Τους μετασεισμούς, όμως, τους περίμενα από στιγμή σε στιγμή και έπρεπε να πάρω τα μέτρα μου, για να μην πέσει το ισόγειο σπίτι μου και με πλακώσει, μιας και ήταν ταλαιπωρημένο από μια μεγάλη ρωγμή που έπιανε από την οροφή μέχρι τα θεμέλια εξαιτίας μιας μικρής κατολίσθησης του εδάφους και που τώρα με το σεισμό είχε ανοίξει ακόμα πιο πολύ και έχασκε σαν χάρου σώμα.
Έξω έβρεχε καταρρακτωδώς, φυσούσε δυνατά και δε σου άφηνε περιθώρια για να βγεις και να κοιμηθείς στο ύπαιθρο.
Έτσι, αποφάσισα να σηκωθώ και να σταθώ κάτω από την εξώθυρα για μεγαλύτε ρη ασφάλεια, αλλά και για να μπορώ να πεταχτώ έξω σε περίπτωση κάποιου μετασεισμού και την πιθανή κατάρρευση του σπιτιού. Περνούσαν όμως τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα χωρίς να ’ρχεται ο μετασεισμός.
Κουράστηκα και τη μια έλεγα να πάω να ξαπλώσω στο κρεβάτι, γιατί ήμουν ψόφιος στην κούραση, την άλλη να μείνω όρθιος κάτω από την εξώπορτα και να περιμένω για το χειρότερο. Μπροστά μου φάνηκε ένα σαμιαμίδι και το ρώτησα τι με συμβουλεύει να κάνω.
«Πέσε να κοιμηθείς, μου λέει, και μη σε νοιάζει. Μόλις δω ότι πάει να γκρεμιστεί το σπίτι σου, θα το κρατήσω εγώ με την υπομονή μου.»
«Αστειεύεσαι» του απάντησα, «εσύ δεν μπορείς να σώσεις τον εαυτό σου και θα σώσεις εμένα με την υπομονή σου; Δε σε πιστεύω.»
«Από μένα εξαρτάται ο κεραυνός και η αθλιότη τα ή μη του κόσμου. Εγώ διεγείρω την οσμή των φαντασμάτων και αφομοιώνω με τα τέσσερα μάτια μου τις κραυγές των αιώνων σε κρίνα και τριαντάφυλλα».
«Δε σου έχω εμπιστοσύνη. Το τρυποκάρυδο που είναι στο δένδρο ξέρει πιο πολλά από σένα και μη θέλεις να μου κάνεις το σπουδαίο».
Βγήκα έξω για να δω και να πάρω τη γνώμη από το τρυποκάρυδο που είχε κουρνιάσει σε ένα κλαδί της λεμονιάς, φοβισμένο από τη νεροποντή, τις αστραπές, τις βροντές και το σεισμό. Μόλις το πλησίασα με κοίταξε με ένα άγριο και λυπημένο βλέμμα, σαν να ήμουνα εγώ η αιτία αυτής της θεομηνίας.
Το ρώτησα σχετικά. «Ποια η γνώμη σου, αν γίνει κάποιος μετασεισμός, θα αντέξει το σπίτι ή θα πέσει να με πλακώσει;»
Στην αρχή έκανε πως δε μ’ άκουσε, αλλά αφού είδε ότι το κοιτούσα στα μεγάλα γαλάζια μάτια του και περίμενα μια απάντηση, άνοιξε το ράμφος του και άρχισε να μου λέει:
«Πιθανόν οι βιολέτες να γίνουν φίδια. Δεν είμαι απόλυτα βέβαιο, αλλά το υποθέτω. Οι καντήλες που έχω στη σκέψη μου είναι αντιγραφή από τις ρωγμές του σπιτιού σου και το νόημα που σου έπεσε από τα χέρια δεν πρέπει να σκύψεις να το πιάσεις, γιατί έτσι και πέσει ο κεραυνός στο παχνί του αλόγου, θα κάψει την αλήθεια που κρύβεις στο συρτάρι του κομοδίνου σου.
Εγώ χρησμοδοτώ και πυροβολώ τις κολόνες που ξεκινούν από τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό, αλλά όταν βλέπω τους κομήτες να χορεύουνε συρτάκι στο βυθό της Μεσογείου δεν μπορώ παρά να έχω ανησυχία για την αντοχή του σπιτιού σου στα σκαθάρια της φύσης. Έγινα αντιληπτό;»
«Απόλυτα, αλλά το σαμιαμίδι μου λέει να μη φοβάμαι και ότι αναλαμβάνει την ευθύνη να κρατή σει το σπίτι μου ορθό και αιωρούμενο».
«Τότε να ρωτήσεις την κόκκινη γάτα για να σου τα πει πιο σταράτα. Οι γάτες μπορούν να σκίσουν με τα νύχια τους τις σάρκες της αστροφεγγιάς και από το αίμα που θα χύσουν τα παραμύθια να πιουν και να χορτάσουν οι νύχτες, ο ήλιος καβάλα σε άσπρο άλογο να διώχνει με το σφύριγμα του τα ξωτικά του ανέμου, να καρφώσεις στις πόρτες τα κίτρινα χαρακώματα του λόχου και από την άκρη του γυμνού να βγαίνουν οι γαλάζιες φωτιές που παίζουν με τα χείλη του Απρίλη».
«Προτιμώ να ρωτήσω την κουκουβάγια και το κοράκι. Στις κόκκινες γάτες δεν έχω εμπιστοσύνη».
Αφού ούτε από το τρυποκάρυδο πήρα μια σίγουρη και θετική απάντηση και ψόφιος από την κούραση και την αγρύπνια ξάπλωσα στο κρεβάτι μου περιμένοντας να αρχίσουν οι μετασεισμοί.
Τριάντα τρεις Ιουλίου και η έξοδος του τρικέρατου αετού από την τρύπα της αφθαρσίας αργούσε να γίνει, αν και αναμενόταν από στιγμή σε στιγμή. Η αγωνία μου λυγισμένη και ραγισμένη σε τρεις μεριές, το ξάφνιασμα της νύχτας δεκαδικό, η ομάδα των ιππέων έτοιμη να σύρει της βροχής τα καπού λια στο Τσιντάνι, μια χούφτα χαμόγελα και τέλος η δίψα στου απείρου το φως μαλλιοτραβιέται με τον έρωτα, κούφιος ο κόσμος στο εσωτερικό του αμήν και του βίου το φτερούγισμα σε καθαρόαιμα αραβικά παράλογα.
Προχωράνε οι ρίζες της μοίρας σε παράταξη μάχης ως ανταμοιβή για τον έρωτα ηλίου σελήνης. Τα προικιά σε στάση προσοχής και πίνουν ρακί για να μη νιώθουν ναυτία. Ανεξάντλητη ευκαιρία, υγρές περγαμηνές και οι πύλες της Άνοιξης παίζουν κρυφτό με το σύννεφο.
Τα προγνωστικά, λοιπόν, αβέβαια, εμπιστοσύνη καμιά ούτε στο σαμιαμίδι ούτε στο τρυποκάρυδο και ο αφιλότιμος ο μετασεισμός ούτε πίσω ούτε μπρος. Και εγώ να ετοιμάζομαι για γαμπρός. Πήρα μια βαθιά ανάσα και ανέκραξα.
«Θε μου τι αγωνία και αυτή, να σου τραβάει η φύση κάθε τόσο το αυτί και να σου λέει κάθησε φρόνιμος και κάνε αυτό που σου λέω, γιατί θα σου στείλω τα έκτακτα καιρικά φαινόμενα και θα σ’ αλλάξω τα φώτα».
Πότης Κατράκης
Πεζογράφος-Ποιητής-Στιχουργός
Μέλος της "World Academy of Arts and Culture"
Επίτιμος Διδάκτωρ Λογοτεχνίας
Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Δικ.Συλλ.Πειραιά
Από το βιβλίο "Διηγήματα και Νουβέλες" - Δεύτερος Τόμος
Εκδόσεις Λεξίτυπον