Τα φώτα στην Άνω Χώρα ακόμη είναι αναμμένα κι ας έχει ξημερώσει. Ένας κόκκορας ακούγεται και ξανακούγεται. Ήρθε η καινούργια μέρα! Η πρωινή δροσιά είναι έντονη. Οι ακακίες μπροστά στο «Κρυστάλλινο Βουνό» κουνιούνται απαλά με το ελαφρύ αεράκι.. Ακούγονται τα κοτσύφια, ακούγονται τόσες γλυκές φωνούλες... Το χωριό, ένας αναλλοίωτος πίνακας ομορφιάς, με τα σπιτάκια απλωμένα στην πάνω και στην κάτω πλαγιά, όλα σε μια ήρεμη διάταξη, με τις κόκκινες στέγες να φαντάζουν σαν μανιτάρια. Τα χελιδόνια κυνηγιούνται χαρούμενα. Λες και έχουν αγώνες, ανοιγοκλείνουν τα φτερά τους και κοιτάζουν να συναγωνιστούν το ένα το άλλο. Είναι δικό τους το άνοιγμα του ορίζοντα. Ο ήλιος ακόμη δεν έχει φανεί. Στο βάθος ακούγεται το νερό που ασταμάτητα τρέχει από τα σπλάχνα της γης. Τα βουνά μπροστά μου, δύο οροσειρές αγκαλιασμένες σφιχτά, έχουν ένα σκούρο πράσινο χρώμα. Το τοπίο το πολύ κοντινό μου σε γλυκούς τόνους του πράσινου- με τα έλατα, αρχοντικά, καλοβαλμένα στη σειρά, στημένα το ένα δίπλα στο άλλο, με τις καστανιές, πλούσιες αρχόντισσες, τις καρυδιές, τις φορτωμένες κερασιές, τις αγριομηλιές, τις κορομηλιές παραφορτωμένες με τα πράσινα κορόμηλα.
Ώρα 6.30΄ π.μ.Τώρα οι πιο ψηλές άκρες των βουνών απέναντι έπιασαν το πρώτο φως του ήλιου.
Η καμπάνα του Ωρολογιού κτύπησε μία φορά. Η Άνω Χώρα βουτηγμένη στο πράσινο, σε εναλλαγές του πράσινου, ρεματιές πράσινες και φαράγγια, όπως του Κανναβού, νερά να τρέχουν άφθονα, κρυστάλλινες πηγές, ένα ατέλειωτο πράσινο, μια βαθειά ανάσα βουνού, μια ατέλειωτη πηγή ζωής, οξυγόνο, πολύ οξυγόνο, γαλήνη, αδιασάλευτη τάξη στη φύση, κι οι άνθρωποι ελάχιστοι γιατί όλοι έφυγαν για τις μεγάλες πόλεις, ακόμη κι ο παππάς με την παππαδιά εδώ και δέκα χρόνια που πήρε σύνταξη. Δεν την άντεχε τη μοναξιά του χωριού και την ερημιά του. Είκοσι-εικοσιδυό άτομα ζουν μόνον εδώ. Τα άλλα έρχονται πίσω ευκαιριακά τα καλοκαίρια και στις γιορτές. (Αυτά μας τα είπε η παππαδιά με μια πίκρα στην καρδιά).
Τα χελιδόνια μόνιμο σημάδι ζωής. Μας πλησιάζουν και ξαναφεύγουν. Κι αυτά αποδημητικά είναι… Ήρθαν για να φύγουν. Τώρα το φως του ήλιου έπιασε και την πλευρά στα αριστερά μου. Το μπαλκόνι μου με τα καφέ ξύλινα κάγκελλα είναι το παρατηρητήριό μου-ιδανική θέση για να απολαμβάνω την μαγεία του πράσινου ολόγυρα. Ο Θεός έδωσε εδώ όλη του την ευλογία. Λουλούδια λογής-λογής, βλάστηση πλούσια…
Κρίνα κατάλευκα, τριαντάφυλλα στο ροζ και στο κόκκινο, ανθάκια μωβ και λουλακί, μαργαρίτες…
Το ωρολόι της εκκλησίας χτύπησε επτά φορές. Μια ολόκληρη ώρα ήταν αρκετή για να πάρω την πιο κρύα ανάσα, να νιώσω την καρδιά της φύσης, να αφουγκραστώ τους ψιθύρους της, τους όμορφους στοχασμούς της, την αυθεντικότητα και την μοναδικότητά της. Νιώθω ελάχιστη μπροστά στο μεγαλείο της. Ώρα επτά και μισή. Οι ηλιαχτίδες έλουσαν τις πλαγιές, τα δρομάκια και τα σπίτια μ΄ ένα χρυσό φως. Η μέρα ξεπρόβαλε ολόλαμπρη. Ένα μικρό πουλάκι με κίτρινη κοιλίτσα ξάφνου εμφανίστηκε στην άκρη των κόκκινων κεραμιδιών στο μπαλκόνι μου. Με είδε και έφυγε. Το τρόμαξαν και οι φωνές από τους εργάτες που κάτι φτιάχνουν με ένα μηχάνημα. Δεν άντεξε την ηχορύπανση. Δεν θέλω να αφήσω το παρατηρητήριό μου. Πάγωσα, όμως. Μπαίνω μέσα για να ζεσταθώ. Μάλλον κρύωσα περισσότερο απ΄ όσο το περίμενα. Το βουνό δεν αστειεύεται. Είναι μόνον για τους ντόπιους. Ελάχιστοι κρατούν τις Θερμοπύλες. Το όμορφο χωριό ερήμωσε. Όλα ερμητικά κλειστά. Οι καφετέριες που συναντήσαμε, οι ξενώνες, το Σχολείο ερειπωμένο, η μεγάλη Εκκλησία, η Αγία Παρασκευή, κλειδωμένη, γιατί την επισκευάζουν. Μόνον το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου είναι ανοικτό…
Μαρία Υδραίου Ράλλη
Συγγραφέας
Μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών