ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ :
giweather joomla module
Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024 - 12:39:00μ.μ.
13
Νοεμβρίου

"Τα τραγούδια της βρύσης" του Αυγερινού Ανδρέου

Κατηγορία Πεζογραφία

«Βρύση μου μαλαματένια πώς κρατάς κρύο νερό; / Πώς κρατώ κι εγώ ο καημένος της αγάπης τον καημό; / Να ’μουν βρύση, να ’μουν στέρνα, να ’μουν γάργαρο νερό, / να σου πλένω τα χεράκια και τον άσπρο σου λαιμό».

68Είναι αλήθεια ότι για να κτισθεί ένας οικισμός ή ένα χωριό, θα έπρεπε να πληρούνται δύο προϋποθέσεις: να υπάρχει ένα στοιχειώδες φυσικό οχύρωμα και να υπάρχει κοντά μία βρύση. Η βρύση ήταν ο τόπος των συναντήσεων και των αναζητήσεων. Εκεί αντάμωναν οι Αρματολοί και οι Κλέφτες, αντάλλασσαν απόψεις και σχεδίαζαν τις επιδρομές τους.

 

Εκεί ήταν το κέντρο των ερωτικών συμβεβηκότων και των παιχνιδιών της αγάπης. Εκεί κρυμμένοι κάποιοι παραμόνευαν την έλευση των ωραίων γυναικών. Εκεί έπιναν δροσερό νερό, έπλεναν τα ρούχα τους και πότιζαν τα ζώα τους. Η πηγή νερού ήταν ταυτόσημη με τη ζωή. Επόμενο ήταν ο ποιητής λαός να συνθέσει πολλά ωραία τραγούδια για τη βρύση και τα συμβαίνοντα σ’ αυτήν. Το πολύ όμορφο τραγούδι της εισαγωγής «Βρύση μου μαλαματένια» επιχωριάζει κυρίως στο Μοριά, αλλά και σε άλλα ηπειρωτικά μέρη της χώρας.

 

Ένα τραγούδι της τάβλας από την Ήπειρο αναφέρεται σ’ έναν απαγορευμένο έρωτα: «Εξέφεξε η ανατολή και πάει η πούλια γιόμα. / Πάν’ τα πουλάκια στη βοσκή κ’ οι πέρδικες για λάλο». / Παίρνω κι εγώ το Γρίβα μου και πάω να τον ποτίσω. / Βρίσκω την κόρη που ’πλενε τ’ αντρός της τα μαντίλια. / Σαράντα σίκλους έριξε και στους σαρανταένα / έκλαψε πικρά για μένα…». Ένα χαρούμενο τραγούδι με τίτλο: «Ένα νερό, κυρά Βαγγελιώ», απαντάται και άδεται σε όλη την ηπειρωτική χώρα και στη νησιωτική: «Ένα νερό – κρύο νερό, / αχ και πούθε κατεβαίνει; / Από γκρεμό γκρεμίζεται / και σε περιβόλι μπαίνει. / Ποτίζει δέντρα και κλαδιά, / αχ ποτίζει λεϊμονίτσες / γεια – χαρά σας κοπελίτσες…».

 

Σε πάρα πολλά τραγούδια η κατάκρυα βρύση αλληγορικά είναι η δροσερή πανωραία κόρη. Πίνει κανείς δροσερό, κρύο νερό, ισοδυναμεί και ισούται με φιλί όμορφης κοπέλας. Μακάριος όποιος έχει βρύση στην αυλή του: «Δέντρο είχα στην αυλή μου, για παρηγοριά δική μου / και δεν ξέρω τι δεντρό ’ναι, τον καρπό του αν τον τρώνε, / πόχει ολόχρυσα τα φύλλα κι ασημένια τα κλωνάρια / και στη ρίζα κρύα βρύση, ποιος θα πιεί, ποιος θα γιομίσει; / Κι έσκυψα να πιω νερό, φιλώ τα μάτια της τα δυο, / για να πιω και να γιομίσω και την κόρη να φιλήσω». Ένα δημοτικό τραγούδι της Ηπείρου και Θεσσαλίας, με τίτλο «Η Μαλάμω», είναι χιλιοτραγουδισμένο και αναφέρεται στους έρωτες της βρύσης: «Κι αν πας Μαλάμω μ’ για νερό, εγώ στη βρύση καρτερώ, / να σου τσακίσω το σταμνί, να πας στη μάνα σ’ αδειανή. / Κι αν σε ρωτήσ’ η μάνα σου, Μαλάμω μ’ πού είν’ η στάμνα σου: / – Μάνα μου παραπάτησα κι έπεσα και την τσάκισα. / – Δεν είναι παραπάτημα, μόν’ είν’ αντρός αγκάλιασμα».


Οι αγάπες κ’ οι έρωτες, όμως, δεν έχουν παντοτινή διάρκεια. Τότε έρχεται η πίκρα κι η αγανάκτηση, που έχουν ως αποτέλεσμα την εκδίκηση: «Βρυσούλα, ποιος σ’ ανάσκαψε και σ’ έβγαλε βρυσούλα; / Βρυσούλα, εγώ σ’ ανάσκαψα και σ’ έκανα βρυσούλα, / και τώρα συ μου γίνηκες οχτρός φαρμακωμένος. / Βρύση, θα σε καταραστώ, θα πω βαρειά κατάρα: / Να σκουλικιάσει το νερό, να χορτιαριάσεις βρύση, / κι άλλος κανείς να μη βρεθεί για να σε ξανασκάψει, / μήτε και το νερό να πιει, μήτε να σε κοιτάξει». Πολλές φορές στο ερωτικό παιγνίδισμα η γυναίκα είναι περισσότερο επιθετική του ανδρός.

 

Σε ένα τραγούδι, που επιχωριάζει στην Ήπειρο, στη Ρούμελη και τη Δυτική Μακεδονία, με τίτλο «Η κρυόβρυση», έχουμε: «Σαράντα πέντε Κυριακές, σαράντα τρεις Δευτέρες / δεν είδαν τα ματάκια μου την κόρη π’ αγαπούνε, / και χθες την είδα στο χορό που χόρευε στη μέση, / τα μάτια τα χαμήλωνε κι όλο χαμογελούσε, / και μια φορά απ’ τις πολλές, που διάβαιν’ από ’μπρός μου / άνοιξε τ’ αχειλάκι της και σιγαλά μου το είπε. / – Απόψε στην κρυόβρυση θαρθώ ν’ ανταμωθούμε. / Πώς να το ειπεί της μάνας της και πώς να την γελάσει, / ποιαν αφορμή να της ευρεί να πάει στη βρύση’ εξώρας; / Μάνα μ’ νερό δεν έχουμε, και τι θα πιούμ’ απόψε; / – Κόρη μου είναι πάρωρα, και πώς να πας μονάχη; / Πήρε τη στάμνα κι έτρεχε, σαν πέρδικα πατούσε, / καρδιοχτυπούσε κι έλεγε στο δρόμο με το νου της: / Αν είναι η βρύση μοναχή, ο φίλος μ’ αν κοιμάται, / το τι να κάμω να με ιδεί, το πώς να τον ξυπνήσω; / Να τον φιλήσω ντρέπομαι, να τον χαϊδέψω, τρέμω, / να τον ραντίσω με νερό, σκιάζομαι μην κρυώσει. / Ηύρε τον φίλον έξυπνον, την βρύση μονμονάχη, / ηύρε και τη μανούλα της βαρειά ’ποκοιμισμένη».

 

Πολλοί κτυπημένοι από τα βέλη του έρωτα ήταν ντροπαλοί. Παραμόνευαν, λοιπόν, κρυμμένοι για να ιδούν την αγαπημένη τους να διαβαίνει στη βρύση: «Τη νύχτα παραμόνευα μ’ ένα λαμπρό φεγγάρι / για να περάσει η αγάπη μου, νερό να πάει να πάρει. / Τη νύχτα τα μεσάνυχτα την είδα να διαβαίνει / Πού πας αγγελικό κορμί, πού πας καμαρωμένη; / – Πάω γι’ αθάνατο νερό, γι’ αθάνατο βοτάνι, / να δώσω στην αγάπη μου, να φάει, να μην πεθάνει…». Στις βρύσες περνοδιάβαιναν οι όμορφες, ξανθές, ρούσες και μαυρομάτες. Σε άλλο, λιγότερο γνωστό, τραγούδι έχουμε: «Βρυσούλα με το κρύο νερό, με την ιτιά μπροστά σου, / σαν άλλο δε σου ζήλεψα, μόν’ τη γειτόνισσά σου. / Πο ’χει τον άσπρο το λαιμό, το μάγουλό της μήλο / και το κορμί της λεϊμονιά μέσα στο περιβόλι. / Παρακαλώ σε, αμπελουργέ, να μπω στο περιβόλι, / ν’ αγκάλιαζα τη λεϊμονιά, να φίληγα τα μήλα. / Αυτά τα μήλα που φυλάω έχουν κακό δραγάτη, / η μάνα μ’ είναι αμπελουργός κι ο αφέντης μου δραγάτης. / Τα δυο μ’ αδέρφια κλήματα κι εγώ γλυκό σταφύλι. / Σε μαρμαρένια βρύση. / Ανέβαινα, κατέβαινα σε μαρμαρένια βρύση / να εύρω την αγάπη μου να την περιφροντίσω…».

 

 

 

 

 

 

 

 


Αυγερινός Ανδρέου
Συγγραφέας
Μέλος του ΔΣ της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών

Διαβάστηκε 184 φορές
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)

Πολιτιστικο Σωματειο «οι κορυφαιοι»

Ποιοι Ειμαστε

Το mcnews.gr είναι ένα site, που φιλοδοξεί να δώσει στους αναγνώστες του αντικειμενική και ανεξάρτητη ενημέρωση, χωρίς υπερβολές, παραποιήσεις και σκοπιμότητες...

Διαβάστε περισσότερα