Από το μικρό σκουλήκι που ζει στο χώμα, μέχρι τον περήφανο αετό που ανοίγει τις δυνατές του φτερούγες και σκίζει τον ουρανό, όλα τα πλάσματα της φύσης τρέχουν, τρέχουν, βιάζονται… Βιάζονται να προλάβουν να ζήσουν!
Και ο άνθρωπος, το τελειότερο πλάσμα της δημιουργίας, τρέχει κι αυτός. Τον παρασύρει ο τροχός του γέρο-Χρόνου και αγωνίζεται και μοχθεί καθημερινά να δημιουργήσει, να καταστρέψει, να φέρει τη φύση στα μέτρα του… να ζήσει!
Πέρα στη Δύση ορθώνεται καμαρωτό το Μεγάλο Βουνό. Τα πόδια του είναι σφηνωμένα βαθιά στη γη και η χιονισμένη του κορυφή αγγίζει τα σύννεφα. Χρόνια τώρα βλέπει αυτόν τον ασταμάτητο αγώνα της φύσης. Στην αγκαλιά του χτίζονται χωριά και πολιτείες που μεγαλώνουν, αναπτύσσονται κι ύστερα χάνονται, καταστρέφονται και στη θέση τους χτίζονται άλλες κι άλλες. Τα δέντρα, τα λουλούδια, τα φυτά από μικρά νιόβγαλτα κλαράκια μεγαλώνουν, κάνουν φύλλα, άνθη, καρπούς, δυναμώνουν και μετά ξεραίνονται και χάνονται. Αλλά από τα μικρά σποράκια που έριξαν στη γη, ξεφυτρώνουν νέα δέντρα, καινούρια φυτά, καινούρια λουλούδια.
Το Μεγάλο Βουνό παρακολουθεί χρόνια τώρα τα ποτάμια που κατρακυλούν ασταμάτητα, παρασύρουν βράχια, ανοίγουν υδάτινους δρόμους και σιγοτραγουδώντας ποτίζουν τη γη.
Παρακολουθεί και τον άνθρωπο που τρυπά τα σπλάχνα του για ν’ανοίξει σήραγγες, χαράζει δρόμους, χτίζει πολιτείες, εργοστάσια, καλλιεργεί τη γη, φυτεύει δέντρα και αγωνίζεται να δαμάσει τη φύση, να γίνει κυρίαρχός της. Χαίρεται, λυπάται, κλαίει, γελάει και κάθε βράδυ κλείνει κουρασμένος τα μάτια του. Μα το πρωί, με το πρώτο φως της μέρας, ξεκούραστος, ξεκινά και πάλι τον αγώνα του.
Ο άνεμος χαϊδεύει την κορυφή του Μεγάλου Βουνού και του φέρνει άμμο από ερήμους μακρινές και τον απόηχο από το τραγούδι των καμηλιέρηδων. Του φέρνει αργόσυρτους αμανέδες και μεθυστικά αρώματα από τα βάθη της Ανατολής και του μιλά για γοργόνες που λιάζονται στην ακρογιαλιά, για πειρατές και κρυμμένους θησαυρούς. Του διηγείται ιστορίες για ναυάγια, για θαλασσοπόρους και κατακτητές.
Στην καρδιά του Μεγάλου Βουνού φωλιάζει η θλίψη. Λαχταρά να γνωρίσει, να δει, να ακούσει αυτόν τον άγνωστο κόσμο. Μα τα πόδια του είναι βαθιά ριζωμένα στη γη κι όσο κι αν τεντώνει την κορυφή του δεν καταφέρνει να δει λίγο μακρύτερα…
Πέρα στην Ανατολή, στην άκρη του απόκρημνου ακρωτηρίου ορθώνεται ο Μεγάλος Βράχος. Τα πόδια του είναι σφηνωμένα στο βυθό της θάλασσας και τα κύματα που χρόνια τώρα σκάβουν τα θεμέλια του έχουν ανοίξει σπηλιές και μυστικά περάσματα όπου ζουν νυχτερίδες, γοργόνες και θαλάσσια τέρατα.
Ο Μεγάλος Βράχος χρόνια τώρα βλέπει το πηγαινέλα των καραβιών. Αγναντεύει ψαράδες που ρίχνουν τα δίχτυα τους και περιμένουν υπομονετικά να γεμίσουν κι ύστερα τα ρίχνουν ξανά και ξανά. Χρόνια τώρα βρίσκεται στην άκρη της θάλασσας. Έζησε τρικυμίες και ναυάγια, είδε ανθρώπους να έρχονται και να φεύγουν, να κατακλύζουν το καλοκαίρι τις κοντινές παραλίες και το χειμώνα να φεύγουν για να ξανάρθουν το επόμενο καλοκαίρι.
Ο ήλιος που κάθε πρωί πλημμυρίζει με ζεστασιά το κορμί του, του μιλά για χιονισμένες βουνοπλαγιές, για λιβάδια στρωμένα με μαργαρίτες και παπαρούνες. Του διηγείται ιστορίες για ήρωες και ιππότες και παραμύθια για δράκους, μάγους και μάγισσες. Του φέρνει άρωμα από πεύκο και θυμάρι και ήχους από κελαρυστές πηγές με γάργαρα νερά και ποτάμια που κατρακυλώντας πέφτουν σε βαθιές χαράδρες.
Στην καρδιά του Μεγάλου Βράχου φωλιάζει η θλίψη. Θα ήθελε να γνωρίσει αυτόν τον άγνωστο κόσμο. Μα τα πόδια του είναι βαθιά σφηνωμένα στο βυθό της θάλασσας κι όσο κι αν τεντωθεί τίποτα δεν καταφέρνει.
Ο ήλιος τέλειωσε το ταξίδι του στον ουράνιο θόλο και βουτώντας στη θάλασσα επιστρέφει στα λαμπρά του παλάτια. Η νύχτα απλώνει τα μαύρα της πέπλα στη γη και τον διαδέχεται στην εξουσία. Το Μεγάλο Βουνό κλείνει τα μάτια του και τότε ένα μαγικό σύννεφο το αγκαλιάζει απαλά, παίρνει τις σκέψεις του και τις στέλνει στα πέρατα της γης. Και το Μεγάλο Βουνό νιώθει ότι ταξιδεύει μαζί τους. Η θλίψη φεύγει από την καρδιά του. Νιώθει πως τα πόδια του έχουν ξεκολλήσει από τη γη και μπορεί να πετά καβάλα στο σύννεφο και ν’ανεβαίνει όλο και ψηλότερα, όλο πιο μακριά.
Ο Μεγάλος Βράχος κλείνει κι αυτός τα μάτια του και τότε ένα μαγικό σύννεφο τον τυλίγει. Παίρνει τις σκέψεις του και τις στέλνει κατά τη Δύση. Και ο Μεγάλος Βράχος νιώθει πως ταξιδεύει μαζί του. Η μελαγχολία που πλάκωνε την ψυχή του διαλύεται. Νιώθει πως τα πόδια του έχουν ξεκολλήσει από το βυθό της θάλασσας και τώρα ανάλαφρος ταξιδεύει στη ράχη του σύννεφου κι ανεβαίνει όλο και ψηλότερα, όλο και πιο μακριά.
Εκεί ψηλά στον ουρανό, στη χώρα της φαντασίας, εκεί που όλα γίνονται αληθινά, τα δύο σύννεφα συναντιούνται. Και τα όνειρα που μεταφέρουν γίνονται ένα! Και συμβαίνει το θαύμα! Το Μεγάλο Βουνό μπορεί και βλέπει τις γοργόνες να λιάζονται νωχελικά σε ερημικές ακρογιαλιές και μυρίζει την αρμύρα της θάλασσας και βλέπει τους πειρατές κι ανακαλύπτει τους κρυμμένους θησαυρούς τους. Ο Μεγάλος Βράχος μπορεί και βλέπει τις χιονισμένες κορφές και παίζει χιονοπόλεμο γελώντας. Ακούει τη φλογέρα των βοσκών και το τραγούδι του αηδονιού και μυρίζει το άρωμα του πεύκου, και του γιασεμιού και βλέπει τ’αγριοκάτσικα σκαρφαλωμένα στα βράχια.
Η μαγική νύχτα φτάνει στο τέλος της! Ο ήλιος οδηγεί το πύρινο άρμα του στην ουράνια διαδρομή του και η πλάση όλη ξυπνά. Ξυπνά και το Μεγάλο Βουνό και είναι χαρούμενο! Μια αγαλλίαση πλημμυρίζει το είναι του. Ξυπνά και ο Μεγάλος Βράχος. Και είναι και αυτός χαρούμενος! Νιώθει ανάλαφρος και κοιτάζοντας γύρω του βλέπει ότι όλη η φύση έχει ξεκινήσει τον καθημερινό της αγώνα.
Και ξαφνικά το Μεγάλο Βουνό και ο Μεγάλος Βράχος, κατανοούν το μυστήριο της ζωής. Κατανοούν πως ο αγώνας αυτός δίνει ζωή στη φύση. Ένα φως τα φωτίζει και βλέπουν καθαρά γιατί όλα κινούνται ασταμάτητα. Κατανοούν γιατί τα μικρά ζουζούνια που ζουν στα σπλάχνα τους και τα διαβατάρικα πουλιά που περνούν κελαηδώντας πάνω από την κορυφή τους και όλα τα ζωντανά της δημιουργίας τρέχουν, μοχθούν, κοπιάζουν.
Αντιλαμβάνονται πως δεν είναι μόνα τους αλλά αποτελούν κομμάτι της φύσης που τα περιβάλλει. Καταλαβαίνουν πως κι αυτά μαζί με όλα τα δέντρα, τα φυτά, τα ζώα, το χώμα, τις πέτρες αποτελούν ένα σύνολο κι αν λείψει κάτι απ’αυτά καταστρέφεται η αρμονία της πλάσης. Τώρα βλέπουν ότι κάθε ζωντανό πλάσμα αγωνίζεται για έναν μοναδικό σκοπό: Αγωνίζεται ν’ανέβει ένα ακόμα σκαλοπάτι στη σκάλα που οδηγεί στην επιτυχία. Πασχίζει να κατακτήσει την κορυφή και να βρει τη θέση που ήταν από την αρχή προορισμένη γι’αυτό, τη θέση που του ανήκει για να νιώσει ότι είναι κι αυτό απαραίτητο κομμάτι στη σύνθεση της θείας δημιουργίας!
Και ο Μεγάλος Βράχος και το Μεγάλο Βουνό δεν αφήνουν ξανά τη θλίψη να φωλιάσει στην καρδιά τους. Ζουν την κάθε μέρα που περνά και απολαμβάνουν τη ζεστασιά του καλοκαιριάτικου ήλιου και τη δροσιά της ανοιξιάτικης νύχτας και είναι ευτυχισμένα. Και τα κατακλύζει μεγάλη χαρά γιατί θα μείνουν για πολλά χρόνια ακούνητα στη θέση τους, ακοίμητοι φρουροί του μέλλοντος, και θα μπορέσουν να μεταφέρουν και στις επόμενες γενιές το αληθινό νόημα του καθημερινού αγώνα, το αληθινό νόημα της ζωής!!!
Γιώτα Γαρυφάλη
Εκπαιδευτικός