Φτιαγμένη από φίνα καρυδιά και διακοσμημένη με ξύλο τριανταφυλλιάς, ήταν ένα έργο τέχνης, που με την απαράμιλλη ομορφιά του καταργούσε τη μελαγχολία του γύρω χώρου. Ένα δωμάτιο γεμάτο με αναδρομές μνήμης μιας πολυποίκιλης ζωής, που ο αντίλαλος τους σκέπαζε εκείνη τη στιγμή τη ζοφερή πλευρά της πραγματικότητας.
Μέσα στη μοναξιά εκείνου του χώρου, πακεταρισμένα διάφορα αντικείμενα, μικροέπιπλα, τα όσα λιγότερα μπορούσε να πάρει μαζί της, περίμεναν εκεί, εντείνοντας τη φοβική αναμονή του ξεριζωμού της. Επιλογή άλλη δεν είχε, ο κύβος είχε ριχτεί. Υπομονετικά πια ανέμενε τους εργάτες να έρθουν να αποτελειώσουν το πακετάρισμα.
Και τι να πρωτοδιαλέξει από ένα σπιτικό που για πενήντα χρόνια φίλευε στα σπλάχνα του όλη τη θεατρικότητα μιας ζωής. Μιας ζωής που ενσάρκωνε όλους τους ρόλους· πρωταγωνιστικούς με επίκεντρο εκείνη, τον αγαπημένο της σύντροφο και τον μονάκριβο γιο τους. Αλλά και δευτερεύοντες ρόλους, για όσους είχαν ζήσει κοντά τους.
Στάθηκε εμπρός στην ντουλάπα και κοίταξε λοξά μέσα στον καθρέπτη της. Διέκρινε την τέλεια αντανάκλαση του ειδώλου του κρεβατιού της. Από ασημί λαμπερό νίκελ με τα μπρούντζινα διακοσμητικά και με το μαλακό του στρώμα φιγουράριζε περήφανα.
«Ξεύρεις Βεατρίκη μου μ' αρέσει να σε κοιτάω μέσα από αυτόν τον καθρέπτη. Όταν είσαι ξαπλωμένη πάνω σ' αυτό το κρεβάτι, με το αιθέριο νυχτικό σου, μέσα στα κεντητά σεντόνια μοιάζεις σαν μια ονειρική οπτασία που δραπέτευσε από κάποιον πολύτιμο πίνακα ζωγράφου. Πολλές φορές σκέπτομαι πως είναι καλύτερα να μη σε ξυπνήσω και να σε παρακολουθώ για ώρες μέσα από τον καθρέπτη, όταν το πρωινό ξημέρωμα του δίνει μια εξαίσια λάμψη που αντανακλά επάνω σου. Για να φωτίσει τη λευκή σου επιδερμίδα και τα καστανά μαλλιά σου. Κάνε μου τη χάρη να τ' αφήνεις ξέμπλεκα, με τις κυματιστές τους μπούκλες, να στολίζουν το νταντελένιο μαξιλάρι. Κι εγώ σεργιανώντας εσένα να ταξιδεύω στο υπερπέραν, να συνομιλώ με τη Βεατρίκη. Να ευγνωμονώ τον Δάντη που την ύμνησε με τόσο πάθος, ώστε να μπορώ να πρωταγωνιστώ, έστω και για λίγο, διαβάζοντας τα γεμάτα έρωτα σονέτα του από τη "Νέα Ζωή" (Vita Nuova). Να επικοινωνώ με την απόλυτη αγάπη που επιστρέφει στο Θεό σαν ένα "Ουράνιο ρόδο καμωμένο από φως, όπου οι μακάριοι έχουν την κατοικία τους".
Αυτός ήταν ο άνθρωπος της, ο άντρας της ζωής της. Κι αυτός ο καθρέπτης ο μόνος, ζωντανός ακόμη, μάρτυρας της λατρείας που της είχε.
Πόσο βάθος πρέπει να είχε, αφού μπορούσε να χωρέσει τόσων χρόνων ευτυχισμένη ζωή;
Σκηνές πρωτόγνωρες, γλυκές και επικοινωνιακές, τρυφερές στιγμές ερωτικές που με περίσσια αβρότητα και βελούδινη απαλότητα, εκτυλίσσονταν σαν μια ιεροτελεστία, σαν μια λειτουργική πράξη συνένωσης δύο υπάρξεων που βαπτίζονταν και οι δύο μέσα στη χρυσοπηγή της ευδαιμονίας. Και έτρεχε το νερό σα νέκταρ πάνω στα λιγωμένα από έρωτα κορμιά τους.
Επαλήθευση ζωής, επαλήθευση ευτυχίας το μοναχοπαίδι τους, που είχε αργήσει να έρθει. Μα τότε σαν έφτασε ένα θερμό μελωμένο φως εξέπεμπε ο ίδιος καθρέπτης. Αφού σ' εκείνο το κρεβάτι επάνω γέννησε η Βεατρίκη το γιο της. Το μοναχοπαίδι τους. Εκεί μέσα στο βάθος του αντανακλούσε κάθε φορά η ανεπανάληπτη ευδαιμονία της μητρότητας. Όταν τρυφερές οικογενειακές παραστάσεις δίνονταν εμπρός στο θερμό αναλλοίωτο φως που αντανακλούσε πάνω στα χαρούμενα πρόσωπα του άντρα και της γυναίκας. Μια εικόνα χίλιες λέξεις. Μια πλησμονή, μια ρέμβη για μελλοντικά όνειρα.
Μειλίχιοι και αθόρυβοι προβληματισμοί, καρτερικές αναμονές για καλύτερες μέρες, για καλύτερη ζωή. Ένα προσκλητήριο για μάχες πόρεψης που έπρεπε να δοθούν καινά κερδηθούν επάξια, με ανταλλαγές συναισθημάτων, την ώρα της ανάπαυσης πάνω σ' εκείνο το κρεβάτι. Για αποφάσεις συναινετικές, συντροφικές. Όταν η ζήση κάποιες φορές ήταν τόσο απειλητική. Εκεί εμπρός στον καθρέπτη της συνείδησης, όλα εκτοπίζονταν, ήταν βουβά και ασάλευτα. Μια σχεδόν παθητική δική της στάση εμπρός σε ό,τι φοβικό, σε ό,τι δύσκολο τους συνέβαινε, αφού ήταν εκείνος δίπλα της. Για να απορροφά τους κραδασμούς, να μιλά παρηγορητικά για να εισπράττει απ' εκείνην το αθώο των νεανικών ανέμελων χρόνων της.
Μέχρι που έφυγε απ' τη ζωή εκείνος, ο πολύτιμος σύντροφος της. Πάνω στο ίδιο κρεβάτι. Από τότε έπαψε να φωτίζεται ο χώρος. Θόλωσε η ματιά της. Θόλωσε κι ο καθρέπτης.
Το βλέμμα της εξακολουθούσε να μαγνητίζει εκείνο το σκοτεινό φως του ουρανού που αντανακλούσε μέσα στον καθρέπτη. Παράλληλα παρακολουθούσε την ιστορία της, με τη γνώση της ηλικίας της. Ένα γέρμα μοναχικό, χωρίς παραίτηση από το μέλλον. Ναι έφευγε μόνη πια χωρίς τον αγαπημένο της συμπορευτή, για να πάει να συναντήσει το μονάκριβο παιδί της. Το γιο της. Να ξαναζήσει τη θαλπωρή της οικογένειας. Να δει τα δυο εγγόνια της να μεγαλώνουν και να γεμίσει τη μοναχικότητα της μ' άλλες αγάπες.
Προκαθορισμένο επακόλουθο των συνθηκών που επικρατούσαν στον τόπο της γέννησης της, στην αγαπημένη της Πόλη.
«Δε χωράει κυρία μου ολάκερη ντουλάπα στο φορτηγό», άκουσε να λένε τα χείλη του μεταφορέα. Άρα, δεν μπορούσε να ταξιδέψει μαζί της, έπρεπε να την αφήσει εκεί. Να την εγκαταλείψει μέσα σ' ένα άδειο σπίτι. Ποιος ξεύρει σε τι χέρια βέβηλα θα έπεφτε; Ποιοι θα τη μετα-χειριζόντουσαν; Κι όλα τα δικά της εκείνα που είχαν καταγραφεί πάνω στη λαμπερή επιφάνεια του καθρέπτη της, τι θα απογινόταν; Ποιοί θα ήταν εκείνοι που θα ανακάλυπταν όλες εκείνες τις εικόνες, τις παραστάσεις ζωής που ήταν θαμμένες στο βάθος του; Και η ίδια θα έφευγε άδεια και στερημένη ολότελα από το παρελθόν της.
Τότε ήταν που άστραψε μεσάτης ένα φως και μια φωνή την καθοδηγούσε, χωρίς να μπορεί να ξεδιαλύνει τη χροιά της. Ήταν η θύμηση του αλλοτινού καιρού που της ψιθύριζε. Πως το κενό της ψυχής της ένα μόνον πράγμα θα μπορούσε να το γεμίσει και ήταν "Εκείνος ο καθρέπτης".
Πλησίασε την ντουλάπα, άπλωσε το χέρι της και γύρισε το κλειδί. Άνοιξε την πλατιά πόρτα της και κοίταξε στο εσωτερικό της. Έχασκε άδεια. Έκλεισε την πόρτα και έβαλε το κλειδί στην τσέπη της.
Καθρεπτίστηκε για μια ύστατη φορά. Η ματιά της αν και επιφυλακτική, εξερεύνησε το γερασμένο κορμί της. Ήταν στητό ακόμη. Στο πρόσωπο της οι χαρακιές ήταν λίγες. Έβαλε το χέρι της στο κεφάλι και χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά που της είχαν απομείνει. Αυτά ήταν που ο χρόνος δεν είχε σεβαστεί καθόλου. Σ' αυτόν τον καθρέπτη μέσα έβλεπε να περνούν τα χρόνια της, να γερνάει.
Έκαμε δυο βήματα πίσω, στάθηκε στη μέση του δωματίου. Τώρα πια ήξευρε. Μια λύση μόνον υπήρχε κι αυτή ήταν η τελεσίδικη απόφαση της. «Δε θα έφευγε χωρίς τον καθρέπτη της». Θα έδινε οδηγίες στους μεταφορείς να αφαιρέσουν πάνω από την ντουλάπα την πόρτα μαζί με τον καθρέπτη και να τον τυλίξουν προσεκτικά. Θα τον έπαιρνε μαζί της. Θα τον κρεμούσε στο υπνοδωμάτιο της, σε όποιο σπίτι κι αν βρισκόταν, μικρό ή μεγάλο. Δεν είχε καμιά σημασία. Ένα μόνο επιθυμούσε, να έχει απέναντι της να βλέπει τον καθρέπτη της.
Ήταν μια ώριμη σκέψη που της έδινε φτερά, που θα της έκαμε πιο ελαφρύ τον πόνο από τον αναγκαίο, όμως δύσκολο ξεριζωμό της. Θα μπορούσε να πετάξει εκεί που την καλούσε το παρόν χωρίς να αποχωριστεί το παρελθόν της.
Και έφτασε ο καθρέπτης στον προορισμό του κι έφτασε κι εκείνη στην Αθήνα, μαζί με το απόρθητο φρούριο της ύπαρξης της, εκεί που την καλούσε η ζωή.
Ξαπλωμένη πια στο μονό της κρεβάτι, κοιτάζοντας απέναντι της, έπιανε ένα-ένατα νήματα του μύθου, της νεότητας και της ευτυχίας. Αλλά και του πόνου της δικής της μικρής ιστορίας. Κι ο καθρέπτης παρηγοριά και φίλος της, ακολουθούσε όλη την καμπή του βίου της, μέχρι τα βαθιά της γεράματα.
Μέχρι να της κλείσει κάποια μέρα ο ίδιος ο γιος της τα μάτια. Να θρηνήσει μαζί με το παιδί της κι ο καθρέπτης, το θάνατο της. Το θάνατο της "Βεατρίκης" χον.
Ζωή Τατάκη - Ιωσηφίδου
Ποιήτρια - Συγγραφέας
Το διήγημα αυτό είναι αφιερωμένο στη μητέρα του συζύγου μου. Ο ίδιος αυτός καθρέπτης, σήμερα στολίζει με την ομορφιά του μια γωνιά του καθιστικού μας.