην Εφορία αυτά που θέλω, της απαντά.

 

-    Μήπως θέλετε να τα καταθέσω εγώ; τον ρώτησε.
                                    

-    Μπορείς; σ’ ευχαριστώ παιδί μου για την προθυμία σου.

 

Με κέφι η Πηνελόπη πήρε τα χαρτιά, την τσάντα της και το τριαντάφυλλο, γιατί δεν ήθελε να το αφήσει στο γραφείο της και έγινε λούης. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε καμία όρεξη για δουλειά εκείνο το πρωινό. Μόλις απομακρύνθηκε από το χώρο του γραφείου της, τηλεφώνησε πάλι στον Περικλή.

 

-    Περικλή μου, με συγχωρείς που σε ξαναπαίρνω. Ήθελα να ακούσω την φωνή σου. Δεν είχα όρεξη για δουλειά μέσα στο γραφείο και βγήκα έξω να διεκπεραιώσω κάτι άλλες εκκρεμότητες του γραφείου.    

 

-    Αγάπη μου, θέλεις να συναντηθούμε να πιούμε έναν χυμό; Σε παίρνει η ώρα; Κι εγώ δεν μπορώ να διαβάσω, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. ΄Εχω την μορφή σου συνεχώς μπροστά μου και την γεύση των φιλιών σου. Έρχομαι, πες μου που θα συναντηθούμε;

 

     Συναντήθηκαν μετά από δύο ώρες περίπου στην γνωστή τους καφετέρια. Έτρεξαν και οι δυο τους με την ίδια λαχτάρα και επιθυμία. Είχαν την εντύπωση ότι είχαν περάσει χρόνια από τότε που χωρίσανε. Έδεσαν αμέσως. Η χημεία τους ήταν ο καλύτερος συνδυασμός για το σώμα τους, για την σκέψη τους, για τις ιδέες τους, για την πνευματική τους καλλιέργεια και προ παντός για την ψυχική τους επαφή, θεμέλια απαραίτητα για την δημιουργία μιας ευτυχισμένης οικογενειακής κατάστασης στο μέλλον!!!

 

 

 

 

 

 

 

ΖΑΝΝΕΤΑ ΚΑΛΥΒΑ – ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ
Ποιήτρια – Συγγραφέας
Ισόβιο μέλος των I.W.A.
Ισόβιο Μέλος του Παγκόσμιου Κογκρέσου των Ποιητών
Μέλος της Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
Μέλος της Ένωσης Καλλιτεχνών και Λογοτεχνών Ηλιούπολης
Μέλος του Λογοτεχνικού Ομίλου «Ξάστερον»

Διαβάστηκε 410 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(85 ψήφοι)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr είναι ένα site, που φιλοδοξεί να δώσει στους αναγνώστες του αντικειμενική και ανεξάρτητη ενημέρωση, χωρίς υπερβολές, παραποιήσεις και σκοπιμότητες...

Διαβάστε περισσότερα