ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Πέμπτη, 19 Σεπτεμβρίου 2024 - 10:33:37π.μ.
19
Δεκεμβρίου

"Ο άστεγος" της Πασχαλίας Τραυλού

Κατηγορία Πεζογραφία

Τα άρβυλα είχαν τρυπήσει μέρες τώρα κι έτσι όπως άφηνε λυτά τα κορδόνια να σέρνονται σαν νερόφιδα πάνω στην άσφαλτο, έμοιαζαν με ναυαγισμένα πλοία στην τσιμεντένια άβυσσο της μεγαλούπολης.

pasxalia-trauloyΈνιωθε τη βροχή να αγγίζει παγωμένη τη σάρκα του κι ώρες ώρες αυτό το άγγιγμα νόμιζε πως έφτανε βαθιά ως τα φυλλοκάρδια του. Παρόλα αυτά τραγουδούσε. Στεκόταν στη γνώριμη γωνία του, στο υπόστεγο μιας δημόσιας υπηρεσίας και μουρμούριζε μια μελωδία με το χέρι απλωμένο στους περαστικούς.


Συνήθως οι ζητιάνοι γυρεύουν ελεημοσύνη με ένα αργόσυρτο ενοχλητικό μουρμουρητό και με λέξεις στερεότυπες που εκνευρίζουν παρά κεντρίζουν τον οίκτο. Εκείνος δεν καταδέχεται τέτοια τεχνάσματα. Απλώνει το χέρι με θάρρος και κοιτάζει τα μάτια των περαστικών που συνήθως κατεβάζουν στα παπούτσια το βλέμμα στη γη, σαν να δοκιμάζουν ένα bras de ferie ψυχών και αποδεικνύεται εκείνος δυνατότερος.
Ένας σκύλος γεμάτος τσιμπούρια είναι αραγμένος δίπλα του τις τελευταίες μέρες χαζεύοντας τη βροχή και τους περαστικούς. Στις τσέπες του ο άντρας έχει ένα σακούλι μισοκαπνισμένες γόπες. Όταν ο δρόμος είναι ήσυχος, κυρίως το σούρουπο, βγάζει το σακουλάκι και το χαζεύει. Μετράει τη φτώχια του κόσμου από το πόσο ακάπνιστα πετούν οι άνθρωποι τα τσιγάρα τους. Πάνε δυο χρόνια πάνω κάτω που δυσκολεύεται να βρει ακάπνιστα αποτσίγαρα. Οι περισσότεροι πλέον κοντεύουν να καπνίσουν ως και το σφουγγαράκι προτού να σβήσουν το τσιγάρο τους. Ετούτη η αλλόκοτη στατιστική τον γεμίζει με άγρια χαρά, τη χαρά εκείνου που διαπιστώνει ότι κοντοζυγώνει η Θεία Δίκη και θα γευτεί στα χείλη του τη γλύκα της εκδίκησης. Τέρμα τα βλέμματα του οίκτου και της αποστροφής. Σαν ίσος προς ίσον θα τον κοιτάζουν και θα νοιώθουν πως είναι να απλώνεις το χέρι και να εισπράττεις περιφρόνηση.


Στέκεται σε τούτη τη γωνιά, με το χέρι απλωμένο, ένα χρόνο τώρα. Το μοναδικό του χέρι. Το άλλο το έχασε στους βομβαρδισμούς του Σεράγεβο. Ούτε που κατάλαβε πως συνέβη, πώς βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη από την κεντρική πλατεία της πόλης του με ένα ζωγραφικό του πίνακα υπό μάλης, σε τούτο το παγωμένο πεζούλι, δίχως το χέρι και δίχως τον τελευταίο πίνακα που είχε φιλοτεχνήσει.


Σαν να διακτινίστηκε μέσα σε δευτερόλεπτα από τον Παράδεισο στην Κόλαση, δίχως να θυμάται τους γιατρούς, το νοσοκομείο, τα κλάματα, τις φωνές, τους πόνους έπειτα από τον ακρωτηριασμό, την είδηση του θανάτου των παιδιών και της γυναίκας του. Τίποτα. Η μνήμη, άγραφο, πένθιμο χαρτί. Είναι σαν να γεννήθηκε απευθείας σ’ αυτό το τσιμεντένιο πεζούλι, σαν να μην είχε ποτέ δεξί χέρι, ποτέ γερά παπούτσια, ποτέ συγγενείς ,ποτέ χαμόγελο. Ένας πέτρινος άνθρωπος που αναδύθηκε από το τσιμέντο φορώντας ετούτες τις αρβύλες που μπάζουν βροχή. Ένας άνθρωπος που με απλωμένο το γερό χέρι χαζεύει τους περαστικούς και έχει αρχίσει να νιώθει αυτός οίκτο για εκείνους.


Οι φάτσες πλέον είναι γνωστές ολόγυρά του. Σχεδόν τους περιμένει να περάσουν και να σερβίρει το χέρι του στον οίκτο τους. Ένα χρόνο τώρα παρατηρεί τις όψεις των γνώριμων πια περαστικών μέρα τη μέρα και έχει μάθει να διαβάζει τη διάλεκτο των μορφασμών τους. Ξέρει πότε βουλιάζουν σε σκέψεις γεμάτες αγκάθια και πότε ο νους τους είναι αφημένος σε νωχελική σιωπή.


Τα μάτια ωστόσο των περισσοτέρων τον κοιτάζουν αφ’ υψηλού. Μόνο τα παιδιά όποτε περνούν ξυστά από κοντά του τον κοιτούν στα μάτια. Λόγω ύψους ίσως. Μόνο σ’ αυτά κι εκείνος σκάζει ένα ίχνος γέλιου ξέροντας πόσο πονάει η θέα του κομμένου χεριού που επιδεικτικά το αφήνει ακάλυπτο για να γαργαλήσει τη συμπόνοια των περαστικών. Μα και τα παιδιά μόλις ψηλώσουν, αλλάζουν βλέμμα και τον προσβάλλουν με την ίδια αδιάφορη θλίψη, που ώρες ώρες του μοιάζει με θυμό, κατηγορώντας τον ότι ενοχλεί την επαναπαυμένη τους συνείδηση.


Βγάζει μια από τις γόπες και την ανάβει. Σπίρτα βρίσκει εύκολα. Ο περιπτεράς, ένας γέρος στο απέναντι πεζοδρόμιο του δίνει απλόχερα και σπίρτα και καμιά σοκολάτα και κάνα μπουκάλι ούζο πότε πότε για να ζεσταθεί το χειμώνα που σκεβρώνει απ’το κρύο. Μαγκούφης εκείνος, έρημος και ο ζητιάνος, παρατηρητές και οι δυο του πλήθους για να περνάει η ώρα, μοιάζουν πολύ. Μόλις τελειώνουν τη «δουλειά» τους, κάθονται σ’ ένα ταβερνάκι λίγο πιο κάτω από το περίπτερο, με φτηνό μεζέ και κρασί.


Ο περιπτεράς έχασε τη δική του συντρόφισσα από την επάρατο. Ο ζητιάνος τη δική του στους βομβαρδισμούς. Οι ζωές τους, βαγόνια σε παράλληλες ράγες. Η μοναξιά τους ενώνει μα τους χωρίζει συνάμα, καθώς έμαθαν και οι δυο να ζουν μοναχοί. Με τη μοναξιά είναι φιλιωμένοι γι’αυτό και μπορούν να είναι φίλοι οι δυο τους με μια αλλόκοτη σιωπηλή, ολιγαρκή φιλία. Ένα κρασί και αραιές κουβέντες. Και βλέμματα κατανόησης για τις πληγές που μέσα τους σαπίζουν καιρό.


Ο περιπτεράς έχει επιτρέψει στο ζητιάνο να βρίσκει απάγκιο στην αποθήκη του σπιτιού του. Δεν του έχει ζητήσει να ανέβει ποτέ στο πάνω πάτωμα για να μοιραστεί μαζί του τη θαλπωρή του καλοριφέρ. Στο σπίτι θέλει την ησυχία του. Πίνουν, ανταλλάσσουν λίγες κουβέντες και καθένας γυρνάει στη γωνιά του να κλάψει, να ουρλιάξει ή να σωπάσει μόνος. Το περίεργο είναι πως ούτε ο ζητιάνος έχει επιθυμήσει να ανέβει στο σπίτι του περιπτερά. Του αρκούν όσα έχει στην αποθήκη: μια λάμπα, μια τριμμένη κουβέρτα, μια τουαλέτα της κακιάς ώρας, ένα σπασμένο νιπτήρα με μια βρύση που στάζει, ένα σκύλο να φρουρεί τις μοναξιές τους έξω από την πόρτα της αποθήκης. Είναι θαύμα που δεν πληρώνει νοίκι κι έχει ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του να στεγάζει τις νύχτες την άδεια σιωπή του. Κάθε βράδυ, μετά την οινοποσία, σέρνουν το βήμα τους οι δυο τους ως εκεί, λένε καληνύχτα και χωρίζουν.


Πέρσι τα Χριστούγεννα, ήταν που ο περιπτεράς του έκανε δώρο τις αρβύλες. Ήταν τότε που καθάρισε την αποθήκη και πέταξε τη σαβούρα που είχε πιάσει αράχνες θέλοντας να εξαφανίσει τη βαριά μυρωδιά των παστωμένων μες στη σκόνη του χρόνου πραγμάτων. Βρήκε τα άρβυλα που τα είχε απ’το στρατό, βρήκε παλιά ρούχα που πια δεν του έκαναν, βρήκε την κουβέρτα, βρήκε και λίγη καταχωνιασμένη ανθρωπιά που είχε ξεχαστεί από τότε που έχασε τη μακαρίτισσα. Έβαλε τα άρβυλα σε μια σακούλα απορριμμάτων μαζί μ’ ένα παλιό παλτό και τα πήγε στο ζητιάνο δίχως να περιμένει ευχαριστίες.


Στάθηκε για δευτερόλεπτα κοντά του ακούμπησε στο πλάι του τη σακούλα και τάχυνε το βήμα για να χαθεί μες στο πυκνό σκοτάδι εκείνης της Χριστουγεννιάτικης νύχτας. Λίγες μόνο μέρες είχαν περάσει αφότου ο Σέρβος είχε καταφθάσει με τη ψυχή κενή σαν άδειο τάφο και απάγκιασε στη γωνιά του αντίκρυ στο περίπτερο απλώνοντας το χέρι του για πρώτη φορά. Ως τότε ο περιπτεράς ήταν ένας άνθρωπος αμίλητος, καμπουριασμένος, στυφός. Οι περαστικοί προσπερνούσαν το περίπτερό του επειδή δεν τους άρεσε η μόνιμα κατσουφιασμένη του φάτσα.


Αντικρίζοντας το κομμένο χέρι του Σέρβου με το στεφάνι της σάπιας σάρκας να πάλλεται από τον άνεμο, κάτι νεκρό αναστήθηκε μέσα στη ψυχή του ζητιάνου. Γύρισε σπίτι και βάλθηκε να καθαρίζει από αμηχανία την αποθήκη προσπαθώντας να βάλει σε τάξη και τα αναστημένα συναισθήματα.


Την επομένη ο ζητιάνος φόρεσε τα άρβυλα και πήγε στο περίπτερο θαρρετά. «Ευχαριστώ» του είπε χτυπώντας του το τζάμι.


«Να’ σαι καλά» του απάντησε κοφτά ο άλλος δίχως να σηκώσει το βλέμμα του να τον κοιτάξει.
«Πιοτί» του είπε ο κουρελής και ο περιπτεράς ξανασήκωσε το κεφάλι του.


«Τι πράγμα;» απόρησε και καταδέχτηκε να του ρίξει μια ματιά ο περιπτεράς.


«Πιοτί, ρακί», επανέλαβε ο άλλος αργά και ανέβασε με το γερό του χέρι το μπουκάλι που κρατούσε, στο ύψος των ματιών του περιπτερά.


«Κριστούγεννα. Σερβία πίνουμε. Θες;»


Ο περιπτεράς βγήκε από την τρύπα του δειλά σαν φοβισμένο ποντίκι. Στάθηκε αντίκρυ στο ζητιάνο. Αναμετρήθηκαν οι ματιές τους. Κανείς δεν κοιτούσε αφ’ υψηλού εκείνη τη στιγμή τον άλλο. Άπλωσε το χέρι του και πήρε το ρακί. Βουβοί αντάλλασσαν το μπουκάλι και έπιναν από το ίδιο στόμιο σαν παλιοί γνώριμοι από το στρατό. Το ρακί τους ζέστανε τις καρδιές κι έλιωσε το πάγο. Άρεσε και στους δυο αυτή η στιγμή. Χρόνια είχαν να ζήσουν Χριστούγεννα, που μύριζαν άχνη ζάχαρη και ανθρωπιά. Από κάποια βεράντα ακούγονταν Χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Ζαλισμένοι όπως ήταν, άρχισαν κι αυτοί να ντύνουν τη μελωδία με λόγια. Στα ελληνικά ο περιπτεράς, στα σέρβικα ο ζητιάνος μα ήταν σίγουροι και οι δυο πως τραγουδούσαν τους ίδιους στίχους κατά βάθος.


Η μπόρα δυνάμωσε. Ο ζητιάνος άναψε και δεύτερη γόπα. Από το τριμμένο πανωφόρι βγάζει πάλι ένα μπουκάλι ρακί. Χριστούγεννα. Μόνος. Το περίπτερο είναι κλειστό. Χθες ήταν στην κηδεία του περιπτερά. Κοκκάλωσε μοναχός του στον καναπέ πριν μια εβδομάδα. Ο σκύλος έκλαιγε και ο ζητιάνος δεν καταλάβαινε γιατί ήταν τόσο ανήσυχο το ζωντανό. Ούτε που σκέφτηκε να ανέβει τις σκάλες. Ανησύχησε λίγο το πρωί όταν είδε το περίπτερο κλειστό. Έκανε τη δουλειά του ήσυχος, όπως πάντα όλη την ημέρα και μόνο το βράδυ, δίχως να βάλει στο στόμα του μπουκιά, γύρισε στην αποθήκη με την ελπίδα να ανταμώσει το φίλο του. Τα φώτα σβηστά. «Κάπου θα έχει πάει» σκέφτηκε στην αρχή και ξάπλωσε να ξαποστάσει. Πέρασαν άλλες δυο μέρες μα ο περιπτεράς ήταν άφαντος. Το τέταρτο πρωί το γάβγισμα του σκύλου έγινε ακόμη πιο τρομαχτικό. Ανεβοκατέβαινε τις σκάλες κουνώντας νευρικά την ουρά του και έχωνε τη μουσούδα του στη χαραμάδα της εξώπορτας. Ο ζητιάνος παρακινήθηκε να τον ακολουθήσει, ακούγοντας το ικετευτικό του γρύλισμα. Κατάλαβε. Απ’ τη χαραμάδα ανάβλυζε η μυρωδιά του θανάτου…


Στην κηδεία ήταν δυο-τρεις μακρινοί συγγενείς του περιπτερά κι αυτός. Και ο σκύλος του. Ένα κοπρόσκυλο που το είχε μαζέψει κουτάβι απ’ το δρόμο και κοιμόταν δίπλα στην αποθήκη.


Τώρα πίνει το ρακί του και κοιτάζει το περίπτερο. Σκέφτεται πως ήρθε η ώρα να αλλάξει στέκι. Το σπίτι του περιπτερά θα το δώσουν οι μακρινοί συγγενείς αντιπαροχή. Η αποθήκη θα γκρεμιστεί. Μετά από την κηδεία του είπαν ξεκάθαρα να μην ξαναπατήσει εκεί. Ο σκύλος τον πήρε στο κατόπι και δεν κάνει ρούπι μακριά του. Χθες βράδυ μοιράστηκαν οι δυο τους το γεύμα που αγόρασε. Δεν του πήγε η καρδιά να αφήσει το ζωντανό μοναχό. Οι αρβύλες τρύπησαν και μπάζουν νερά όπως και η ψυχή του, γεμάτη τρύπες είναι απ’ τις ριπές μιας άκαρδης μοναξιάς. Δεν θέλει να τις πετάξει τις τρύπιες αρβύλες κι ας μουλιάζουν τα πόδια του στην υγρασία.
Πίνει μια γουλιά κοιτώντας τους περαστικούς με αδυσώπητο βλέμμα. Φοβάται ετούτη τη στιγμή ακόμη και τα παιδιά. Ξέρει πως θα μεγαλώσουν και θα τον κοιτάζουν κι αυτά με το ίδιο υπεροπτικό και θυμωμένο βλέμμα. Το περίπτερο στέκεται αντίκρυ του σαν θλιβερό λεηλατημένο οχυρό. Ασυναίσθητα χαϊδεύει τις αρβύλες. Κοιτάει στο πεζοδρόμιο τις τσαλακωμένες γόπες που προμηνύουν την καταιγίδα της δυστυχίας που έρχεται. Ο σκύλος γαβγίζει σαν να βλέπει στοιχειό. Τα κάλαντα που άκουγαν μαζί ένα χρόνο πρωτύτερα, ακούγονται πάλι από το ίδιο ακριβώς μπαλκόνι. Αρχίζει να τραγουδά τους στίχους. Τους στίχους του περιπτερά. Όχι τους σέρβικους. Αναρωτιέται ποιος έβαλε στο στόμα του ετούτες τις λέξεις.

 

 


Πασχαλία Τραυλού
Συγγραφέας

 

 

12os-MCNews book bannerB

Διαβάστηκε 302 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr μετά από δέκα χρόνια συνεχούς λειτουργίας είναι ένα site που βοηθάει, ενημερώνει, ψυχαγωγεί και συναρπάζει τους αναγνώστες του παγκοσμίως.

Διαβάστε περισσότερα