Η μοίρα, ανελέητη, την άφηνε πάντα μόνη να πορευτεί σε κάθε δοκιμασία που της επέβαλαν οι άλλοι. Αρχικά ο πατέρας της, στη συνέχεια ο ανεκδιήγητος σύντροφός της. Σταλμένη κάμποσες φορές στο στόμα του λύκου, εγκαταλελειμένη κατόπιν να λογοδοτήσει, όχι ανώδυνα, στον ίδιο της τον εαυτό.
Τελικά, με το πέρασμα του χρόνου και την αδιάκοπη τριβή της στο χώρο του εύκολου κέρδους έπαψε να πιστεύει στην αδύναμη πια φωνή της συνείδησής της. Το δελεαστικό κάλεσμα του συντρόφου της Γιάννη, στον κόσμο της ανηθικότητας στάθηκε ικανό να σωπάσει και τα τελευταία καμπανάκια της αυτοεκτίμησής της.
Αδύναμη, θλιμμένη, αδιάφορη για κάθε τι όμορφο και απρόθυμη ν’ αλλάξει τρόπο ζωής βυθιζόταν όλο και περισσότερο σε τέλμα, από το οποίο μονάχα ένα δυνατό συναίσθημα θα μπορούσε να την αποσπάσει. Ένα μικρό θαύμα, μια αχτίδα ελπίδας, που όμως δεν ερχόταν ποτέ.
Είχε κουραστεί από τις υποσχέσεις του Γιάννη. Κορώνα του είχε μόνο το εγώ του και τις φιλοδοξίες του. Δεν ήταν σε θέση να της προσφέρει το καταφύγιο και τη γαλήνη που ζητούσε. Το αντίθετο, μάλιστα. Από την αρχή της σχέσης τους την εκμεταλλευόταν πιέζοντάς την να κάνει πράγματα που δεν την εξέφραζαν. Κι όμως ασκούσε πάνω της τέτοια επιρροή, που εκείνη αδυνατούσε να αντισταθεί.
Την στιγμή που της ανακοίνωσε ότι θα εγκατέλειπε την αγαπημένη του ασχολία, αυτή της κλοπής πορτοφολιών από τις τσέπες ανυποψίαστων περαστικών, για να εργασθεί ως βαφέας δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Μάλιστα, τη διαβεβαίωσε ότι, όσο θα διαρκούσε η δουλειά, δε θα επέτρεπε στον εαυτό του να υποπέσει σε ατιμία, προκειμένου ν’ αποκτήσει καλό όνομα και περισσότερους πελάτες.
Όμως, ούτε αυτή τη φορά κράτησε την υπόσχεσή του.΄Ενα μεσημέρι γύρισε σπίτι αλλιώτικος, τρελός από ενθουσιασμό. Την ώρα που έβαφε το δωμάτιο των κυρίων, η μπατανόβουρτσα σκάλωσε στο χερούλι ενός ντουλαπιού, το οποίο άνοιξε αποκαλύπτοντάς του μια κόκκινη, δερμάτινη μπιζουτιέρα. Η περιέργεια νίκησε κάθε αναστολή. ΄Εριξε μια κλεφτή ματιά στην πόρτα να βεβαιωθεί ότι δεν τον έβλεπε κανείς και άνοιξε το κουτί. Η λάμψη των κοσμημάτων τον ζάλισε. Πρώτη φορά στη ζωή του άγγιζε τέτοιο θησαυρό. Με μιας πήγαν περίπατο και η τιμιότητα και οι υποσχέσεις του. Άκουσε φωνές στο διάδρομο και χωρίς δεύτερη σκέψη άρπαξε όσα κοσμήματα χωρούσε η χούφτα του και τα έχωσε στην τσέπη του.
- Κατάλαβες, αγάπη μου; Είμαστε πλούσιοι!
Επιχείρησε να της δείξει το θησαυρό μα τότε συνειδητοποίησε ότι η τσέπη ήταν τρύπια! Μεγάλη η απογοήτευση. Κρίμα στα όνειρά του. Να έχει μπροστά του τέτοιο λαχείο και να το πετάξει! Ποτέ δεν θα συγχωρούσε τον εαυτό του για την αποκοτιά του. Προσπάθησε να θυμηθεί τις κινήσεις του. Ήταν σίγουρος ότι τα κοσμήματα είχαν πέσει στο δωμάτιο που τα βρήκε. Κι έτσι να μην ήταν, οι κύριοι θα είχαν κι άλλα. Φαίνονταν ευκατάστατοι.
-Αμάντα, θα πας εσύ να τα πάρεις!
Τελευταία στιγμή του ήρθε η αναλαμπή. Τυχαία είχε ακούσει τους κυρίους του να μιλούν στο τηλέφωνο με τον ιερέα της ενορίας ζητώντας νταντά για το μωρό τους. Η τωρινή είχε αρρωστήσει και ήθελαν μια κοπέλα να την αντικαταστήσει για μια εβδομάδα. Χρυσή ευκαιρία! Δεν έπρεπε να την κλοτσήσουν! Και τι δεν είπε ο Γιάννης για να πείσει την Αμάντα να πάει στον ιερέα της ενορίας να πει τάχατες ότι ξέρει από μωρά και ψάχνει για δουλειά. Για άλλη μια φορά τα σαγηνευτικά του λόγια απλώνονταν σα δίχτυα πάνω της και την παγίδευσαν. Ο λόγος του μονόδρομος γι΄αυτήν.
Η τύχη την ευνόησε και ο ιερέας τη σύστησε στο πλούσιο ζευγάρι. Το άλλο πρωί κιόλας βρισκόταν μόνη στο σπίτι με το βυζανιάρικο. Πρώτη φορά βρισκόταν μόνη με μωρό κι αυτό τη φόβιζε. Πώς φέρονται σ’ ένα πλασματάκι; Πώς αντιμετωπίζεις την αθωότητα τη στιγμή που η καρδιά σου είναι γεμάτη φουρτούνες;
Είχε περάσει καιρός που έπαψε ν’ αγαπά. Η ως τότε άπρεπη ζωή της δεν της άφηνε περιθώρια για όνειρα, νοσταλγίες και δάκρυα. Τα συναισθήματά της σε αδράνεια. Η πόρτα της ζεστασιάς και της αγάπης στα αζήτητα. Αυτά για κείνη αποτελούσαν παρελθόν σβησμένο, που ξεγλύστρησε ανεπιστρεπτί μέσα από τα χέρια της χωρίς να τη ρωτήσει... Ίσως γι’ αυτό η παρουσία του μωρού την εκνεύριζε. Το βλέμμα του την αποσυντόνιζε. Δεν ήθελε να έχει παρτίδες μαζί του. Της θύμιζε ένα κόσμο μακρινό, γεμάτο από αθώα, χαρούμενα ματάκια και γελαστά προσωπάκια.΄Ενα κόσμο πραγματικά Ωραίο, που η ίδια είχε απαρνηθεί. Με κανένα τρόπο δεν έπρεπε να ενδώσει στη γλυκύτητα του παιδιού. Όσο κι αν το επιθυμούσε, της ήταν αδύνατο να αφήσει ελεύθερη την καρδιά της, ν’ αγγίξει έστω και στιγμιαία κάτι από τα τρυφερά παιδικά της χρόνια. Θα ήταν ακόμη δυσκολότερος ο δρόμος της επιστροφής. Ο άλλος εαυτός την περίμενε στη γωνία. Ο ψυχρός εαυτός. Ο αλλοτριωμένος. Την πυροβολούσε αδίστακτα καθημερινά. Της σκότωνε ό,τι ωραίο είχε απομείνει. Και τώρα σαν καλοκουρδισμένο ρομπότ με τα συναισθήματα ρυθμισμένα στο μηδέν καλούνταν να διεκπεραιώσει άψογα τη δουλειά, που είχε αναλάβει. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο.
Το κλάμα την τρέλαινε. ΄Αρχισε να κουνά το παιδί στο καρότσι τόσο αδέξια που εκείνο τρόμαζε και έκλαιγε περισσότερο. Όταν, επιτέλους, κοιμήθηκε, εκείνη επιδόθηκε χωρίς δισταγμό στην ανίερη πράξη της. Χώθηκε σε κάθε γωνιά του σπιτιού, σε κάθε πιθανή κρυψώνα. Ντουλάπια, συρτάρια, τσάντες, πορτοφόλια, όλα τα μαγάρισε με τα χέρια της. Ο χρόνος την κυνηγούσε αδυσώπητα. Σε λίγο θα γύριζε η κυρία και θα έβρισκε το σπίτι ανάκατο. Πανικοβλήθηκε.΄Επρεπε να δράσει γρήγορα. Το μωρό, όμως, ξύπνησε και την καθυστερούσε, ενώ ο Γιάννης την καλούσε στο κινητό.
-Έλα, μωρό μου, όλα εντάξει; Τη ρώτησε.
-Με δουλεύεις; Το βλαμμένο τσιρίζει και το κουτί δεν είναι πουθενά!
-Ούτε μετρητά βρήκες; Ούτε κοσμήματα;
-Τίποτα!
-Υπομονή! Κάπου θα τα έκρυψαν οι άτιμοι! Έχεις μια εβδομάδα μπροστά σου να ψάξεις. Θα τα βρεις!
΄Ισα που πρόλαβε εκείνη τη μέρα να τακτοποιήσει το σπίτι και άκουσε το κλειδί της πόρτας να γυρίζει.
Την επόμενη επαναλήφθηκε το ίδιο σκηνικό με την Αμάντα να ψάχνει με περισσότερη προσοχή το κάθε δωμάτιο ξεχωριστά. Το μωρό, όμως, δεν άφηνε. Η γκρίνια του την αποσπούσε από τη δουλειά της και έχανε πολύτιμο χρόνο. Αναγκάστηκε να του φτιάξει γάλα για να ηρεμήσει. Η εικόνα του εαυτού της να ταϊζει ένα μωρό εισχώρησε στο μυαλό της σαν μια εμπειρία πρωτόγνωρη, αταίριαστη με τα ως τότε βιώματά της. Είχε, λοιπόν, κι εκείνη αυτό το δικαίωμα; Ήταν άξια να περιποιηθεί ένα μικρό ανθρωπάκι; Η επαφή μαζί του την άλλαζε, άγγιζε τις σκουριασμένες χορδές της ψυχής της. Ώρα με την ώρα λειτουργούσε καταλυτικά, θεραπευτικά. Τα μάτια της, συνηθισμένα για καιρό στο σκοτάδι της απομόνωσης και της περιθωριοποίησης, πονούσαν από το διαπεραστικό φως που εξέπεμπε το καθαρό βλέμμα του μωρού. Η λάμψη του διέλυε το θολό τοπίο της καρδιάς της και έπεφτε σα λεπίδι στα σωθικά της λοιδωρώντας την ανελέητα για την μέχρι πρότινος αξιόποινη συμπεριφορά της. Υπέφερε.
Ας έβρισκε την μπιζουτιέρα μια ώρα αρχύτερα να τελειώσει το μαρτύριό της. Αυτό μόνο ευχόταν. Γιατί, αλλιώς, δεν θ’ άντεχε. Από τη δύσκολη θέση την έβγαλε το τηλεφώνημα του Γιάννη:
-Τι έγινε; Το βρήκες;
Υπάκουη άλλη μια φορά στα λεγόμενά του άφησε το παιδί στην κούνια σα να’ ταν αντικείμενο και συνέχισε το ψάξιμο.
΄Ετσι, πέρασε η εβδομάδα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Κόκκινη μπιζουτιέρα πουθενά. Το πήρε απόφαση ότι δε θα την έβρισκε. Εξάλλου, η ενασχόλησή της με το μωρό την παρέσυρε αρκετές φορές και έχανε ώρες. Τάισμα, άλλαγμα, ντάντεμα. ΄Επιασε τον εαυτό της να επιθυμεί την κάθε στιγμή μαζί του. Να περιμένει με λαχτάρα να το ξαναδεί και να κολλά η σκέψη της μονάχα σ’ αυτό, στο όμορφο κοριτσάκι, το μόλις πέντε μηνών. Αλήθεια, πώς θα το αποχωριζόταν;
Την τελευταία μέρα δεν έψαξε καθόλου. Πήρε το μωρό αγκαλιά και δε νοούσε να το αφήσει. Ήθελε να νιώσει πάνω της το τρυφερό του χάδι, την απαλή του επιδερμίδα, το χτύπο της καρδούλας του. Μικροσκοπικό και ανυπεράσπιστο, γελούσαν τα ματάκια του από ευτυχία. Δύο ώρες είχε ακόμη στην διάθεσή της και ο Γιάννης τη ζάλισε στα τηλέφωνα. Μόνο όταν την απείλησε ότι θα ερχόταν ο ίδιος εκεί, άφησε το μωρό και άρχισε να ψάχνει.
-Στην τελική, άρπαξε ό,τι αντικείμενο αξίας βρεις! Δε θα βγεις από κει μέσα με άδεια χέρια! Αλλιώς, δε ξέρω κι εγώ τι θα γίνει!
Η επιτακτική φωνή του ηχούσε στ’ αυτιά της σαν τελεσίγραφο, την άγχωνε. Στράφηκε με απόγνωση στο μωρό, που την κοιτούσε ήρεμο από το ριλάξ του.
-Μπορείς να μου πεις, πού στα κομμάτια έχουν οι γονείς σου τα κοσμήματα;
Η φωνή της το χαροποίησε. Αυτή έβριζε και κείνο γελούσε. Ξαφνιάστηκε με την αντίδρασή του. Πρώτη φορά της συνέβαινε αυτό. Πρώτη φορά της χαμογελούσε ένας άγγελος. Το χαμόγελό του μιλούσε κατευθείαν στην καρδιά της. Της πρόσφερε εισιτήριο αγάπης δίχως αντάλλαγμα. Την προσκαλούσε κοντά του δίχως ίχνος ιδιοτέλειας. Το αγνό πλασματάκι δεν είχε υποψιαστεί τίποτα από τη μηχανορραφία της. Δεν της κρατούσε κακία, δεν την κατέκρινε, δεν την πρόσβαλε.΄Απλωνε ψηλά τα χεράκια του ζητώντας την αγκαλιά της. Κουνούσε έντονα τα ποδαράκια του δείχνοντας τη χαρά του. Προσπαθούσε να της κινήσει το ενδιαφέρον με κάθε τρόπο για να επικοινωνήσει μαζί του. Το πλησίασε με δέος.
΄Ετρεμε η καρδιά της από ενοχές μπροστά στη δική του αγνότητα. Λύγισε... Δε μπορούσε να προχωρήσει στην ανέντιμη πράξη της. ΄Οχι όσο υπήρχαν ακόμη χαρούμενα, ανυποψίαστα ματάκια. Το μωρό την είχε κερδίσει. Σταδιακά, μεθοδικά, υπομονετικά. Λιθαράκι-λιθαράκι έχτισε τη σχέση του μαζί της. Και την κατέκτησε. Αμέσως ελευθερώθηκε η ψυχή της σα να έφυγε από πάνω της φορτίο δυσβάσταχτο και εξοντωτικό. Το μόνο που της απέμενε ήταν να γκρεμίσει κάθε γέφυρα που τη συνέδεε με το παρελθόν. Οι αλυσίδες ακόμα βαριές στα πόδια της με το κλειδί στα χέρια του Γιάννη, που θα την ειρωνευόταν και θα κάγχαζε με τη μεταστροφή της. Άλλη μια μάχη που έπρεπε να δώσει. Αλλά δεν ήταν μόνη πια. Είχε έναν άγγελο να της συμπαρασταθεί. Το μωρό πιπίλιζε το δάχτυλο. Σημάδι πως πείνασε. Είχε μάθει πια να αποκωδικοποιεί τη συμπεριφορά του και να αντλεί μεγάλη χαρά από την επικοινωνία τους. ΄Εσπευσε να του φτιάξει γάλα, μα καθώς το τάιζε, εκείνο πνίγηκε. Βήχας και κοκκίνισμα μαζί. Τα χρειάστηκε η Αμάντα! Το γύρισε ανάποδα, το χτύπησε στην πλάτη. Τέτοια λαχτάρα δεν είχε ξαναπεράσει!
Ευτυχώς, το μωρό συνήλθε γρήγορα κι εκείνη έτρεξε να πάρει καθαρό φορμάκι από το κομοδίνο, που της είχε υποδείξει η κυρία. Δεν είχε απομείνει, όμως, άλλο και έτσι αναγκάστηκε να ψάξει στο παιδικό δωμάτιο. Λίγο πριν βγει από κει , το μάτι της έπεσε σε δύο μικρά συρταράκια κάτω από την κούνια του μωρού. Πώς δεν τα είχε αντιληφθεί τόσο καιρό; Προφυλαγμένα καλά, σχεδόν αθέατα, καλυμμένα από το πάπλωμα. Κάτι την ιντρίγκαρε, σα να ξυπνούσε ο παλιός της εαυτός. ΄Εσκυψε να ψάξει δήθεν για φορμάκι και τότε αντίκρυσε την περίφημη, κόκκινη μπιζουτιέρα. Η μοίρα της έστηνε άσχημο καρτέρι. Βγήκε από το δωμάτιο αναστατωμένη με τα σωθικά της να καίνε από την υπερένταση. ΄Εντυσε το μωρό με αδέξιες κινήσεις, όπως στην αρχή. Μια άγρια χαρά την περιέλουζε. Είχε φτάσει, επιτέλους στο στόχο της! Στην εύκολη και οριστική λύση του βιοποριστικού της προβλήματος! Ξαναμπήκε στο δωμάτιο και άνοιξε το κουτί με τρεμάμενα χέρια. Βραχιόλια, δαχτυλίδια, περιδέραια, σκουλαρίκια, κι όλα σε χρυσό! Μεγάλος πειρασμός. Τα προηγούμενα, άπληστα όνειρά της ενσαρκωμένα!
Γιατί να συμβεί αυτό τη στιγμή που αποφάσισε ν’ αλλάξει; Γιατί δεν ερχόταν τώρα η οικοδέσποινα να τη σταματήσει; Γιατί δεν κλαψούριζε το μωρό; Aναπάντητα , βασανιστικά ερωτήματα, όλα δικά της...
΄Εκλεισε με φόρα το συρτάρι και κατευθύνθηκε στο σαλόνι. Πήγε κι ήρθε κάμποσες φορές με νευρικότητα. Τα μηλίγγια της χτυπούσαν , μαζί και το κινητό της. Κλήση από το Γιάννη. Θα ζητούσε να μάθει... Ήταν η ώρα που έπρεπε να φανεί δυνατή, να κλείσει τ’ αυτιά της στο επίμονο κάλεσμα της διαφθοράς. Η τελευταία και κρίσιμη αναμέτρηση με τις αντοχές της. Η μάχη με τον ίδιο της τον εαυτό, με την προηγούμενη, άστατη ζωή της. Η έναρξη της ελευθερίας ή η οριστική υποδούλωσή της. Κάθισε στον καναπέ παίρνοντας το μωράκι στην αγκαλιά της, το μόνο που μπορούσε να της δώσει δύναμη. Το κινητό εξακολουθούσε να κουδουνίζει, μα εκείνη είχε λάβει την τελική της απόφαση.
Όταν επέστρεψε η μάνα του, το αποχαιρέτησε με συγκίνηση. Βγήκε από το σπίτι ελεύθερη, χαρούμενη. Πιο πλούσια από ποτέ.
Τελικά, είχαν απομείνει κάποια κομματάκια ομορφιάς στην ψυχή της. Αλώβητα, ακέραια, που περίμεναν το χαμόγελο ενός αγγέλου για να έρθουν στην επιφάνεια. ΄Ηταν εκείνα που τη βοήθησαν να αποκτήσει τον ανεκτίμητο θησαυρό, που ποτέ δεν είχε αναζητήσει. Το θησαυρό της αγάπης.
Γλυκερία Κακούρη
Συγγραφέας – Ποιήτρια
Από την Ανθολογία ποίησης και πεζού λόγου-Αφιέρωμα στο Ν.Βρεττάκο(Θεσσαλονίκη 2012)