15.2. Την ίδια στιγμή που αυτή η απορία οροθετεί το παρόν, προβάλλει τη μελλοντική διαδρομή της γραφής, ενώ ταυτόχρονα τακτοποιεί και τους λογαριασμούς της με την παράδοση.
15.2.1. Οι επιστολές της Ντίκινσον, για παράδειγμα, είναι ως προς αυτό διαφωτιστικές. Όπως ασφαλώς και του Κητς («Τα καλύτερα κριτικά δοκίμια του 19ου αιώνα», όπως ορθά σημειώνει ο Έλιοτ).
15.2.2. Έναν αιώνα αργότερα ο Πεσσόα στον Ηρόστρατο ξεκαθαρίζει με τρόπο όντως αριστοτεχνικό τις διαφορές του με την υστεροφημία: είναι βέβαιος ότι το μέλλον του είναι ήδη εγκιβωτισμένο στο παρόν του, και επομένως ότι το παρελθόν απλώς θα απαγγείλει εκ νέου το ποίημα που θα εξασφαλίσει τη θέση του στον Κανόνα.
15.2.2.1. Ο Πεσσόα, δηλαδή, κάθεται στο τραπέζι της πορτογαλικής λογοτεχνίας, ακριβώς απέναντι από τον Καμόενς.
15.3. Λέμε, τότε, ότι γράφουμε από τη θέση «όχι της απελπισίας του παρελθόντος που αρνείται να ρίξει το φως του στο μέλλον», αλλά από τη θέση «της αλαζονείας ενός παρόντος που περιφρονεί οτιδήποτε έχει σωπάσει». Είναι η σφοδρή μας επιθυμία να καταστρέψουμε το παρόν, να το αποκαθάρουμε, να διασώσουμε μέσω της αποσπασματικότητας τη συνοχή της αλήθειας.
15.3.1. Το ζήτημα εδώ τίθεται διαλεκτικά (παρελθόν/παρόν), συνεπώς, προϋποθέτει μια σχέση διαδοχής.
15.4. Μπορούμε τώρα να παραφράσουμε την παράγραφο 15.3. ως εξής: η γραφή κοιτώντας προς τα πίσω [ < ] λύνει τις διαφορές της με το παρελθόν της λογοτεχνίας, και προβάλλει στο μέλλον [ > ] τα εμπόδια με τα οποία θα πρέπει να αναμετρηθούν οι επίγονοί της.
15.4.1. Η αναμέτρηση [ < ] λαμβάνει χώρα με τον συγγραφέα να γνωρίζει εκ προοιμίου ότι καμία θέση στο τραπέζι της λογοτεχνίας δεν είναι ασφαλής και δεδομένη. Ούτε καν αυτή συγγραφέων του αναστήματος ενός Μπάιρον, με τον οποίο ο Πεσσόα θα αρνιόταν να δειπνήσει.
15.4.2. Η προβολή [ > ] συμβαίνει λόγω της ανάγκης μαςα να προλάβουμε τις όποιες αντιρρήσεις θα διατυπώσουν στο μέλλον οι συγγραφείς που θα αναμετρηθούν [ < ] με το έργο μας. (Τις οποίες βέβαια γνωρίζουμε ότι δεν είμαστε σε θέση να προβλέψουμε).
15.4.3. Αυτή η αμφίδρομη κίνηση [ < > ] αφορά όλους όσοι γράφουν. Ακόμη και οι συγγραφείς που δεν βιώνουν το άγχος της γραφής, όταν δημοσιοποιούν το έργο τους είναι αναγκασμένοι να επινοήσουν προγόνους και «λογοτεχνικές οφειλές». Το άγχος τους είναι άλλο: τα διαπιστευτήριά τους να γίνουν αποδεκτά.
15.5. Πολλοί συγγραφείς γράφουν με το βλέμμα στραμμένο προς τα πίσω [ < ]. Όταν κάποιος φίλος ρώτησε τον Ίψεν γιατί είχε το πορτρέτο του Στρίντμπεργκ κρεμασμένο πάνω από το γραφείο του, αυτός απάντησε: «Είναι ο θανάσιμος εχθρός μου και θέλω να με κοιτάει καθώς δουλεύω. Να με κοιτάει διαρκώς». Η Γουλφ, συμμεριζόμενη την αγωνία του Κητς, αναρωτιέται κι αυτή με τη σειρά της: «Θα βρίσκομαι άραγε ανάμεσα στους Άγγλους μυθιστοριογράφους μετά τον θάνατό μου;». Ενώ ο Μάθιου Άρνολντ, υπογράφοντας το μότο σ’ έναν αναμνηστικό τόμο αφιερωμένο στον Κητς (τον οποίο κατηγορήθηκε ότι αντέγραφε), σημειώνει υιοθετώντας τη φωνή του βάρδου: «“Νομίζω”, είχε πει με μετριοφροσύνη, “ότι θα βρίσκομαι ανάμεσα στους Άγγλους ποιητές μετά το θάνατό μου”. Βρίσκεται. Μαζί με μένα, τον Σαίξπηρ»).
15.5.1. Τα παραδείγματα είναι άπειρα. Ποιητές και πεζογράφοι επιθυμούν να «αναμετρηθούν» με τη λογοτεχνική παράδοση, με κάποιον ομότεχνο που τους στοιχειώνει από το παρελθόν, ή να νιώσουν τη θέρμη της αποδοχής μια κοινότητας στην οποία ποθούν διακαώς ν’ ανήκουν. (Γράφει το 1954 η Αγγλίδα συγγραφέας Αντόνια Γουάιτ, στενή φίλη της Γουλφ και μία από τις σημαντικότερες, αν και παραγνωρισμένες, μορφές του μοντερνισμού : «Είμαι 55 και θα ‘θελα να είμαι φίρμα».)
15.5.2. Παίρνουν, λοιπόν, την ανάσα ενός «long breath singer» και υπό το βάρος της κληρονομιάς γράφουν κοιτάζοντας ταυτόχρονα στο μέλλον [ > ], ελπίζοντας πως ό,τι δημιουργούν θα αποδειχθεί άξιο να συμπεριληφθεί «among the English poems».
15.5.3. Μετά την ολοκλήρωση του έργου, το άγχος τους εδρεύει στην επίγνωση ότι αυτό που εκείνοι κομίζουν στην τέχνη (αυτό που πιστεύουν ότι είναι η «δική τους, μοναδική, αυθεντική φωνή» και που θα τους εξασφαλίσει την υστεροφημία, είναι έρμαιο των αισθητικών κριτηρίων των αναγνωστών). Γράφει ο Ντεκάρτ: «Ελπίζω οι μεταγενέστερες γενιές να με κρίνουν με επιείκεια, όχι μόνο σε σχέση με όσα είπα, αλλά και με όσα σκόπιμα παρέλειψα ώστε να έχουν τη χαρά να το ανακαλύψουν εκείνες».
15.5.4. Θα πρέπει, λοιπόν, να είναι κανείς επιφυλακτικός με τον συγγραφέα εκείνον που ισχυρίζεται ότι δεν επιθυμεί ν’ αποκτήσει μια ουσιαστική και ισχυρή σχέση με τη λογοτενία. Κανείς δεν μένει αδιάφορος απέναντι στις κριτικές που παρερμηνεύουν το έργο του – όχι επειδή τον ενοχλεί αυτό που πρεσβεύει ο ίδιος ο κριτικός, αλλά επειδή δεν ανέχεται να συστήνεται το βιβλίο του «με λάθος τρόπο» στους αναγνώστες.
15.5.5. Γράφει η Λώρα Τζάκσον: «Δεν είναι άραγε αξιοπερίεργο ότι, ακριβώς επειδή είμαι μια ποιήτρια που γράφει εξυπηρετώντας αυστηρά τους σκοπούς της ποίησης, βρίσκομαι συχνά στη θέση ν’ απολογούμαι επειδή δεν έχω κι άλλους στόχους, επειδή δεν απευθύνομαι σε αναγνώστες που διαβάζουν ποιήματα για λόγους ξένους προς την ποίηση ή ακόμα και επειδή δεν απευθύνομαι σε όσους δεν διαβάζουν καθόλου ποιήματα;».
15.5.6. Μέσα στο καινούριο κρύβεται πάντα το παλιό. Είναι ζήτημα οφειλής. (Αν όμως αυτή υπερβεί ένα όριο, τότε ο συγγραφέας απλώς κατασκηνώνει μπροστά στην τράπεζα του παρελθόντος.)
15.6. Ο Μερλώ-Ποντύ το λέει με σαφήνεια: «Το θέμα δεν είναι τόσο το να φτάσουμε σε αυθεντικά συμπεράσματα, όσο το να προσδιορίσουμε και να εξακριβώσουμε την ουσία της φαινομενολογίας που κάνει πολλούς από μας να αισθάνονται ότι αναγνωρίζουν κάτι που προϋπάρχει εκεί όπου νομίζουν ότι συναντούν μια καινούρια φιλοσοφία».
15.7. Δε χρειάζεται, λοιπόν, ν’ αναρωτηθούμε αν οι ερμηνείες που θα δώσουμε είναι «αυθεντικές» ή όχι (δηλαδή αν παραμένουν πιστές στις «εδώ και τώρα» πραγματικότητες που διατείνονται ότι κατανοούν και περιγράφουν). Τα κείμενα προδίδουν, και με τη σειρά τους θα προδοθούν – αυτό είναι προφανές. Το ζήτημα είναι αν από την προδοσία προκύπτει μια όψη που στο μέλλον θα φέρει το πρόθεμα «μετά-», με την έννοια και το «after» και του «post».
15.7.1. Ας το πούμε μ’ ένα επικήδειο: «Πρέπει πρώτα να πεθάνει για να πιστέψουν ότι κάποτε έζησε».
15.7.2. Ή μ’ ένα θραύσμα στο οποίο «μιλάει» η ποίηση: «Κάθε ποίημα που διεκδικεί μια θέση στην ιστορία μου/οφείλει να την αφηγηθεί εκ νέου/με τρόπους όμως που δεν είναι εκ των προτέρων γνωστοί. /Αν το παρελθόν μου οφείλει να το προϋποθέτει/το μέλλον μου πρέπει ήδη να το περιέχει. / Όμως ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι γνωρίζει το μέλλον;/Eσύ;»
Χάρης Βλαβιανός - Χρήστος Χρυσόπουλος
Απόσπασμα από το δοκιμιακό βιβλίο «το διπλό όνειρο της γραφής»
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ – Απρίλιος 2010