ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024 - 3:18:58μ.μ.
04
Δεκεμβρίου

"Πουλάκι ξένο, ξενιτεμένο" του Αυγερινού Ανδρέου

Κατηγορία Πεζογραφία

«Πουλάκι ξένο, ξενιτεμένο, / πουλί χαμένο, πού να σταθώ; / Πού να καθίσω, να ξενυχτήσω, να μη χαθώ; / Βραδιάζ’ η μέρα σκοτάδι παίρει / και δίχως ταίρι πού να σταθώ;

68/ Πού να φωλιάσω, σε ξένο δάσο να μη χαθώ; / Η μέρα φεύγει, η νύχτα βιάζει / να ησυχάζει κάθε πουλί. / Εγώ στενάζω, το ταίρι κράζω, ξένο πουλί. / Κοιτάζω τ’ άλλα πουλιά ζευγάρι / αυτήν τη χάρη δεν έχω πλια. / Νύχτα με δέρει με δίχως ταίρι, χωρίς φωλιά. / Γυρίζω να ’βρω πού να καθίσω / να ξενυχτήσω καν μοναχό. / Κάθε κλαράκι βαστάει πουλάκι ζευγαρωτό. / Δεν με γρωνίζουν, κι εδώ με διώχνουν / κι εκεί μ’ αμπώχνουν, πού να σταθώ; / Αχ, πώς να γένω, πού να πηγαίνω, να μη χαθώ; / Λυγάν οι κλάδοι, τα φύλλα σειούνται, / γλυκοτσιμπιούνται τ’ άλλα πουλιά. / Κι εγώ το ξένο το πικραμένο, χωρίς φωλιά. / Από ’να σ’ άλλο πετάω δενδράκι, / να βρω κλαράκι για να σταθώ, / για ν’ ακουμπήσω, να ξενυχτήσω, να μη χαθώ. / Απορριμμένο σε άγρι’ αγκάθια / πικρά μου πάθια και ξενιτιές, / θρηνώντας μένω, κι εκεί διαβαίνω κακές νυχτιές».


Υπάρχουν τραγούδια λογίων τα οποία ο λαός τ’ αγκάλιασε, τ’ αγάπησε, τα χιλιοτραγούδησε και στο τέλος τα έκανε δικά του, δημοτικά. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε να έχει απολησμονηθεί ο πραγματικός δημιουργός. «Μάνα σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω. Δεν ημπορώ, δεν δύναμαι, εμάλλιασε η καρδιά μου. Θα πάρω το ντουφέκι μου να πάω να γίνω κλέφτης…». Λογίζεται το τραγούδι αυτό δημοτικό, ενώ είναι του Παύλου Λάμπρου, λογίου Ηπειρώτη, πατρός του Δημητρίου Λάμπρου. Το ίδιο συμβαίνει με τον «Γέρο-Δήμο» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, τον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου, τον «Θούριο» του Ρήγα κ.λπ.

 

Το τραγούδι «Πουλάκι ξένο, ξενιτεμένο» ανήκει στον Ιωάννη Βηλαρά (1771-1823), Ηπειρώτη ιατρό, πρωτοπόρο και πρόδρομο της άνθισης των ελληνικών γραμμάτων, ανανεωτή της δημοτικής παράδοσης και συνεχιστή του εντέχνου ποιητικού λόγου. Υπήρξε ο Ιωάννης Βηλαράς επιβλητική φυσιογνωμία του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, συγγράψας και γραμματική της δημοτικής γλώσσας, την «Ρομέηκη γλόσα», αφιερωμένη στον φίλο του Αθανάσιο Ψαλίδα. Το αλληγορικό αυτό τραγούδι του Βηλαρά αναφέρεται σ’ ένα παλαιό πρόβλημα του ελληνισμού, τον ξενιτεμό, ιδιαίτερα συνηθισμένο σε μερικές περιοχές (π.χ. στην Ήπειρο), λόγω ιστορικών, οικονομικών κ.ά. συνθηκών. Η πατρίδα μας είναι ορεινή και εν πολλοίς άγονη, εστερημένη εκτεταμένων πεδιάδων και αφθόνων ροών ύδατος.

 

Έτσι οι Έλληνες είχαν βρεθεί από αρχαιοτάτων χρόνων στην ανάγκη να ταξιδεύουν σε ξένους τόπους, για βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους, συμβάλλοντες στην αξιοποίηση ανεκμεταλλεύτων πλουτοπαραγωγικών πηγών και στην οικονομική ανάπτυξη άλλων τόπων. «Πανταχού, όθεν διέρχονται οι Έλληνες –ελέχθη– ανεγείρονται πόλεις, ιδρύονται κέντρα πολιτισμού, διαδίδονται τα γράμματα, οι επιστήμες, οι τέχνες, μετοχεύονται τα ελληνικά ήθη, έθιμα, η ελληνική γλώσσα και τα λοιπά στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού και εξυψούνται και εξανθρωπίζονται οι λαοί». Είναι παλαιό το πρόβλημα της ξενιτειάς των Ελλήνων, όσο τουλάχιστον και ο βασιλιάς της Ιθάκης, ο Οδυσσέας. Έχει βρεθεί σε ανασκαφές αγαλματίδιο στις Μυκήνες του 1100 π.Χ. στο οποίο δύο νέοι με κρεμασμένο στον ώμο το δισάκι τους με λίγο φαγητό, πήραν τον δρόμο της ξενιτειάς για την Αίγυπτο. Δεν είναι μόνον οι περιπλανήσεις του Οδυσσέα, είναι και η πλούσια φιλολογία περί ξενιτειάς της μεσαιωνικής – βυζαντινής περιόδου, είναι και τα δημώδη άσματα της προεπαναστατικής και μετεπαναστατικής περιόδου, που αναφέρονται στην πίκρα της ξενιτειάς.

 

Στα χρόνια που γράφτηκε το τραγούδι ετούτο από τον Βηλαρά, δηλαδή γύρω στα 1795, οι Ηπειρώτες ταξίδευαν ως επί το πολύ στην Ουγγροβλαχία (Βουκουρέστι, Ιάσιο, Γαλάτσι, Δραγατσάνι κ.λπ.), στην Οδησσό, στη Μόσχα, στην Πόλη, στην Τεργέστη, στο Μιλάνο, στην Πίζα και άλλες πόλεις. Η ζωή του ξενιτεμένου, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό, είναι σκληρή. Ο ποιητής ομιλεί και εκφράζεται αλληγορικά. Το ξενιτάκι Ηπειρωτάκι εδώ είναι ένα πουλί. Πετάει από κλαράκι σε κλαράκι μοναχό και πικραμένο. Η θλίψη πάντοτε μεγαλώνει με το αντίκρισμα της χαράς και της ευτυχίας των άλλων. Βλέπει, επομένως, ο ξενιτεμένος τους άλλους, γιομάτους ζωντάνια, υγεία και δημιουργία, πλησμόνως να θύουν στον έρωτα και ο πόνος του επιτείνεται και ογκούται. Όλοι έχουν τα σπίτια τους, αυτός, όμως, χωρίς σπίτι, στην παγωνιά και στον αγέρα.

 

Όποιος θεώρησε χαρά την ξενιτειά, πλανήθηκε. Ο ίδιος ο Ιωάννης Βηλαράς σε άλλο ποίημά του μας λέει: «Είναι βαρύς ο χωρισμός κι είναι βαριά τα ξένα, / παράχουν βάσανα πολλά, παραφαρμακωμένα. / Πώς να φτουρήσει άνθρωπος και πώς να τα βαστάξει, / Και πώς να τα συλλογιστεί με δίχως να τρομάξει;». Και σε άλλο ποίημά του: «Επάντεχα την ξενιτειά προς ώρας πανηγύρι, / κι αυτή ακράτο με κερνάει φαρμάκι στο ποτήρι».

 

Ο ελληνικός λαός τραγούδησε ικανώς το δράμα της ξενιτειάς: «Την ξενιτειά, την ορφανιά, την πίκρα, την αγάπη, / τα τέσσερα τα ζύγιασαν, βαρύτερα είν’ τα ξένα. / Ο ξένος εις την ξενιτειά πρέπει να βάζει μαύρα / για να ταιριάζει η φορεσιά με της καρδιάς τη λαύρα». Στα ξένα είναι πικρή η αρρώστια. Κανείς δεν φροντίζει τον ασθενή ξενιτέμενο. Κι αν το ριζικό του τού έγραψε να πεθάνει στην ξένη γη, κανείς δεν θα τον μοιρολογήσει. Άγνωστοι θα τον θάψουν σαν σκυλί, χωρίς παπά και ψάλτη, χωρίς κερί και λιβάνι: «Παρακαλώ σε, Κύριε, και προσκυνώ, Θεέ μου, / του ξένου δώσ’ του ξενιτειά κι αρρώστια μην του δίνεις. / Τι αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάδια, / θέλει μανούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι, / θέλει κι αρσενικό παιδί, κρύο νερό να φέρνει. / ’Γω τι είδα με τα μάτια μου σ’ έναν αποθαμένον: / Τον πήγαν και τον έθαψαν σαν το σκυλί στον τάφο, / χωρίς θυμιάμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη, / δίχως μανούλας κλάμματα, γυναίκας μοιρολόγια». Στην πατρίδα πίσω μένει μόνη μια μάνα, μια σύζυγος, μια αρραβωνιασμένη, μια αγαπημένη γυναίκα. Πικραίνεται και μαραζώνει για τον ξενιτεμένο και του λέει νοερά: «Ξενιτεμένο μου πουλί, χρυσό μου χελιδόνι, / η ξενιτιά σε χαίρεται και ’γω πίνω φαρμάκι. / Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδήσω; / Σου στέλνω μήλο, σέπεται, τριαντάφυλλο μαδιέται, / σταφύλι ξερογιάζεται, κυδώνι μαραγκιάζει. / Να στείλω και το δάκρυ σ’ ένα φτενό μαντήλι, / το δάκρυ μ’ είναι καυτερό και καίει το μαντήλι. / Τι να σου στείλω, ξένε μου, αυτού στα ξένα που ’σαι;».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αυγερινός Ανδρέου
Συγγραφέας - Ποιητής
Μέλος του ΔΣ της Εταιρίας Ελλήνων Λπγοτεχνών

Διαβάστηκε 886 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(1 Ψήφος)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr είναι ένα site, που φιλοδοξεί να δώσει στους αναγνώστες του αντικειμενική και ανεξάρτητη ενημέρωση, χωρίς υπερβολές, παραποιήσεις και σκοπιμότητες...

Διαβάστε περισσότερα