Κάνοντας μία αναδρομή θα σας πω εδώ ότι δεν υπάρχει πλέον αρχηγός στην οικογένεια. Ο καθένας θεωρεί εαυτόν αρχηγό και πράττει κατά βούληση.
Πόνος, δυστυχία απαισιοδοξία, μίσος και κούραση ανεξήγητη.
Φταίει η εποχή, φταίει η ίδια η οικογένεια, φταίει το σχολείο, φταίνε τα προβλήματα; Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο δυστυχισμένο και κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τις λέξεις. Αυτές γεννήθηκαν για να τις χρησιμοποιήσει κάποιος και να κατηγορήσει τον γείτονα, τον συνάνθρωπο, τον άλλο.
Ποιος ξέρει ίσως και οι λέξεις οι ίδιες πονάνε με το βαρύ φορτίο που κουβαλάει η κάθε μία και να θέλουν να βρεθούν στην θέση κάποιας άλλης. Ίσως η λέξη δυστυχία να ζηλεύει την λέξη ευτυχία και η λέξη πόνος να ζηλεύει τις λέξεις ευχαρίστηση, ελπίδα.
Ήταν λοιπόν μία μέρα ζεστή του Μαΐου, όπου μου έλαχε να μείνω μόνος στο σπίτι. Σκέφτηκα ότι ήταν ότι καλύτερο για μένα. Οι διαμένοντες στην οικία, εκτός από την εργασία τους ασχολούνται με τα κινητά τηλέφωνα και με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή.
Δεν μπορούσα πια να ακούω ήχους του πληκτρολογίου, του μικροφώνου να βλέπω εικόνες στον υπολογιστή, δεν μπορούσα να ακούω κινητά τηλέφωνα να χτυπάνε συνεχώς και να επιβεβαιώνεται από τους ομιλούντες η μοναξιά του ανθρώπου που προσπαθεί να την πνίξει στην θάλασσα των σκουπιδιών.
Τι νιώθετε μιλώντας στο κινητό τηλέφωνο ασταμάτητα; Ψεύτικα συναισθήματα, λόγια του αέρα και χάρτινα όνειρα. Ένα βουητό ήχων τον τελευταίο καιρό περνάει συνέχεια από το μυαλό μου και στροβιλίζεται. Δεν μπορώ να ξεφύγω με τίποτα, κινητό τηλέφωνο σταθερό τηλέφωνο, ηλεκτρονικός υπολογιστής, φωνές, φωνές και πάλι φωνές σε σημείο υστερίας.
Αποφάσισα λοιπόν αυτό το βράδυ να κλείσω την τηλεόραση και να βγάλω τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και το router από την πρίζα.
Η ώρα ήταν 21.30΄. Έφτιαξα έναν στιγμιαίο καφέ και βγήκα στο μπαλκόνι του σπιτιού για να τον απολαύσω ακούγοντας μόνο ήχους της φύσης.
Η ώρα περνούσε είχε φτάσει 11.15. Αποφάσισα να πάω για ύπνο. Πριν πάω απομάκρυνα από το υπνοδωμάτιο μία χελώνα και ένα ψάρι σε γυάλες, γιατί οι θόρυβοι που προκαλούν την νύχτα διαταράσσουν τον ύπνο και τα όνειρά μου. Σχεδόν αμέσως και ενώ είχα πιεί και τον καφέ, αποκοιμήθηκα.
Ξύπνησα στις 9 το πρωί της επόμενης ημέρας. Ήταν Κυριακή.
Τα επόμενα δέκα λεπτά που έζησα ήταν για μένα ένας αιώνας ζωής. Δεν σκεφτόμουν τίποτα, δεν με πονούσε τίποτα, ήμουν πολύ ήρεμος. Κάθισα για λίγο στο κρεβάτι και σκέφτηκα αν όντως ζω. Κι όμως ζούσα. Σε αυτόν το λίγο χρόνο έζησα μία ζωή. Δεν σκεφτόμουν τίποτα. Την νύχτα τα όνειρά μου θα με πήγαν στα λιβάδια των αισθήσεων και στα δάση των συναισθημάτων. Μάλλον πάλι όνειρο θα έβλεπα γιατί όταν ήλθαν στο μυαλό μου τα καθημερινά προβλήματα, γύρισα στην πραγματικότητα και σκεφτόμενος διάφορα μελαγχόλησα.
Και όμως οι στιγμές εκείνες δεν ήταν όνειρο. Τα λιβάδια των νυχτερινών ονείρων είχαν εκτελέσει την εργασία τους.
Εύχομαι ο κάθε άνθρωπος να μπορέσει ν΄αφήσει πίσω τα προβλήματά του έστω για λίγο και να ζήσει αυτές τις στιγμές όπως τις έζησα εγώ...
Δημήτριος Ρουμπάς
Συνταξιούχος Αστυνομικός