Τρέχων Καιρός

34°C
αίθριος καιρός
ΚολωνάκιΠρόγνωση 3 Ημερών (Ωριαία)
-
Τρί 18:0034°Cαίθριος καιρός
-
Τρί 21:0031°Cαίθριος καιρός
-
Τετ 00:0029°Cαίθριος καιρός
-
Τετ 03:0028°Cαίθριος καιρός
-
Τετ 06:0032°Cαίθριος καιρός
-
Τετ 09:0036°Cαίθριος καιρός
-
Τετ 12:0036°Cαίθριος καιρός
-
Τετ 15:0034°Cαίθριος καιρός
-
Τετ 18:0030°Cαίθριος καιρός
-
Τετ 21:0027°Cαίθριος καιρός
-
Πέμ 00:0027°Cαίθριος καιρός
-
Πέμ 03:0023°Cαίθριος καιρός
-
Πέμ 06:0025°Cαίθριος καιρός
-
Πέμ 09:0028°Cαίθριος καιρός
-
Πέμ 12:0030°Cαίθριος καιρός
-
Πέμ 15:0031°Cαίθριος καιρός
-
Πέμ 18:0026°Cαίθριος καιρός
-
Πέμ 21:0025°Cαίθριος καιρός
-
Παρ 00:0024°Cαίθριος καιρός
-
Παρ 03:0023°Cαίθριος καιρός
-
Παρ 06:0027°Cαίθριος καιρός
-
Παρ 09:0030°Cαίθριος καιρός
-
Παρ 12:0031°Cαίθριος καιρός
-
Παρ 15:0031°Cαίθριος καιρός

"Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΤΑΥΡΟΣ" ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΗΣ ΚΛΑΙΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ
Εκείνο το πρωί εμείς παίζαμε με κούκλες από νωρίς στο σερβανί, στο καθιστικό της σοφίτας δηλαδή, ανάμεσα σε μπαούλα γεμάτα παλιά ωραία ρούχα, ανοιγμένες καπελιέρες με φτερά και μποά, ολόσωμους καθρέφτες, κινέζικα παραβάν, κούκλες, σκαμνάκια, διάφορα αναμνηστικά που έφερνε από τα ταξίδια του ο καπετάνιος παππούς.
Η μητέρα – να ήταν σαράντα τότε; είχε μπει σα λευκή οπτασία, με τα μαύρα μαλλιά της πιασμένα ψηλά, ντυμένη με τα καλοκαιρινά λινά της κι είχε σταθεί μπροστά στο παράθυρο που έβλεπε μακριά την αφρισμένη θάλασσα. Μια απειλητική σκιά σκοτείνιαζε το πλατύ και γαλήνιο συνήθως μέτωπό της, καθώς κούνησε το κεφάλι και μονολογώντας είπε:
«Της Άγιας Μαρίνας σήμερα και πάλι μ’ έπιασε αυτός ο κόμπος, το σφίξιμο στο στήθος...»
Ζούσαμε ακόμα στο τρίπατο αρχοντικό στα Κιόσκια της Βάρνας. Μια μεγάλη αλέα με καστανιές το ένωνε με το διπλανό εργοστάσιο του πατέρα που έφτιαχνε μπισκότα, λουκούμια, σοκολάτες και χαλβάδες. Είχαμε και γεννήτρια κι όταν τα φώτα της πόλης έσβηναν, τα δικά μας άναβαν όλη νύχτα. Θυμάμαι πως κάθε φορά που ο Πρόξενος ερχόταν να μας επισκεφτεί, ανέβαζε ο πατέρας την ελληνική σημαία και τον είχαν μόνιμα στην μπούκα του κανονιού οι Βούλγαροι.
Η Εριέττα, η πρωτότοκη κόρη της μητέρας από τον πρώτο γάμο της, έμενε μαζί μας για λίγο καιρό με τον άντρα της και τα δυο κορίτσια τους, τη Μούσα και το νεογέννητο, μέχρι να βρουν σπίτι στη Βάρνα. Μαζί τους είχαν έρθει από την Πόλη να παραθερίσουν και τα πεθερικά της. Έτσι, κάθε πρωί κατεβαίναμε όλοι στη θάλασσα. Διασχίζαμε το Ευξείνογκραντ, τη λεωφόρο με τις ακακίες που οδηγούσε στο παλάτι του βασιλιά Μπόρις, και από ένα κατηφορικό μονοπάτι ανάμεσα σε οπωροφόρα δέντρα και αμπέλια φτάναμε στην παραλία. Από μακριά θυμάμαι λαμπύριζε η άμμος χρυσαφένια, πεντακάθαρη γιατί τη χτένιζαν με κάτι τσουγκράνες κάθε μέρα. Οι γυναίκες με τα παιδιά από τη μια μεριά και χωριστά οι άντρες από την άλλη.
Όμως, εκείνη τη μέρα την ώρα του πρωινού είπε η μητέρα:
«Συμπέθερε, σήμερα να μην μπεις στη θάλασσα γιατί έχει πολύ αέρα. Είναι της Αγίας Μαρίνας και το έχουμε συνήθειο να μην κάνουμε μπάνιο. Σηκώνει πάντα πολύ κύμα».
Ο συμπέθερος ήταν ένας κοντός, εβδομηντάρης κοιλαράς, με χοντρό σβέρκο και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Όλο κάτι ακαταλαβίστηκα αρχαία έμπλεκε στα λόγια του. Μιλούσε ακόμα και λατινικά με τον πατέρα, ως απόφοιτοι της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Μόνο για προσλήψεις να μην άκουγε, γινόταν έξω φρενών. Ο κύριος Λουτρόν και ζωμόν τον φωνάζαμε πίσω από την πλάτη του. Ταξίδευε συχνά για τις δουλειές του από την Πόλη στη Βάρνα, ήταν πλούσιος, είχε ακόμα και χαμάμ στο σπίτι του, κι όταν κόντευε να φτάσει το καράβι του στο λιμάνι έστελνε τηλεγράφημα: «Αφικνούμαι Μαργαρίταν. Στοπ. Ετοιμάσατε λουτρόν και ζωμόν. Στοπ. Σάββας».
Παρά τα χρόνια και τα κιλά του κολυμπούσε στα βαθιά με τις ώρες ο συμπέθερος. Στη θάλασσα κατέβαινε κάθε μέρα κι ο πατέρας, χωριστά από μας, αλλά στο νερό δεν έμπαινε, έκανε μόνο αεροθεραπεία. Τον θυμάμαι πάντα σοβαρό, γαλατένιο, με γαλαζοπράσινα μάτια, δυο μέτρα μπόι.
Ώσπου να ξεκινήσουμε με τις ψυχοκόρες που κουβαλούσαν τα μπανιερά και τα καλάθια για το κολατσιό, οι άντρες είχαν κιόλας φύγει. Φτάσαμε κάτω στην παραλία όπου υπήρχαν ομπρέλες και πολυθρόνες αποκλειστικά για τις γυναίκες. Χωρίσματα από καλάμια μάς έκρυβαν και από τις δυο πλευρές. Οι περισσότερες ήταν μητέρες ή κουβερνάντες, μαζί με μικρά παιδιά που έπαιζαν στην άμμο. Οι κυρίες φορούσαν κομψά ρούχα της εποχής και πλατύγυρα καπέλα. Βολεύονταν στη συνηθισμένη τους θέση και έβγαζαν κάλτσες και παπούτσια, σήκωναν διακριτικά τα κάτασπρα λινά και αραχνοϋφαντα ρούχα τους και άπλωναν μπράτσα και πόδια στον ήλιο.
Φυσούσε αρκετά και η θάλασσα ήταν ταραγμένη. Κανένας δεν κολυμπούσε και τα περισσότερα παιδιά τσαλαβουτούσαν στα ρηχά πηδώντας στα κύματα. Εμείς οι μικρές είχαμε φορέσει τα μπανιερά μας πίσω από το πεσκίρι που τέντωσε η θεία Ειρήνη. Ύστερα καθήσαμε να παίξουμε πάνω στην άμμο. Θυμάμαι σαν τώρα που το κύμα με δύναμη έσπαζε πάνω στα πόδια μου και γέμιζε με άμμο, σακούλιαζε το πλεκτό μπανιερό μου. Ερχόταν κι έφευγε και κάθε φορά έσκαβε μια μεγαλύτερη τρύπα κάτω από τα πόδια μου, κάθε φορά με τραβούσε όλο και πιο μέσα. Σαν από πολύ μακριά άκουγα την αδελφή μου, τη Νίνα, που ντάντευε τη Μούσα – έπαιζαν τον γιατρό, προσπαθούσε να τη σηκώσει στην αγκαλιά της και η μικρή δεν ήθελε, γκρίνιαζε. Μου φαίνεται πως αποκοιμήθηκα. Ύστερα θυμάμαι πως είδα ένα όνειρο: ήμουν λέει μες στα κύματα, κολυμπούσα σαν Σειρήνα και θαρρώ πως κάτι φύκια, ίδια οι μακριές μαβιές κορδέλες της καπελίνας, μου έγνεφαν, έλα, έλα. Ξαφνικά ανάμεσά τους ξεπρόβαλλε το ολοστρόγγυλο πρόσωπο του Λουτρόν και ζωμόν. Είχε φουσκωμένα τα μάγουλά του, έβγαζε μπουρμπουλήθρες σαν τα χρυσόψαρα στη στέρνα του κήπου, με πλησίασε και μου είπε: «Γύρισε πίσω στη μαμά σου, σε γυρεύει». Ένα πράσινο σεντόνι με σκέπασε, βούλιαζα, βούλιαζα μέχρι που τυλίχτηκε πάνω στο πρόσωπό μου, δεν μπορούσα ν’ αναπνεύσω, δεν έβρισκα από πού να πιαστώ για να βγώ έξω, πνιγόμουνα.
Μετά μου είπαν πως πρόλαβαν και με τράβηξαν μισολιπόθυμη έξω, βούτηξε η θεία Ειρήνη με τα ρούχα κι από κοντά της μια ψυχοκόρη. Φαίνεται πως με είχε παρασύρει η θάλασσα καθώς αποκοιμήθηκα πάνω στην άμμο. Μου πάτησαν την κοιλιά και πετάχτηκε όλο το νερό που είχα καταπιεί, άνοιξα τα μάτια μου, ένιωσα μια αναγούλα, ανέπνευσα. Όταν στάθηκα στα πόδια μου, τα μάτια όλων ήταν καρφωμένα πάνω μου.
«Κλεονίκη, καλύτερα να φεύγουμε. Ειρήνη, να τα μαζέψουμε όλα και να κινήσουμε για το σπίτι», αποφάσισε η μάνα.
Κι εγώ πρώτη απ’ όλους, χλομή ακόμα, με κατεβασμένα τα μάτια από μιαν ανεξήγητη, περίεργη ντροπή, πιάστηκα από το χέρι της θείας και πήραμε αργά τον δρόμο της επιστροφής.
Είχαμε φτάσει στα μισά της ανηφόρας, όταν μια μαντιλοδεμένη γυναίκα κοντοστάθηκε ανεβαίνοντας και είπε στη μητέρα:
« Αχ, κυρία, το πήρε πάλι η Άγια Μαρίνα το κουρμπάνι της».
«Ποιος είναι; Ξέρεις;» τη ρώτησε εκείνη σμίγοντας τα φρύδια της.
«Δεν ξέρω, κάποιος από το εργοστάσιο, έτσι είπαν», απάντησε η γυναίκα και συνέχισε τον δρόμο της κουνώντας το κεφάλι.
«Τι σου είπε, Βασιλικώ; Τι συνέβη;» ρώτησε η συμπεθέρα.
«Κάτι έγινε κάτω στη θάλασσα, κάποιος εργάτης», τα μάσησε η μητέρα.
Όλοι κοιταχτήκαμε, γιατί δεν είχαμε καταλάβει. Αμέσως ακούσαμε τρεχαλητά. Ο Αλέκος, ο ξάδελφος, μαζί με το Βουβό, τον υπηρέτη, μας αντάμωσαν κατεβαίνοντας. Κουβαλούσαν διπλωμένες κουβέρτες και ήταν λαχανιασμένοι από το τρέξιμο.
Έσκυψε ο Αλέκος και κάτι της είπε της μητέρας στο αυτί. Σοβάρεψε απότομα εκείνη, σκοτείνιασε το μέτωπό της πάλι, ίσιωσε την πλάτη και γύρισε στη συμπεθέρα:
«Κάτι συνέβη στο εργοστάσιο, Κλεονίκη. Θα προχωρήσω μπροστά κι εσύ έλα με τα παιδιά. Με την ησυχία σας».
Άνοιξε το βήμα της βιαστικά χωρίς να περιμένει απόκριση. Μάταια η συμπεθέρα πάσχιζε να τη φτάσει για να μάθει περισσότερα, η μητέρα είχε βγάλει φτερά στα πόδια της κι όλοι τρέχαμε να την προλάβουμε.
Όταν κάποτε φτάσαμε, εμάς τα παιδιά μάς μάντρωσαν στο κάτω σπίτι κι αν δεν ήταν οι φίλοι μου, ο Σβέτσκο, ο Αντρέτσκο και ο Γιώργος ο Παπάς, που μπήκαν μέσα από το παράθυρο του πλυσταριού, ποτέ δεν θα είχα μάθει τι ακριβώς συνέβη. Αυτοί μου διηγήθηκαν, καλή τους ώρα, με το νι και με το σίγμα όλη την ιστορία. Είχε ξαπλώσει, λέει, ο πατέρας, όπως συνήθιζε στην άμμο μ’ ένα προσόψι διπλωμένο πάνω στο πρόσωπο κι ο συμπέθερος είχε μπει στη θάλασσα. Φυσούσε πραγματικά πολύ εκείνη τη μέρα, τα αγόρια έχτιζαν ένα κάστρο στην άμμο που όλο το έπαιρνε το κύμα.
Είχε περάσει ώρα όταν ένας ναύτης πήγε κοντά στον πατέρα και τον σκούντησε: «Αυτός που επιπλέει εκεί κάτω μαζί σας δεν ήρθε;» του είπε και του έδειξε τον Λουτρόν και ζωμόν. Ο πατέρας πετάχτηκε πάνω άσπρος σαν το χαρτί, κόντεψε να μείνει απ’ την τρομάρα του.
Όρμησαν δυο τρεις μαζί, κολύμπησαν μες στα κύματα, τον τράβηξαν έξω στην άμμο, ήταν τσίτσιδος, θυμάμαι είπαν πως του έφυγε το μπανιερό με το κύμα. Φώναξαν και τον γιατρό που του πάτησε την κοιλιά πολλές φορές για να βγάλει το νερό που είχε καταπιεί, τον γύρισαν και ανάποδα, αλλά ήταν πια αργά. Ύστερα ο γιατρός έστειλε το ναύτη να ειδοποιήσει την Αστυνομία στην πόλη και τον Βουβό στο σπίτι για να κατεβάσουν γρήγορα κουβέρτες. Ήταν μεσημέρι πια κι ο πνιγμένος έμεινε κάτω από τον καυτό ήλιο μέχρι να έλθει ο κύριος Ιατροδικαστής.
Όταν τον έφεραν στο σπίτι, ακούσαμε που τον ανέβασαν από την μαρμάρινη σκάλα στη σάλα για να τον ξενυχτήσουν. Άνοιξε τη ντουλάπα με τα λινά η θεία Ειρήνη, έβγαλε άσπρα σεντόνια και σκέπασε όλους τους καθρέφτες. Ύστερα τράβηξαν τις πολυθρόνες και τα τραπεζάκια, έκαναν χώρο για τον πολύ κόσμο που περίμεναν να έλθει αργότερα. Εμείς μείναμε κάτω στην κουζίνα, δεν μας άφησαν καν να πλησιάσουμε. Θυμάμαι σαν τώρα που μας έστρωσαν να φάμε ψωμοτύρι και μαύρα σύκα βασιλικά. Βλέπαμε μονάχα τις ψυχοκόρες που ανεβοκατέβαιναν με καφέδες, παξιμαδάκια και κονιάκ για τους άντρες και τις ακούγαμε να τα λένε όλα αναμεταξύ τους, ξανά και ξανά, γούρλωναν τα μάτια τους καθώς διηγούνταν πόσο πρησμένος και πράσινος ήταν ο πνιγμένος...
Κλαίτη Σωτηριάδου
Λογοτέχνης-Μεταφράστρια
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Ο τελευταίος ταύρος»
Εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ 2002