Τη χρυσοφόρα δηλαδή εκείνη χάντρα στο εξαίσιο κομπολόι της παραδοσιακής – ακόμα νοσταλγικής αξίας. Αυτής που έχει συνειδητοποιήσει ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν είναι άλλη από την Κεφαλλονιά!
Αξέχαστοι είναι οι ανάλαφροι κυματισμοί της θάλασσας του γραφικού Ληξουριού. Τα καλοκαιρινά απόβραδα ιδιαίτερα , όταν απ’ τα φώτα των καραβιών, σχηματίζονται τα ασημένια εκείνα ποταμάκια, που νιώθεις πως σε οδηγούν στα όμορφα – ακόμα – καντούνια. Βλέπεις τη γρανιτένια εκείνη προσπάθεια ενός παραδοσιακού τοπίου, να αμυνθεί, με όσο γίνεται λιγότερες απώλειες, στα χτυπήματα ενός επάρατου εκσυγχρονισμού. Είναι τα χτυπήματα εκείνα που έχουν αφήσει κάποια, έστω, μικρά σημάδια, δημιουργώντας ένα ανάμικτο αίσθημα μελαγχολίας και αγανάκτησης κάποιες στιγμές, στο αλαβάστρινο ακόμα, σώμα της παραδοσιακής ομορφιάς.
Τα ασημένια εκείνα ποταμάκια λοιπόν, δείχνουν την πορεία εκείνη επίσης, στα πιο εξαίσια και αξέχαστα γραφικά χωριουδάκια του νησιού.
-Τα βουνά, γύρω απ’ αυτά, μοιάζουν την ημέρα με ανάγλυφο πίνακα κατάφορτο από ελαιογραφίες και χρυσογάλανη πελαγίσια αλμύρα, λέει η γυναίκα μου, καθώς οι πρώτες ακτίνες του ήλιου σημαδεύουν την θάλασσα.
Χωρίς να το καταλάβουμε έχουμε φτάσει πια, σε ένα απ’ τα στολίδια της Κατωγής, το χωριό Χαβδάτα. Αυτό που μαζί με ένα άλλο στολίδι-απ’ αυτά της Ανωγής, το χωριό Μονοπωλάτα, νιώθεις πως αποτελούν το δίδυμο εκείνο κόσμημα της λύτρωσης και του ονείρου πάνω στο χρυσαφένιο στερέωμα ενός κόσμου επιθυμητού κι ανεύρετου.
Έχει αρχίσει να σουρουπώνει. Το μισοφέγγαρο ψηλά μοιάζει με το ασημένιο εκείνο καραβάκι καθώς στέκει στη μέση του ουράνιου πελάγους. Νιώθεις τότε, πως αυτό σε ταξίδεψε πέρα απ’ τη σκοτεινιά του κόσμου. Είναι η στιγμή που φτάνοντας στα Χαβδάτα, βλέπουμε απέναντι την εκκλησία του χωριού, να στέκει σαν φωτεινός πυργίσκος φιλοξενίας η ταβέρνα του «Θεολόγου». Εκεί ακριβώς είναι που τα βράδια μαζί με το απαράμιλλο κεφαλλονήτικο κρασί, χαίρεσαι –πολλές φορές- και κάποιες αθάνατες επτανησιακές μελωδίες. Ο ολοκάθαρος αέρας του χωριού τότε, κατάφορτος απ’ αυτή τη δίδυμη μεθυστική ατμόσφαιρα απλώνεται στο νου, καθαρίζοντάς τον από τη σκέψη εκείνη που θυμίζει τη νομοτελειακή επιστροφή σε μια πραγματικότητα, που ο καθένας θα επιθυμούσε κάποτε να απαλλαγεί. Είθε!
Κώστας Λιάκος
Συγγραφέας
Από το Πολιτιστικό Περιοδικό Λόγου και Τέχνης «Δευκαλίων ο Θεσσαλός»
(τεύχος 41 – 2013)