/ Κι αυτή το δρόμο άλλαξε και άλλο δρόμο πήρε. / Πήρε το δρόμο των Κλεφτών, των Καπεταναραίων. / Βρίσκει τον Κλέφτη π’ αγαπά…».
Ένα παλαιό και όμορφο, σιγανό ποιμενοκλέφτικο δημοτικό τραγούδι, το οποίο επιχωριάζει στην Ήπειρο, Δυτική Μακεδονία και Ρούμελη. Έχει πατρίδα τα χωριά του Ασπροπόταμου και κατ’ άλλους τα χωριά των Αγράφων, των Τζουμέρκων ή του Ραδοβιζίου. Ερμηνευτική προσέγγιση στο τραγούδι αυτό της Ασημούλας: Στα ποιμενοχώρια των περιοχών αυτών (και κυρίως της Ηπείρου) τα πλείστα των κυρίων ονομάτων των γυναικών λήγουν σε –ω και τονίζονται στην παραλήγουσα (Αλέξω, Μαλάμω, Αργύρω, Κρυστάλλω, Αγόρω, Μάρω, Γκόλφω, Ασήμω, Λάμπρω, Λένω, Αγάθω, Δέσπω κ.λπ.).
Η τέτοια κατάληξη του ονόματος προσδίδει στο πρόσωπο δύναμη: «Εγώ είμαι η Λένω η Μπότσαρη, η αδερφή του Γιάννη και ζωντανή δεν πιάνομαι εις των Τουρκών τα χέρια…». Η στρούγκα είναι ένα πρόχειρο πέτρινο περίφραγμα ύψους περίπου ενός μέτρου, με ένα άνοιγμα για είσοδο και έξοδο των προβάτων, όταν αυτά είναι λίγα, και με δύο ανοίγματα, όταν αυτά είναι πολλά. Γίνονται οι στρούγκες κάτω από παχιά δέντρα (κυρίως έλατα) για λόγους προστασίας από τη βροχή και εξασφαλίσεως του αναγκαίου ίσκιου. Η στρούγκα παρέχει μια κάποια ασφάλεια στα πρόβατα: «αρνί που φεύγει απ’ τη στρούγκα το τρώει ο λύκος». Χωρίζονται τα πρόβατα σε «γαλάρια», που γέννησαν αρνί και έχουν γάλα και σε «στέρφα», που για τον αντίθετο λόγο δεν φέρουν γάλα. Το άρμεγμα των προβάτων γίνεται μία ή δύο φορές την ημέρα αναλόγως της πυκνότητος της τροφής των. Το άρμεγμα ήταν μία επίπονη εργασία (τώρα υπάρχουν μηχανήματα).
Στη συνέχεια το γάλα εστραγγίζετο, για να καθαρισθεί, εχύνετο στις καρδάρες και μετεφέρετο στις καλύβες ή τα σπίτια για επεξεργασία (παρασκευή τυριού, γιαουρτιού, βουτύρου κ.λπ.). «Ήρθε η ώρα γι’ άρμεγμα, η ώρα για τη στρούγκα…». Τα κορίτσια βοηθούσαν στη μεταφορά του γάλακτος με ζώα ή με τις πλάτες τους (ζαλίγκωμα). Εν προκειμένω σίγουρα έχουμε να κάνουμε με πλούσιο τσελιγκάτο, αφού διέθετε πολλά άλογα και πολλές καρδάρες, άρα και τα πρόβατα ήταν πολλές εκατοντάδες. Η Ασημούλα, λοιπόν, έλαβε εντολή (από τον κύρη της, από τη μάνα της, από τον αδελφό της;) να φορτώσει τις καρδάρες στα άλογα και να μεταβεί στα βοσκοτόπια. Εκεί θα γίνει από τους άνδρες τσοπάνηδες το άρμεγμα. «Κι αυτόν το δρόμο που θα πας, τον ίδιο να γυρίσεις…».
Ο δρόμος που ακολουθούσαν οι βοσκοί στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αλλά και στα ύστερα χρόνια της ληστοκρατίας (1830-1930) ήταν καθαρός, έξω δηλαδή από μέρη πολύ σκιερά, δερβένια, ύποπτα σταυροδρόμια κ.λπ., όπου ελλόχευαν κίνδυνοι. Οι Κλέφτες (και ύστερα οι Ληστές) προτιμούσαν τους δύσκολους δρόμους κι επικίνδυνους, για να έχουν υπέρ αυτών το στοιχείο του αιφνιδιασμού του διαβάτη. Ειπώθηκε, δηλαδή, στην Ασημούλα να πάει και να επιστρέψει από τον σωστό, τον ασφαλή δρόμο. «Κι αυτή τον δρόμο άλλαξε και άλλο δρόμο πήρε… βρίσκει τον Κλέφτη π’ αγαπά…». Τίθεται το εύλογο και απλό ερώτημα: Ποια ήταν η σχέση του Κλέφτη (κι αργότερα του Ληστή) με τις γυναίκες, την αγάπη και τον έρωτα; Εδώ έχουμε διάσταση της πραγματικότητας και της λαϊκής δοξασίας.
Ο Καπετάνιος και τα παλικάρια του ήταν υποχρεωμένοι να ζουν σε καταφύγια, σε λημέρια, σε κοιλάδες και στις έρημες κορυφές των ορέων. Έπρεπε να μετακινούνται διαρκώς. Ο Κλέφτης «εκεί που κοιμήθηκε τη νύχτα, δεν πρέπει να βρεθεί την αυγή». Άρα δεν είχε και δεν έπρεπε να έχει ερωτική ζωή, νόμιμη ή παράνομη. Άλλωστε, αν συνέβαινε αυτό θα έπρεπε να κάνει γάμο και να μεταπέσει στον ειρηνικό βίο. Οι γυναίκες, ακόμη και οι αιχμάλωτες (ελληνίδες, μουσουλμάνες, γνωστές, άγνωστες), ήταν ιερές. Σε μία περίπτωση, κατά την οποία ένας Καπετάνιος δεν σεβάστηκε την γυναίκα ενός Τούρκου, εφονεύθη από τα ίδια τα παλικάρια του. «Σκοτώστε τον τον κερατά, σκοτώστε τον τον πούστη!».
Τη θέση αυτή την γνώριζαν οι γυναίκες, γι’ αυτό δεν δέχονταν να τους υπηρετούν. Όταν ο καπετάνιος διατάσσει την αιχμάλωτη να τον κεράσει, παίρνει την απάντηση: «Δήμο, δεν είμαι δούλα σου κρασί να σε κεράσω• Εγώ είμαι νύφη προεστών κι αρχόντων θυγατέρα…». Η λαϊκή, όμως, δοξασία είναι διάφορη. Αχαλίνωτη η φαντασία του απλού ανθρώπου και ασύνορη στιχουργεί τραγούδια αγάπης κι έρωτα Κλεφτών, εκεί που δεν υπήρχαν. Ένα από αυτά ίσως είναι και το αναλυόμενο τραγούδι «Της Ασημούλας». Ένας Κλέφτης μιλάει για την αγάπη του (έτσι τον είδε ο ποιητής λαός): «Απόψε δεν κοιμήθηκα και σήμερα νυστάζω, / για δυο ματάκια γαλανά, για δυο γλυκά ματάκια• / θε να τα κλέψω μια βραδυά, νύχτα χωρίς φεγγάρι, / να τ’ ανεβάσω σε βουνό, ψηλά στο κορφοβούνι, / να τα φιλώ μεσάνυχτα, να τα φιλώ το τάχυ, / όντας λαλάει η πέρδικα, όντας λαλάει τ’ αηδόνι. / Λαλούν τ’ ορνίθια τρεις φορές και τα παγόνια πέντε. / – Ξύπνα, περδικομάτα μου, ξύπνα να ’ρθεις μαζί μου, / να σου φιλήσω την ελιά, πώχεις στο μάγουλό σου».
Κάποιος άλλος Κλέφτης καυχάται για τις πολλές ερωτικές κατακτήσεις που είχε. Ήταν όλες, βέβαια, στη φαντασία του στιχουργού λαού και μόνο, γιατί, αν ήταν αλήθεια, θα εκμετρούσε το ζην με βόλι του Καπετάνιου του ή των άλλων παλικαριών: «…Κορίτσια εξήντα φίλησα κι εξήντα παντρεμμένες, / τριάντα χήρες νόστιμες και καλοπαντρεμμένες / και παπαδιές και καλογρηές, λογαριασμό δεν έχουν / και μια κοντούλα παπαδιά τριών ’μερών λεχώνα…». Σε άλλο δημοτικό τραγούδι βρίσκουμε άλλη παραβίαση του Κλέφτικου νόμου της μη εκμεταλλεύσεως της αιχμαλώτου γυναικός: «Ψηλά στη ράχη την ψηλή, τη ράχη τη μεγάλη, / εκεί ψηλά λημέριαζαν οι σκύλ’ οι χαραμήδες• / κι είχαν αρνιά οπώψεναν, κριάρια σουβλισμένα, / κι είχαν κι ένα γλυκό κρασί από το μοναστήρι / κι είχαν και κόρην όμορφη να τους κερνά να πίνουν. / – Κέρνα μας, κόρη, κέρνα μας, κέρνα μας για να πιούμε, / κι εμείς θα σ’ απολύσωμε να πας στα γονικά σου. / – Τόσες βολές σας κέρασα κι ελευθεριά δεν είδα!».
«Της Ασημούλας», ένα υπέροχο, σιγανό ποιμενοκλέφτικο δημοτικό τραγούδι της τάβλας, με αισθητική τελείωση, με απόλυτη ισορροπία μορφής και περιεχομένου.
Αυγερινός Ανδρέου
Συγγραφέας-Ποιητής
Μέλος του ΔΣ της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών