Έκανε αστική ζωή. Άγχος και καυσαέριο. Κι οι αναμνήσεις του χωριού του στο βυθό της μνήμης ν’ ανεβαίνουν, σα φουσκάλες μες στη γυάλα, στα ξεκούραστα όνειρα της Κυριακής και των διακοπών.
Εκείνο το απόγευμα γυρνούσε σπίτι από δουλειά, από άλλη πόλη, και σταμάτησε να ξεμουδιάσει. Κλείδωσε τ’ αμάξι σ’ ένα βολικό σημείο έξω από την άσφαλτο και ανηφόρισε στο χωματόδρομο στο δάσος. Λόγγος ήτανε: πουρνάρια, σκοίνα, κουμαριές, αριές, όπως και του χωριού του.
Ύστερα μπήκε σ’ ένα μονοπάτι και ξεμάκρυνε. Φαρδύ και πατημένο μονοπάτι, ο καιρός καλός κι η θέα υπέροχη. Ανάσαινε βαθιά, ρουφούσαν τα ρουθούνια του την Άνοιξη κι ανέβαινε με βήμα σταθερό. Του ήρθε ν’ ανακουφιστεί και χώθηκε στα σκοίνα και τις πουρναριές. Το μονοπάτι έρημο, μα η φυσική αιδημοσύνη δεν του επέτρεπε. Εκεί, καθώς πλανήθηκε τυχαία η ματιά του σε μια ρεματιά, μια άγρια νεροφαγιά με πέτρες και κορμούς, έπεσε πάνω στο κουτί. Ένα μεταλλικό κουτί μ’ ένα χερούλι στην απάνω του πλευρά, κλειστό και πλαγιασμένο. Του φάνηκε χακί σε κάποια του σημεία και σε άλλα σκουριασμένο. Μετακινήθηκε λιγάκι και το κοίταξε καλά. Η μνήμη αναταράχτηκε και τα μηνίγγια ένιωσαν κάποιο μαρσάρισμα στους χτύπους. Ήτανε ολόιδιο με κείνο του πατέρα του που έβαζε τα εργαλεία.
«Τέτοια κουτιά γεμάτα λίρες ρίχνανε για οικονομική ενίσχυση απ’ τα αεροπλάνα οι Εγγλέζοι στους αντάρτες της Αντίστασης» του είχε κάποτε ομολογήσει ο μακαρίτης ο πατέρας του, αντάρτης στα βουνά κατά την Κατοχή, που πέθανε τη δεκαετία του ’60 από συγκοπή μέσα στο τσαγκαράδικό του. «Κάποια κουτιά δε βρέθηκαν ποτέ μέσα στους λόγγους και τις ρεματιές. Λένε πως μερικοί τσομπαναραίοι κάνανε την τύχη τους με τέτοια ευρήματα… αλλά και κάποιοι διαχειριστές απ’ το αντάρτικο αλλάξανε δουλειές και ιδεολογίες και κοινωνική κατάσταση…».
Κοίταξε το κουτί επίμονα. Είχε κολλήσει απάνω του κι η φαντασία του διέγραφε ιλιγγιώδεις κύκλους γύρω απ’ τη ζωή του, οριζόντια και κάθετα. Κυμάτισαν στη μνήμη του οι απαλές περισπωμένες των χειλιών της γιαγιάς του: «Για τον καλό τον άνθρωπο η τύχη του δουλεύει».
Δοκίμασε να κατεβεί. Ήταν αδύνατο χωρίς σχοινιά, πασσάλους κι εργαλεία αναρρίχησης. Κάπου σαράντα μέτρα βάθος. «Αύριο το πρωί που είναι Σάββατο» μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του. Εξάλλου είχε κιόλας πέσει και ο ήλιος. Το μέρος ήτανε κρυφό και δεν το έβλεπε κανείς από το μονοπάτι.
Έβαλε τα σημάδια του, σώρευσε πέτρες, έσπασε κλαδιά στο δρόμο του για να μην μπερδευτεί και γύρισε στο αμάξι. Τσιμουδιά δεν έβγαλε στο σπίτι. Μόνο ήτανε ανήσυχος, έκανε στα κρυφά τις προετοιμασίες κι άραξε στην τηλεόραση. Είχανε καιρό για τρομερές εκπλήξεις ύστερα απ’ την επιχείρηση. Κοίταζε, μα δεν έβλεπε. Δούλευε το μυαλό και ρύθμιζε τις λεπτομέρειες: Ρούχα, παπούτσια, σάκο για τον ώμο, εργαλεία, μέχρι και το ύφος της επιστροφής στο μονοπάτι και στο δρόμο…. Κι η φαντασία του οργίαζε μέχρι βαθιά στο μέλλον. Άχρι τρίτης γενεάς και βάλε…
Την άλλη μέρα το πρωί μίλησε στη γυναίκα του, που ήθελε να χουζουρέψει ένα Σάββατο, πως πάει για τη συνηθισμένη βόλτα στο βουνό, και κίνησε. Πάρκαρε το αυτοκίνητο στο ίδιο μέρος, ανηφόρισε το χωματόδρομο και πήρε ύστερα το μονοπάτι. Πρόσεξε ροδιές από μοτοσικλέτα, αλλά δε θυμόταν αν υπήρχαν χθες. Μπορεί και να υπήρχαν και τις αντιλήφθηκε τώρα που πρόσεχε και τα υποπτευόταν όλα. Κάπου πεντακόσια μέτρα πιο βαθιά είδε το παλικάρι. Έναν νεαρό πεσμένο μες στα αίματα κι η μηχανή του σφηνωμένη στα πουρνάρια. Λίρες κουτιά και όνειρα πήγαν στο περιθώριο. Φώναξε, έτρεξε κοντά, κόλλησε το αφτί στην καρδιά του νεαρού. Ήταν αναίσθητος, μα ζούσε. Ένας άγγελος πεσμένος απ’ τον ουρανό. Ένας δυναμικός, πεισματωμένος άγγελος που ίσως ήθελε να διαμαρτυρηθεί γι’ αυτό τον κούφιο κόσμο, με το περιτύλιγμα πολυτελείας, σκαρφαλώνοντας επάνω στο βουνό για να χαρεί την ανεξαρτησία και τη δύναμή του. Έτσι έκανε κι ο γιος ενός συμμαθητή του και κανένας δεν τον πρόφθασε στην πτώση του…
Έπρεπε να βιαστεί. Ψηλάφησε το σώμα και τα τραύματά του. Τίποτε δεν ήξερε από τέτοια. Πρόσεξε μονάχα πως δεν είχε σοβαρή αιμορραγία εξωτερικά. Να ειδοποιήσει ήτανε αδύνατο. Αν έτρεχε στο δρόμο για να κάνει ωτοστόπ ίσως αργούσε περισσότερο. Έπρεπε ν’ αποφασίσει εκείνη τη στιγμή. Τον σήκωσε στον ώμο. Ήτανε οριακό για τις δυνάμεις του αλλά τα πόδια και κυρίως η ψυχή αντέξανε. Τον έβαλε στο πίσω κάθισμα, άναψε τα μεγάλα φώτα, πάτησε την κόρνα και φουλάρισε για το νοσοκομείο…
«Μόλις τον προλάβατε», του είπε ο γιατρός από το χειρουργείο, «άγιο είχε το παιδί και τύχατε σε κείνο το ερημικό το μονοπάτι».
Ο πατέρας του, εργάτης στις οικοδομές, του φίλησε τα χέρια και τα ματωμένα ρούχα. «Πώς και βρεθήκατε εκεί;» ρώτησε ο αξιωματικός που πήρε την κατάθεση για το ατύχημα.
«Μ’ αρέσει το βουνό και περπατάω», είπε άχρωμα. «Δούλεψε του παιδιού η τύχη, μα και σεις δείξατε ηρωισμό. Σώσατε μια ζωή. Να είστε υπερήφανος. Η κοινωνία μέσ’ απ’ την υπηρεσία μας εκφράζει τις ευχαριστίες της…»
Είπε και άλλα, όσα συνηθίζουν ν’ αραδιάζουν οι υπηρεσίες στους προσκόπους και στους εκλεκτούς πολίτες αλλ’ αυτός δεν άκουγε. Κατέβηκε στο δρόμο κι είδε το ρολόι του. Με την αγωνιώδη αναμονή έξω απ’ το χειρουργείο, τις διατυπώσεις, την κατάθεση ήτανε πια απόγεμα. Τότε θυμήθηκε τις λίρες, το κουτί, τα όνειρα, την επιχείρηση που είχε καταστρώσει…
Γύρισε σπίτι του κατάκοπος. Αύριο θα ξημέρωνε η τυχερή του μέρα… Κοιμήθηκε νωρίς. Όνειρα ταραγμένα και περίεργα. Ήτανε τάχα πλούσιος μ’ αρχοντικά και κότερα και βίλες, μα ξυπνούσε κι ήταν όλα όνειρο μες στο όνειρο. Τον ξύπνησε μια δυνατή βροντή. Ήτανε κεραυνός που έπεσε κάπου κοντά. Ξύπνησε κι η γυναίκα του κι έτρεξε στα παιδιά, που γκρίνιαξαν. Έξω χαλούσε ο κόσμος από αστραπές και κεραυνούς. Βροχή με το τουλούμι. Σηκώθηκε και πήγε στα παιδιά. Τα πήραν και τα δυο ανάμεσά τους να τα ηρεμήσουν. Ήταν καταιγίδα ασυνήθιστη από τα πιο ακραία καιρικά φαινόμενα που αποτελούν ακραία ευκαιρία για τους κυνηγούς των επιτυχιών ρεπόρτερς των τηλεοράσεων…
Άκουγε τις βροντές, μα το μυαλό του ήτανε στις λίρες. Έφερνε, ξανάφερνε στη σκέψη του το σχέδιο. Να δένει το σχοινί γερά στο θάμνο, το σκεπάρνι και τα πασαλάκια για να φκιάξει σκαλοπάτια και στηρίγματα για πάτημα, τα γάντια να μην τον πληγώνει το σχοινί. Όλες τις λεπτομέρειες. Άπλωνε το δεξί του χέρι να τους αγκαλιάσει και τους τρεις. Ένα καράβι το κρεβάτι τους που πέρασε την καταιγίδα κι είχε μπει μες στο λιμάνι φορτωμένο με χρυσάφι…
Γύρω στα ξημερώματα ησύχασαν και το πρωί έλαμπε ο ήλιος, ξέραινε τις λάσπες και κορόιδευε τις τρομαγμένες πόλεις. Γύρω στις δέκα πήρε τ’ αυτοκίνητο και κίνησε. Τα σύνεργα ήτανε από χθες στο πορτμπαγκάζ.
Μπήκε στο μονοπάτι κι αναζήτησε στα δένδρα τα σημάδια. Έφθασε στο μέρος κι έμεινε με στόμα ανοιχτό. Εκείνη η νεροφαγιά ήτανε τώρα μια χαράδρα ανοικονόμητη. Είχε τριπλάσιο πλάτος και τουλάχιστο διπλάσιο βάθος απ’ την αρχική. Βράχια, κορμοί, ξεριζωμένοι θάμνοι κι ό,τι άλλο θα μπορούσες να σκεφτείς στην κοίτη και στις όχτες της. Και χάνονταν βαθιά και μακριά όσο έφτανε το μάτι. Κουτί και λίρες κι όνειρα είχανε γίνει μια κοκκινωπή άμορφη μάζα και, ποιος ξέρει, πού είχε παραχωθεί ανάμεσα στις λάσπες και τα κυλισμένα βράχια. Στάθηκε στην όχθη, έψαξε το όνειρο μ’ αβέβαιη ματιά και χαμογέλασε. «Για τον καλό τον άνθρωπο η τύχη του δουλεύει». Ευτυχώς αύριο είχε πάλι τη δουλειά του. Είναι από τους τυχερούς σε τέτοια εποχή και τέτοιο κόσμο… Ύστερα από ένα χρόνο διάβασε σε μια εφημερίδα της πόλης του: «Βοσκός υπέστη σοβαρό τραυματισμό σε απομονωμένη ρεματιά πάνω από την πόλη μας και κινδυνεύει η ζωή του. Έγινε έκρηξη, καθώς χτυπούσε για ν’ ανοίξει ένα μεταλλικό κουτί που περιείχε πυρομαχικά. Πίστευε ότι είχε μέσα λίρες...»
Γιάννης Τζανής
Συγγραφέας
Μέλος της "Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών"